ἐκπρεπής
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ἐκπρεπές,
A distinguished out of all, preeminent, remarkable, ἐν πολλοῖσι Il.2.483; μία ἐ. [νίκα] Pi.P.7.12; μεγέθει ἐκπρεπεστάτα A.Pers.184; εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς ib. 442; εἶδος ἐκπρεπεστάτη E.Alc.333; ῥόδα..τιθήνημ’ ἔαρος ἐκπρεπέστατον Chaerem.13; ἐ. φύσιν Nausicr.2.6; κότταβος..ἐκπρεπὲς ἔργον Critias 2.1; ἐ. [ἰδέα] Pl.Phdr.238a; ἐκπρεπέστερα ζῷα Arist.Phgn.810a8. Adv. ἐκπρεπῶς = splendidly, κεκόσμηται Plb.5.59.8: poet. ἐκπρεπέως IG3.121: Comp. ἐκπρεπέστερον = more conspicuously, D.C.44.40.
II of things, = ἔξω τοῦ πρέποντος, extraordinary, οὐδὲν ἐκπρεπέστερον παθεῖν Th.3.55. Adv. ἐκπρεπῶς = without reasonable grounds, Id.1.38: Sup. ἐκπρεπέστατα τιμωρῆσαι X.Smp.8.31.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [plu. nom. ἐκπρεπέες Arr.Ind.20.9, adv. -έως IG 22.3015.7 (III d.C.)]
I 1distinguido, notable, que destaca c. ἐν y dat. de pers. o anim. ἐκπρεπέ' ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Il.2.483, cf. Alcm.1.46, c. dat. de cualidad μεγέθει ... ἐκπρεπεστάτα de dos mujeres, A.Pers.184, κάλλει Ph.1.339, cf. IKais.Lyk.20 (imper.), ἀμωμήτοις ἤθεσιν ἐ. GVI 775.4 (Teos, heleníst.), c. ac. rel. εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς A.Pers.442, εἶδος ... ἐκπρεπεστάτη γυνή E.Alc.333, cf. Tr.987, ἐκπρεπεῖς φύσιν Nausicr.1.6, abs. ἐκπρεπὲς εἶδος h.Hom.32.16, μία (νίκα) δ' ἐ. Pi.P.7.13/14, ῥόδα ... τιθήνημ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον Chaerem.13.2, κότταβος ... ἐ. ἔργον Critias Eleg.1, τούτων τῶν ἰδεῶν ἐ. ἣ ἂν τύχῃ γενομένη de esas formas la que llegue a destacar Pl.Phdr.238a, ζῷα Arist.Phgn.810a8, cf. LXX 3Ma.3.17, ἐκπρεπέστατον ἔργον Ph.2.151, θυσίας τοῖς θεοῖς ἐκπρεπεστάτας ἐπιτελέσαι Sardis 8.15 (I a.C.), κτίσεις τοῦ θεοῦ ... ἐκπρεπεῖς καὶ δυναταί Herm.Vis.1.1.3, σπουδαὶ τῶν τριηράρχων ... ἐκπρεπέες Arr.Ind.20.9
•compar. neutr. como adv. de manera distinguida ἐκπρεπέστερον αὐτὴν ἐπεδείξατο D.C.44.40.1.
2 extraordinario, fuera de lo común οὐδὲν ἐκπρεπέστερον ὑπὸ ἡμῶν ... ἐπάθετε Th.3.55
•sup. neutr. como adv. ἐκπρεπέστατα τιμωρῆσαι X.Smp.8.31.
II adv. -ῶς
1 de manera distinguida o espléndida κεκόσμηται ... ἐ. Plb.5.59.8, ἐ. ἀέθλοισιν ἐπασκήσας ... ἐφήβους IG l.c., μορφὴν ... ἐ. ἐποχουμένην Plot.1.6.3, cf. SEG 4.707.7 (Cízico I d.C.).
2 con carácter extraordinario ἐπεστρατεύειν ἐ. Th.1.38.
German (Pape)
[Seite 776] ές, aus andern hervorstechend, ausgezeichnet; ἐν πολλοῖσιν Il. 2, 483; Ὀλυμπιὰς νίκα Pind. P. 7, 14; ψυχήν τ' ἄριστοι κεὐγένειαν ἐκπρεπεῖς Aesch. Pers. 434; μεγέθει τῶν νῦν ἐκπρεπεστάτη πολύ 180; εἶδος ἐκπρεπεστάτη, an Gestalt, Eur. Alc. 334 u. öfter; in Prosa, Plat. Phaedr. 238 a u. Sp., wie Pol. 2, 69, 1. Auch tadelnd, über das Schickliche hinaus, übermäßig, παθεῖν Thuc. 3, 55, wie ἐκπρεπῶς, 1, 38.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 remarquable, supérieur, distingué : ἐν πολλοῖσι IL entre beaucoup ; τινι ou τι remarquable entre tous par qch;
2 en mauv. part inconvenant, monstrueux.
Étymologie: ἐκπρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρεπής:
1 выдающийся, замечательный (ἐν πολλοισιν Hom.; νίκα Pind.; ζῷα Arst.; πανοπλίαι Plut.): ἐ. τι Aesch., Plut. и τινι Aesch. замечательный чем-л.;
2 значительный, чрезмерный, особенный: οὐδὲν ἐκπρεπέστερον ὑπὸ ἡμῶν ἐπάθετε Thuc. никаких особенных обид вы от нас не видели.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρεπής: -ές, διαπρέπων, διαπρεπής, Ἀτρεΐδην θῆκε Ζεὺς... ἐκπρεπέ’ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Ἰλ. Β. 483· μία ἐκπρ. νίκα Πίνδ. ΙΙ. 7. 13· μεγέθει ἐκπρεπεστάτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 184· εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς αὐτόθι 442· εἶδος ἐκπρεπεστάτη Εὐρ. Ἀλκ. 333· ἐκπρ. γενέσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α ἐκπρεπέστερα ζῷα Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 12. - Ἐπίρρ. -πῶς, ἐξόχως, Πολύβ. 5. 59, 8, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἔξω τοῦ πρέποντος Θουκ. 3. 55· οὕτως, ἐπίρρ. -πῶς, παραλόγως, ὁ αὐτ. 1. 38· ὑπερθ. -έστατα Ξεν. Συμπ. 8. 31.
English (Autenrieth)
έος (πρέπω): conspicuous, distinguished, Il. 2.483†.
English (Slater)
ἐκπρεπής outstanding μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπιάς (sc. νίκα) (P. 7.14)
Greek Monolingual
ἐκπρεπής, -ές (Α)
1. διαπρεπής, υπέροχος («ἐκπρεπεστάτη γυνή», Ευρ. Αλκ.)
2. έξω του πρέποντος, απρεπής.
Greek Monotonic
ἐκπρεπής: -ές (ἐκπρέπω)·
I. αυτός που διακρίνεται, που ξεχωρίζει από όλους, υπέρτερος, αξιόλογος, διακεκριμένος, διαπρεπής, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγέθει ἐκπρεπεστάτα, σε Αισχύλ.· εἶδος ἐκπρεπεστάτη, σε Ευρ.
II. = ἔξω τοῦ πρέποντος, απρεπώς, τερατωδώς, φρικιαστικά, ανάρμοστα, σε Θουκ.· ομοίως και επιρρ. -πῶς, παράλογα, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐκπρεπής, ές ἐκπρέπω
I. distinguished out of all, preeminent, remarkable, Il.; μεγέθει ἐκπρεπεστάτα Aesch.; εἶδος ἐκπρεπεστάτη Eur.
II. = ἔξω τοῦ πρέποντος, unseemly, monstrous, Thuc.: so adv. -πῶς, without reasonable grounds, Thuc.
English (Woodhouse)
conspicuous, eminent, exalted, famous, peerless, pre-eminent, remarkable, singular, preeminent
Lexicon Thucydideum
inhonestior, indignior, rather disgraceful, unworthy, 3.55.2.
Translations
magnificent
Arabic: عَظِيم, رَائِع; Moroccan Arabic: عضيم, فن; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye