ἀποβάλλω

From LSJ
Revision as of 17:32, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβάλλω Medium diacritics: ἀποβάλλω Low diacritics: αποβάλλω Capitals: ΑΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: apobállō Transliteration B: apoballō Transliteration C: apovallo Beta Code: a)poba/llw

English (LSJ)

fut. ἀποβαλῶ,
A throw off, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε Il.2.183, cf. 21.51; ἀπὸ φροντίδος ἄχθος.. βαλεῖν A.Ag.166: c. gen., throw off from, ἀποβάλλω ὀμμάτων ὕπνον E.Ba.692:—Med., throw off from oneself, cast off, δύναμιν βασιλέως And.3.29.
2 throw away, h.Merc.388, Hdt. 3.40, etc.; ἀποβάλλω τὴν ἀσπίδα Ar.V.22, And.1.74, Lys.10.9, etc.; τὸν ἄνδρα τὸν πάρος ἀποβάλλω reject him, E.Tr.663, cf. Pl.Tht.151c, etc.; ἀποβάλλω τὰ κέρατα, ἀποβάλλω τὰς ὁπλάς, cast, shed, Arist.HA500a10, 604a15,al.:—Med., Pl.Lg.802b; οὐδεὶς ἀποβάλλεται ἑκών jettisons cargo, Arist.EN1110a9; ἀποβάλλω τὸν φιλέοντα Theoc.11.19; expose a child, Leg.Gort.4.9; despise, reject, Hp.Ep.10:—Pass., ἀποβληθεὶς τῆς τυραννίδος Plu.Comp.Dion.Brut. 3.
b throw away, sell too cheap, X.Oec.20.28.
3 lose, τὴν τυραννίδα Hdt.1.60; ἀποβάλλω τὰ πατρώια, ἀποβάλλω τὸν στρατόν, ἀποβάλλω τὴν κεφαλήν, Id.3.53, 8.65, al.; βιοτάν S.Fr.593; τὴν οὐσίαν Ar.Ec.811, Pl.Cri.44e, etc.; ἱκανὸν μέρος τῶν ὄντων Antipho 2.1.6, etc.; opp. κτᾶσθαι, Isoc. 6.57, Arist.Pol.1291b41; ἀποβάλλω δόξαν, ἀποβάλλω τέχνην, Id.de An.428b5, Metaph. 1047a1, al.; ἀποβάλλω τι ὑπό τινος X.Smp.4.32; ἀποβάλλω πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν Th.4.7; τὸν εὐεργέταν E.HF878:—in Med., ἀγαθὸν πολίτην SIG730.20 (Olbia).
b Gramm., drop a letter, etc., A.D.Pron.36.21, al.
4 degrade, Pl.Lg.630d.

Spanish (DGE)

I en gener.
1 c. suj. de pers. y compl. de objetos tirar, arrojar esp. las armas para huir ἀπὸ πάντα χαμαί βάλε Il.21.51, ὅπλα Pl.Smp.179a
esp. del cobarde tirar el escudo tipificado como delito ἀποβεβληκέναι τὴν ἀσπίδα haber tirado el escudo Sol.Lg.32b, cf. Critias B 44, Ar.V.22, And.Myst.74, Aeschin.1.29, Arist.Rh.1383b20, Plu.2.220a
de ropas χλαῖναν Il.2.183, σπάργανον h.Merc.388, ἐσθῆτα Plb.26.1a.2, cf. Eu.Marc.10.50, ἀποβάλλω ἱμάτια de enfermos tirar, rechazar las mantas, destaparse Hp.Epid.7.59, cf. 83
en gener. ἀποβάλλω σφρηγῖδα de Polícrates, Hdt.3.41, cf. 40, 43 (pero ἀπέβαλον τὴν σφραγῖδα rompieron, quitaron el sello LXX Bel.17), τὴν πάχνην Arist.HA 596b2, ἔπιπλα Luc.DMort.10.1
fig. de mercancías vender demasiado barato, tirar el genero, X.Oec.20.28
de funciones fisiológicas expulsar, arrojar, expeler ἐπειδὰν ... τὰ ἀντέχοντα ἀποβάλλῃ después que los impedimentos sean expulsados Hp.Acut.(Sp.) 32
abs. en el parto expulsar Hp.Coac.536
vomitar, arrojar θάρσει κἀπόβαλλε Babr.34.10
en v. med. abs. tirar la carga, hacer la echazón para quitar lastre en el mar en caso de tormenta οὐδείς ἀποβάλλεται ἑκών Arist.EN 1110a9.
2 c. suj. de pers. y compl. de pers. rechazar μηδὲ ἡμᾶς ἀποβάλῃς Hp.Ep.10
esp. en rel. c. el amor o el matrimonio ἄνδρα τὸν πάρος E.Tr.668, μηδένα ... τῶν ἀνθούντων ἐν ὥρᾳ Pl.R.475a
a un niño rechazar, exponer, ICr.4.72.4.9 (V a.C.)
a inquilinos echar ἀποβαλεῖν ὑμᾶς ἐντὸς τοῦ χρόνου PRein.43.18 (II d.C.), SB 9778.16 (VI d.C.)
en la Iglesia rechazar, no admitir, excluir a ciertos profesionales Const.App.8.32.8, 9
expulsar los demonios, Origenes Cels.2.49 (p.172.8)
esp. excomulgar Eus.HE 5.24.15
a anim. por defectuosos rechazar κάμηλον ἕνα ἀποβληθέντ[α] φανέντα ἀνεπιτήδειον BGU 266.21 (III d.C.), cf. PLond.1659.7 (IV d.C.)
en v. med. mismo sent. Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ' ἀποβάλλῃ ...; Galatea ¿por qué desdeñas al que te ama? Theoc.11.19.
3 c. compl. de abstr. o cosas valoradas negativamente rechazar, despreciar, desechar ταῦτα Hp.VM 2, βασιλέως δύναμιν And.3.29, (τὸ) μὴ ἀληθές Pl.Tht.151c, τὰς πονηρίας Herm.Sim.6.1.4, λίθους inapropiadas para la construcción, Herm.Vis.3.2.7, cf. Sim.9.8.3, dogmas, Origenes Cels.8.51 (p.266.15)
en v. med. mismo sent. (τέχνην) τὴν ἀρχαίην Hp.VM 12, (τὸ ἀνεπιτήδειον) τὸ μὲν ἀποβάλλεσθαι Pl.Lg.802b, cf. 2Ep.Rom.13.13 (ap. crít.), τὸν νομοθέτην ἡμῶν ἀποβάλλομεν εἰς τοὺς πόρρω νομοθέτας estamos relegando a nuestro legislador entre aquellos que no cuentan Pl.Lg.630d.
4 c. ac. y gen. o giros prep. alejar, quitar φροντίδος ἄχθος A.A.166, ὀμμάτων ὕπνον E.Ba.692, πονηρίαν ἀφ' ἑαυτοῦ Herm.Mand.1.2, τὰ ἐκ τῆς οἰκίας IG 12(5).1061.8 (Cartea III a.C.), en v. pas. μὴ ἐξεῖναι δὲ ἡμῖν ἀποβαλέσθαι σε ἐκ ταύτης τῆς μισθώσεως PSI 32.17 (III d.C.)
c. ac. de pers. echar, destituir de un cargo ἀποβάλλω τῆς ἐπισχοπῆς 1Ep.Clem.44.4, esp. pas. ἀποβληθεὶς τῆς τυραννίδος Plu.Brut.56, τῆς λειτουργίας 1Ep.Clem.44.3.
5 c. suj. y obj. inanimados soltar ἑψήσας, ἕως ἄν τὰς κεγχραμίδας ἀποβάλῃ cociendo hasta que suelte las pepitas Hp.Nat.Mul.109, ἀποβάλλει τὴν σκωρίαν del oro, Herm.Vis.4.3.4, cf. Arist.HA 596b2.
II por muerte o destrucción
1 perder en relatos de guerra: de tropas y pertrechos τὸν στρατόν Hdt.8.65, cf. 1.128, 3.27, πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν Th.4.7, cf. 2.33, I.BI 1.90, νέας ... ἀπέβαλον Hdt.6.15
de regiones, ciudades τὴν πόλιν Hdt.6.23, Σμύρνην Hdt.1.150, cf. Isoc.6.57, Συρίαν LXX De.26.5
de pers. apreciadas Ἑλλάς, ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς E.HF 878, τὴν ἀδελφήν I.AI 4.84, cf. Meth.Symp.3.12 (p.40.20), PRyl.28.130 (IV d.C.), en v. med. mismo sent. τῆς πόλεως ἀποβεβλημένης ἀγαθὸν πολείτην habiendo perdido la ciudad a un buen ciudadano, IPE 12.34.20 (I a.C.)
fig. del poder, riqueza τὴν τυραννίδα ... ἀπέβαλε Hdt.1.60, cf. I.AI 9.214, τὰ πατρώια Hdt.3.53, χρήματα Gorg.B 11.21, βιοτάν S.Fr.879a, μέρος τῶν ὄντων Antipho 2.1.6, τὴν οὐσίαν Ar.Ec.811, Pl.Cri.44e, R.553b, D.12.17, cf. X.Smp.4.32, εὐδαιμονίαν I.AI 5.180, δύναμιν Plu.2.418d, ὅσα ἀγαθά Hdt.1.71, cf. Hippod.2 p.13, πολλὰ ἀποβάλλει tiene grandes pérdidas, PRyl.28.42 (IV d.C.), de abstr. que suponen cualidades o bienes positivos ἐλπίδας E.Io 1453, τὴν ... ἐπιείκειαν D.34.40, τὴν παρρησίαν D.Chr.34.39, ἐλευθερίαν I.BI 2.355, cf. I.AI 7.234, δόξαν Arist.Metaph.1047a1, de An.428b5, αἰδῶ Arr.Epict.2.10.15
abs. tener pérdidas de tipo económico, op. κτάομαι Arist.Pol.1291b41, cf. Plb.9.10.7, PFlor.20.15 (II d.C.).
2 de partes del cuerpo u otras inherentes a un todo perder por su caducidad ἀποβάλλω τὰ κέρατα μόνον ἔλαφος κατ' ἔτος Arist.HA 500a10, cf. 604a15, ὁπλάς Plb.3.79.11, ἀποβαλεῖ τὰ λευκώματα de Tobías al ser curado, LXX To.11.8BA
en gener. ὑπὸ χρόνου τὰς χεῖρας ἀποβεβλήκασι de estatuas, Hdt.2.131, ἀποβαλέεις τὴν κεφαλὴν perderás la cabeza, serás castigado con la muerte Hdt.8.65, ἀποβάλλω τὰς χεῖρας como castigo, I.Vit.172, 173, τὴν ψυχήν la vida I.AI 8.225
de hojas caducas ὡς τερέβινθος ἀποβεβληκυῖα τὰ φύλλα LXX Is.1.30, cf. Herm.Sim.3.3
gram. perder una letra (ἐμοί/μοι) A.D.Pron.36.21.

German (Pape)

[Seite 297] (s. βάλλω), 1) ab-, wegwerfen, Hom. im adj. verb. ἀπόβλητος (s. d. W.) u. in tmesi, öfters, z. B. Iliad. 2, 183 ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε; Od. 4, 359 ὅθεν τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, von wo sie mit den Schiffen abfahren; 19, 63 πῦρ δ' ἀπὸ λαμπτήρων χαμάδις βάλον; ὅπλα Plat. Conv. 179 a; Lys. 10, 1 u. öfter; bes. verächtlich wegwerfen, verschmähen, H. h. Merc. 388; Plut. de Εἰ ap. D. 3; τὸν ἀνθοῦντα ἐν ὥρᾳ Plat. Rep. V, 475 a; aber τὸν νομοθέτην ἐς τοὺς πόῤῥω, an sie verweisen, Legg. I, 630 d; τὸν πρόσθεν λόγον, aufgeben, Lys. 222 b; dah. οὐκ εἰκῆ τὸν σῖτον ἀπέβαλλον, verschleudern, ἀλλ' ὅπου ἂν άκούσωσι τιμᾶσθαι Xen. Oec. 20, 28. – 2) am häufigsten: verlieren, τυραννίδα, στρατόν, Her. 1, 60. 8, 65 u. öfter; πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat. Crit. 44 e, u. sonst von verschiedenen Arten des Verlustes, Gegensatz σώζω; – 'κέρατα, vom Hirsch, Arist. H. A. 9, 5. Auch med., Is. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποβαλῶ, ao.2 ἀπέβαλον, pf. ἀποβέβληκα;
1 jeter au loin, rejeter;
2 perdre : τὰ πατρῷα HDT son patrimoine ; ὀλίγους τινάς THC un petit nombre d'hommes;
Moy. ἀποβάλλομαι (f. ἀποβαλοῦμαι, ao.2 ἀπεβαλόμην) rejeter loin de soi, repousser.
Étymologie: ἀπό, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβάλλω: (часто in tmesi; редко med.)
1 сбрасывать, скидывать (χλαῖναν Hom.; ὅπλα Plat.);
2 отбрасывать прочь (ἀσπίδα Arph., Lys.; φροντίδος ἄχθος Aesch.);
3 прогонять, отгонять (ἀπ᾽ ὀμμάτων ὕπνον Eur.; ἀποβληθεὶς τῆς τυραννίδος Πλάτων Plut.);
4 отвергать, отталкивать (τὸν φιλέοντα Theocr.; τὸ ἄγαν Plut.);
5 продавать за бесценок (τὸν σῖτον Xen.);
6 сталкивать: νῆας ἐς πόντον ἀποβάλλω Hom. сталкивать корабли (с берега) в море, т. е. отчаливать, отплывать;
7 лишаться, терять (τυραννίδα Her.; πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat.; τὴν ὄψιν Plut.): χιλίους ἀποβαλεῖν πεσόνᾶς Plut. потерять тысячу (человек) убитыми.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάλλω: μέλλ. –βαλῶ, ῥίπτω ἀπ’ ἐπάνω μου, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε (ἐν τμήσει) Ἰλ. Β. 183, πρβλ. Φ. 51· μετὰ γεν., ἀπορρίπτω τι, ἀπὸ φροντίδος ἄχθος… βαλεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 165· ἀπ. ὀμμάτων ὕπνον Εὐρ. Βάκχ. 692: -Μέσ., ἀπορρίπτω ἐπάνωθέν μου, ἀποσείομαι, δύναμιν βασιλέως Ἀνδοκ. 27. 12. 2) ῥίπτω, ἀφίνω, καταλείπω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 388, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· ἀπ. τὴν ἀσπίδα Ἀριστοφ. Σφ. 23, κτλ.. Ἀνδοκ. 10. 22, Λυγ. 117, 5, κτλ.· ἥτις ἄνδρα τὸν πάρος ἀποβαλοῦσ’ ἄλλον φιλεῖ Εὐρ. Τρῳ. 663· πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 151C, κτλ.· ἀπ. τὰ κέρατα, τὰς ὁπλάς, κτλ., ῥίπτω, ἀλλάσσω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 37., 8. 23, κ. ἀλλ.: -Μεσ., Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἁπλῶς μὲν γὰρ οὐδεὶς ἀποβάλλεται ἑκών, οὐδεὶς ἀπορρίπτει ἁπλῶς εἰς τὴν θάλασσαν ἐμπορεύματα ἐκ τοῦ πλοίου (ἐπὶ τρίκυμίας), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 5· ἀπ. τὸν φιλέοντα Θεόκρ. 11. 19: - Παθ., ἀποβληθεὶς τῆς τυραννίδος Πλούτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 3, πρβλ. ἀπόβλητος: - πωλῶ σχεδὸν χάρισμα, πωλῶ λίαν εὐθηνά, Ξεν. Οἰκ. 20. 28. 3) χάνω, Λατ. jacturam facere rei, τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 60· τὰ πατρῷα, τὸν στρατόν, τήν κεφαλήν ὁ αὐτ. 3. 53., 8. 65, κ. ἀλλ.· βιοτὰν Σοφ. Ἀποσπ. 520· τὴν οὐσίαν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 84, Πλάτ., κτλ.· τὰ ὄντα Ἀντιφῶν 115. 25, κτλ.· ἀντίθ. τῷ κτᾶσθαι, Ἰσοκρ. 128Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24· ἀπ. δόξαν, τέχνην ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 3. 3, 15: - Μεταφυσ. 8. 3, 3, κ. ἀλλ.· ἀπ. τι ὑπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 32· οὕτως, ἐπὶ προσώπων, ἀπ, πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 4. 7· τὸν εὐεργέταν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878. 4) ῥίπτω ὀπίσω, ἐκβάλλω, ἀποδιώκω, Πλάτ. Νόμ. 630D, ἐκτίθημι, ἀποτίθημι, ἐκθέτω, ἐπὶ βρέφους, αἰ ἀποβάλοι παιδίον Νομοθ. Γόρτυν. Κρήτης [V] IV9.

English (Strong)

from ἀπό and βάλλω; to throw off; figuratively, to lose: cast away.

English (Thayer)

2nd aorist ἀπέβαλον; (from Homer down); to throw off, cast away: a garment, Hebrews 10:35.

Greek Monolingual

(AM ἀποβάλλω)
1. βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου («αποβάλλω τα ενδύματα», «αποβάλλω το προσωπείο» — δείχνω ποιος είμαι πραγματικά)
2. αποπέμπω, απομακρύνω (φρ. νεοελλ. «τον απέβαλαν από το σχολείο, απεβλήθη της αιθούσης» κ.λπ.)
3. (για έγκυο γυναίκα) γεννώ πρόωρα, ατελές ή νεκρό
αρχ.
1. εκθέτω βρέφος
2. ρίχνω πέρα, παρατώ
3. χάνω
4. παραπέμπω
5. (για ζώα) χάνω το τρίχωμα, το δέρμα κ.λπ. και βγάζω νέο.

Greek Monotonic

ἀποβάλλω: μέλ. -βαλῶ,
1. ρίχνω, πετώ από πάνω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ρίχνω από, απορρίπτω, πετώ από, ἀποβάλλω ὀμμάτων ὕπνον, σε Ευρ.
2. ρίχνω, πετώ, παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω, τὴν ἀσπίδα, σε Αριστοφ.· τὸν ἄνδρα ἀποβάλλω, τον παρατώ, τον απορρίπτω, σε Ευρ. — Μέσ., πετώ, ξεφορτώνομαι, απορρίπτω, σε Θεόκρ.
3. χάνω, τὰ πατρῷα, τὸν στρατόν, σε Ηρόδ.· τὴν οὐσίαν, σε Αριστοφ.· πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν, σε Θουκ.

Middle Liddell

1. to throw off, Il.; c. gen. to throw off from, ἀπ. ὀμμάτων ὕπνον Eur.
2. to throw away, τὴν ἀσπίδα Ar.; τὸν ἄνδρα ἀπ. to reject him, Eur.:—Mid. to cast from one, reject, Theocr.
3. to lose, τὰ πατρῶια, τὸν στρατόν Hdt.; τὴν οὐσίαν Ar.; πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν Thuc.

Chinese

原文音譯:¢pob£llw 阿坡-巴羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:從-投 相當於: (נָבֵל‎ / נָבַל‎)
字義溯源:丟棄,丟掉,丟下,釋放;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。外面穿著討飯的衣服可以丟掉( 可10:50);但能使我們得大賞賜的膽量就不可丟掉( 來10:35)
出現次數:總共(2);可(1);來(1)
譯字彙編
1) 你們⋯丟棄(1) 來10:35;
2) 丟下(1) 可10:50

Lexicon Thucydideum

amittere, to lose, 1.63.1, 2.33.3, 4.7.1.