κῆτος
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
εος, τό,
A any sea monster or huge fish, δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἑλῃσι κῆτος Od.12.97, cf. 5.421, Il.20.147, Mosch.2.116; of seals, Od.4.446,452; of the monster to which Andromeda was exposed, E.Fr.121, cf. Ar.Nu.556, Th.1033; of the tunny, Archestr. Fr.34.3.
2 in Natural History, of the spouting cetacea, Arist.HA566b2, PA669a8, 697a16.
II Κῆτος = Cetus, the Whale, name of a constellation, Arat.354, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20.
German (Pape)
[Seite 1435] τό, jedes große Meerthier, Seeungeheuer; δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποτε μεῖζον ἕλῃσι κῆτος Od. 12, 97, vgl. 5, 421 Il. 20, 147; Od. 4, 446. 452 = φώκη. Später Wallfische, Haifische u. bes. Thunfische, pisces cetacei, Ath. VII, 303 c θύννον ὑπερβαλλόντως αὐξανόμενον γενέσθαι κῆτος. – Her. 4, 53, wo es sonst für große Flußfische erklärt wurde, ist jetzt κτήνεα hergestellt. – Das Gestirn, der Wallfisch, pistrix, Arat. 354 u. A. – Nach Buttm. Lezil. II p. 95 eigtl. = Schlund, Höhle, von χαω, χάσκω. Vgl. κητώεις.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
monstre aquatique, tout animal énorme vivant dans l'eau (baleine, crocodile, hippopotame, etc.) ; particul. phoque.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆτος -ους, zonder contr. -εος, τό, zeemonster, groot zeedier.
Russian (Dvoretsky)
κῆτος: εος τό
1 огромное морское животное, морское чудовище Hom., Eur. etc.;
2 китообразное или кит Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κῆτος: -εος, τό, θαλάσσιος ἰχθὺς παμμεγέθης, μέγα θαλάσσιον θηρίον, δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴποτε μεῖζον ἕληται κῆτος Ὀδ. Μ. 97, πρβλ. Ε. 421, Ἰλ. Υ. 147, Ἡρόδ. 4. 53 (διάφ. δραφ. κτήνεα)· ἐν Ὀδ. Δ. 446, 452, = φώκη· περὶ τοῦ θαλασσίου θηρίου εἰς ὃ ἐξετέθη ἡ Ἀνδρομέδα, Εὐρ. Ἀποσπ. 121, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 556, Θεσμ. 1033. 2) ἐν τῇ Φυσικῇ Ἱστορ., πᾶς μέγας θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους τῆς φαλλαίνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 6. 12, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2., 4. 13, 25, κ. ἀλλ.· πρβλ. κητώδης. ΙΙ. ἀστερισμός τις, ὁ τοῦ Κικέρωνος pistrix, Ἄρατ. 534. (Ἐν συνθέσει φαίνεται ὅτι εἶχε τὴν ἔννοιαν τοῦ βάθους, τῆς ἀβύσσου, ὡς τὸ καιάδας, πρβλ. καιετάεις, κητώεις, μεγακήτης, καὶ τὸ κῆτος θὰ ἦτο θηρίον τῶν βαθέων ὑδάτων, πρβλ. Λατ. s-quat-ina (καρχαρίας)· ὁ Κούρτ. ἀποδέχεται τοῦτο καὶ ἀναφέρει τὰς λέξεις εἰς ἣν ῥίζαν καὶ τὰ ῥήματα κείω, κεάζω, ἃ ἴδε).
English (Autenrieth)
εος: sea-monster, e. g. sharks and seals, Il. 20.147, Od. 4.446.
English (Strong)
probably from the base of χάσμα; a huge fish (as gaping for prey): whale.
English (Thayer)
κητεος (κήτους), τό, a sea-monster, whale, huge fish (Homer, Aristotle, others): Sept., κήτει μεγάλῳ for גָּדול דַּג.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κῆτος)
1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών της τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῖζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. Κήτος
επιμήκης αστερισμός που εκτείνεται κυρίως στην περιοχή του Ισημερινού
νεοελλ.
μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. κήτειος, κητώδης
αρχ.
κήτημα, κητήνη, κητούμαι
αρχ.-μσν.
κητώος
νεοελλ.
κητίνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κητόδορπος, κητοθηρείον, κητοφάγος, κητοφόνος
μσν.
κητοτρόφος, κητοφόντης
νεοελλ.
κητέλαια, κητοειδής, κητόσαυρος, κητόσπερμα. (Β' συνθετικό) αρχ. βαθυκήτης, μεγακήτης, πολυκήτης.
Greek Monotonic
κῆτος: -εος, τό,
I. οποιοδήποτε θαλάσσιο τέρας ή μεγάλο ψάρι, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. άβυσσος, κενό, χάσμα, πρβλ. κήτωεις.
Frisk Etymological English
-εος
Grammatical information: n.
Meaning: big sea-animal, sea-monster (Il.), whale (Arist.); also name of a constellation (Arat.; Scherer Gestirnnamen 187).
Compounds: Compp., e. g. κητόδορπος (συμφορά) giving the κητεα their evening-meal (Lyc.); μεγακήτης with big κήτεα (Hom.), adjunct of πόντος, also of δελφίς = (being) a big κῆτος, from there of ναῦς (cf. Sommer Nominalkomp. 184f.), βαθυκήτης (πόντος) having κήτεα in the deep (Thgn. 175), πολυκήτης with many κήτεα (Theoc. 17, 98).
Derivatives: κήτειος belonging to the κῆτος (Mosch., Nonn.), κητώδης belonging to the whale (species) (Arist.); κητεία f. catching of κήτεα (tunnies) (Str., Ath., Ael.; after ἁλιεία); κήτημα salted tunnies (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; uncertain), κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (after ἀπήνη?; cf. also Chantraine Étrennes Benveniste 9); κητόομαι become a κῆτος (Ael.). See κητώεσσαν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Wrong IE. etymologies noted in Bq and WP. 1, 384 (s. also Bechtel Lex. s. v.). Prob. a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κῆτος, εος,
I. any sea-monster or huge fish, Hom., Hdt.
II. an abyss, hollow, cf. κητώεις.
Frisk Etymology German
κῆτος: -εος
{kē̃tos}
Grammar: n.
Meaning: großes Seetier, Meerungeheuer (poet. seit Il.), Walfisch (Arist.), auch N. eines Sternbilds (Arat. u. a.; Scherer Gestirnnamen 187).
Composita: Kompp., z. B. κητόδορπος (συμφορά) den κητεα ihr Abendessen schenkend (Lyk.); μεγακήτης mit großen κήτεα (Hom.), Beiw. von πόντος, auch von δελφίς = ‘ein großes κῆτος (ausmachend)’, danach auf ναῦς übertragen (vgl. Sommer Nominalkomp. 184f. mit Kritik anderer Ansichten), βαθυκήτης (πόντος) κήτεα in der Tiefe bergend (Thgn. 175), πολυκήτης mit vielen κήτεα (Theok. 17, 98).
Derivative: Ableitungen: κήτειος [zum κῆτος gehörig] (Mosch., Nonn. u. a.), κητώδης zum Walfischgeschlecht gehörig (Arist. u. a.); κητεία f. ‘Fang von κήτεα (Thunfischen)’ (Str., Ath., Ael.; nach ἁλιεία); κήτημα eingepökelter Thunfisch (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; nicht sicher; erweiterte Form), κητήνη· πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (nach ἀπήνη?; vgl. auch Chantraine Étrennes Benveniste 9); κητόομαι [[ein κῆτος werden]] (Ael.). Vgl. κητώεσσαν.
Etymology: Unerklärt. Verfehlte idg. Etymologien sind bei Bq und bei WP. 1, 384 (s. auch Bechtel Lex. s. v.) referiert.
Page 1,845-846
Chinese
原文音譯:kÁtoj 咳拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:海 巨物 相當於: (דָּאג / דָּג) (לִוְיָתָן) (תַּנִּין)
字義溯源:大魚^,海中巨物,鯨魚;或源自(χάσμα)=深坑)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 大魚(1) 太12:40
Wikipedia EN
In Ancient Greek kētŏs (κῆτος, plural kētē=kētea, κήτη, κήτεα), Latinized as cetus (pl. ceti or cetē = cetea), is any huge sea creature or sea monster. According to the mythology, Perseus slew Cetus to save Andromeda from being sacrificed to it. In a different story, Heracles slew Cetus to save Hesione. The term cetacean (for whale) derives from cetus. In Greek art, ceti were depicted as serpentine fish. The name of the mythological figure Ceto is derived from kētos. The name of the constellation Cetus also derives from this word.
Cetus (/ˈsiːtəs/) is a constellation, sometimes called 'the whale' in English. The Cetus was a sea monster in Greek mythology which both Perseus and Heracles needed to slay. Cetus is in the region of the sky that contains other water-related constellations: Aquarius, Pisces and Eridanus.
Wikipedia EL
Στην ελληνική γλώσσα, η λέξη "κήτος" (αρχαία ελληνική: κῆτος) υποδηλώνει ένα τεράστιο ψάρι ή ένα θαλάσσιο τέρας. Τα θαλάσσια τέρατα σκοτώθηκαν από τους μεγάλους ήρωες των αρχαίων Ελλήνων, Περσέα και Ηρακλή, που καθένα αναφέρεται ως "κήτος" στις αρχαίες ελληνικές πηγές. Το όνομα του μυθολογικού τέρατος Κήτος προέρχεται από τη λέξη "κῆτος", όπως επίσης και το όνομα του αστερισμού (Cetus).
Mantoulidis Etymological
(=μεγάλο θαλασσινό θηρίο, πελώριο ψάρι). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.