πρύμνα

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρύμνᾰ Medium diacritics: πρύμνα Low diacritics: πρύμνα Capitals: ΠΡΥΜΝΑ
Transliteration A: prýmna Transliteration B: prymna Transliteration C: prymna Beta Code: pru/mna

English (LSJ)

acc.
A -ᾰν Th.1.50, al., PCair.Zen.54.8 (iii B.C.); Ion. and Ep. πρύμνη (also in S.Ph.482, Ar.V.399 (anap.); both forms in Phryn.PSp.114 B.): ἡ:—prop. fem. of πρυμνός (sc. ναῦς), stern, poop, in Hom. mostly πρύμνη νηῦς in full, νηῒ πάρα πρύμνῃ, νηὸς ἄπο πρύμνης, Il.7.383, al., 15.435; ἐπὶ πρύμνῃ.. νηΐ 11.600; νηῒ ἐνὶ π. Od.2.417: pl., νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι Il.12.403; ἐπὶ π. νέεσσι 13.333; ἐπὶ πρύμνῃσιν (ναῦφι going before) 8.475; but also τῆς (sc. νηός) πρύμνη Od.13.84, cf. Pl.Phd. 58a, 58c; π. alone, Il.1.409, al.:—Phrases: πρύμνην ἀνακρούεσθαι Hdt.8.84; also metaph. of a man, Ar.l.c.; χωρεῖν πρύμναν retire, draw back, E.Andr.1120; ἐπείγει κατὰ πρύμναν, of a fair wind, S.Ph.1451 (anap.); κατὰ π. ἵσταται τὸ πνεῦμα Th.2.97; ἄγειν ἑαυτὴν ἐκ πρύμνης, metaph. of the soul, Dam.Pr.400.—Ships were generally drawn up on land by the stern, [νῆας] πεδίονδε εἴρυσαν, αὐτὰρ τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν Il.14.32; κατὰ πρύμνας καὶ ἀμφ' ἅλα ἔλσαι Ἀχαιούς 1.409; πρύμνας λῦσαι E.Hec.539.
2 metaph., π. πόλεος the Acropolis, A.Supp.345; also of the vessel of the State, Id.Th.2, 760 (lyr.); so ἐκ πρύμνης φρενός, prob. in Id.Supp.989.
II bottom, foot, π. Ὄσσας dub. in E.El.445 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 801] ἡ, ion. u. ep. πρύμνη, welche Form auch die ältern Attiker brauchten, vgl. Phryn. in B. A. 66, 23 u. Lob. Phryn. 331; eigtl. fem. von πρυμνός, statt πρυμνὴ ναῦς, das äußerste Hinterende des Schiffes, Schiffshintertheil, Schiffsspiegel; πρύμνη νηὸς ἀείρετο, Od. 13, 84; auch νηὸς ἀπὸ πρύμνης, Il. 15, 435; πρύμνης νεὸς ἥψατο, ib. 704; u. adjectivisch, νηῒ πάρα πρύμνῃ, 7, 383, wo man πρυμνῇ accentuirt erwarten sollte, vgl. 11, 600. 16, 286 Od. 2, 417. 12, 411; μὴ νηυσὶν ἐπὶ πρύμνῃσι μάχωνται, Il. 8, 475; ἐν πρύμνᾳ, Pind. P. 4, 194; ἁλίαισιν πρύμναις, Ol. 9, 73; übtr., ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Aesch. Spt. 2; ὃ καὶ περὶ πρύμναν πόλεως καχλάζει, 742, vgl. Suppl. 340; εἰς πρύμνην, Soph. Phil. 480. 1437, wie jetzt des Metrums wegen für πρύμναν geschrieben wird; Eur. oft; πρύμναν ἀνακρούεσθαι, rückwärts rudern, so daß das Vordertheil des Schiffes dem Feinde zugekehrt bleibt und das Hintertheil des Schiffes vorangeht, sich allmälig zurückziehen, ohne den Rücken zu kehren, Ar. Vesp. 397, wo der Schol. sagt ὅταν μετακαθίσαντες οἱ ἐρέται ἐλαύνοιεν ὀπίσω ἐπὶ τὴν πρύμναν u. anführt, daß dies bes. beim Einlaufen in den Hafen geschehe, damit das Schiff nachher, ohne umzuwenden, abfahren könne (vgl. κρούω u. Her. 8, 84), τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, Plat. Phaed. 58 ac; Folgde; ἕπεσθαί τινι κατὰ πρύμναν, Pol. 1, 49, 11; übh. Hintertheil, Hinterende von jedem Körper, Valck. Her. 8, 84.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
adj. f. qui est à l'extrémité inférieure, à l'arrière : ναῦς πρύμνη (ion.) IL, OD la partie du navire qui est à l'arrière, la poupe ; au pl. πρύμναι νῆες IL m. sign. ; subst. πρύμνη νηός OD poupe d'un navire ; κατὰ πρύμναν SOPH par derrière, en poupe ; avec vent arrière ; fig. πρύμνα πόλεος, la poupe de la ville, càd l'Acropole ESCHL, ou en gén. le vaisseau de l'État.
Étymologie: apparenté à πρέμνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρύμνᾰ -ης, ἡ, ep. en Ion. πρύμνη [~ πρυμνός] eig. fem.van adj. πρυμνός, achtersteven:; πρύμνη νηός de achtersteven van het schip Od. 13.84; κατὰ πρύμναν (met de wind) van achteren Soph. Ph. 1451; uitbr. schip:; πρύμνας λῦσαι de schepen losmaken Eur. Hec. 539; overdr.. χωρεῖ πρύμναν hij wijkt naar achteren Eur. Andr. 1120; π. πόλεος achtersteven van de stad (van altaar) Aeschl. Suppl. 345.

Russian (Dvoretsky)

πρύμνᾰ: эп.-ион. πρύμνη
1 (тж. ναῦς π. Hom.) корма (νηός Hom., Arst. etc.): κατὰ πρύμναν Soph. со стороны кормы;
2 перен. кормило: π. πόλεως Aesch. твердыня города, акрополь, тж. государственное кормило, т. е. управление государственными делами;
3 основание, подошва (πρύμναι Ὄσσας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πρύμνᾰ: ἡ, Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. πρύμνη (οὗτοςτύπος ἦν ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς χάριν τοῦ μέτρου, Σοφ. Φιλ. 482, Ἀριστοφ. Σφ. 399, ἀκριβῶς ὡς τόλμη ἀντὶ τόλμᾰ, πρβλ. Α. Β. 66. 23, Elmsl. Heracl. 19)· - κυρίως θηλ. τοῦ πρυμνὸς (ὑπονοουμένου τοῦ ναῦς), ὡς καὶ νῦν, τὸ ὄπισθεν μέρος πλοίου, Λατ. puppis, ἀντίθετον τῷ πρῷρα, Ὅμηρ., κλπ.· ὁ Ὅμ. ἐνίοτε ἔχει καὶ τὸ πλῆρες πρύμνη νηῦς (ὅτε καὶ θὰ ἥρμοζεν ὁ τονισμὸς πρυμνή, ὀξυτ. ὡς ἐν τῷ πρυμνός), νηὶ πάρα πρύμνῃ Ἰλ. Ζ. 383, Κ. 35, κτλ.· ἐπὶ πρύμνῃ... νηὶ Λ. 600· νηὶ ἐνὶ πρ. Ὀδ. Β. 417· καὶ ἐν τῷ πληθ. νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι Ἰλ. Μ. 403. ἐπὶ πρ. νέεσσι Ν. 333· ἐπὶ πρύμνῃσιν (προηγεῖται τὸ οὐσιαστ. ναῦφι) Θ. 475· ἂν καὶ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ καὶ πρύμνη νηὸς Ὀδ. Ν. 84, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58Α, C· ἐν ᾧ τὸ νηὸς ἄπο πρύμνης (Ἰλ. Ο, 435, πρβλ. 704, Ὀδ. Ν. 75) δύναται νὰ ληφθῇ καθ’ ἑκάτερον τρόπον. Ἰδιαίτεραι φράσεις: - ἐπὶ πρύμναν ἀνακρούομαι, κάμνω τὸ πλοῖον νὰ ὀπισθοχωρῇ χωρὶς νὰ στραφῇ (ἴδε ἐν λέξ. ἀνακρούω καὶ κρούω)· κατὰ Φώτ.: «πρύμναν ἀνακρούεσθαί ἐστι τὸ κατ’ ὀλίγον ὑπαναχωρεῖν μὴ στρέψαντες τὸ πλοῖον· ὁ γὰρ οὕτως ἀναχωρῶν ἐπὶ τὴν πρύμναν κωπηλατεῖ· τοῦτο δὲ ποιοῦσιν, ἵνα δόξωσι μὴ φανερῶς φεύγειν, κατ’ ὀλίγον ὑπαπιόντες»· οὕτω, χωρεῖν πρύμναν, ὀπισθοχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1120· ἐπείγει κατὰ πρύμναν, ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Σοφ. Φιλ. 1451· κατὰ πρ. ἵσταται τὸ πνεῦμα Θουκ. 2. 97· ἴδε ἐν λ. πρῷρα. - Τὰ πλοῖα συνήθως προσεδένοντο ἢ ἀνειλκύοντο εἰς τὴν ξηρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης. Ἰλ. Ξ. 32, πρβλ. Α. 409, κτλ.· ὅθεν, πρύμνας λῦσαι Εὐρ. Ἑκ. 539· πρβλ. πρυμνήσιος, πρυμνήτης, πρυμνοῦχος. 2) μεταφορ., πρ. πόλεος, ἡ Ἀκρόπολις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ τὸ σκάφος τῆς πολιτείας, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 2 καὶ 760· πρβλ. πρυμνήτης· - οὕτως, ἐν πρύμνῃ φρενός, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμανν. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989. ΙΙ. καθόλου, τὸ κάτω μέρος, πρ. Ὄσσας, οἱ πρόποδες τοῦ ὄρους Ὄσσης, Εὐρ. Ἠλ. 443· πρβλ. πρυμνώρεια, πρυμνός.

English (Strong)

feminine of prumnus (hindmost); the stern of a ship: hinder part, stern.

English (Thayer)

πρύμνης, ἡ (feminine of the adjective πρυμνός, πρύμνῃ, πρυμνόν, last, hindmost; used substantively with recessive accent; (cf. Winer's Grammar, 22)), from Homer down, the stern or hinder part of a ship: πρῷρα, Acts 27:41.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. πρύμνη.

Greek Monotonic

πρύμνᾰ: ἡ, Ιων. πρύμνη, θηλ. του πρυμνός (ενν. ναῦς
I. 1. το πίσω μέρος ενός πλοίου, πρύμνη, Λατ. puppis, σε Όμηρ. κ.λπ.· μερικές φορές ο Όμηρ. το έχει επίσης πλήρες, νηὶπάρα πρύμνῃ, ἐπὶ πρύμνῃ νηΐ, νηῒ ἐνὶ πρ., κα σε πληθ., νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι· παρόλο που έχει επίσης, πρύμνη νηός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ πρύμνην ἀνακρούεσθαι, κάνω το πλοίο να οπισθοχωρήσει, χωρίς να στραφεί (βλ. ἀνακρούω II)· ομοίως, χωρεῖν πρύμναν, αποσύρομαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Ευρ.· ἐπείγει κατὰ πρύμναν, λέγεται για ούριο άνεμο, σε Σοφ.· κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ πνεῦμα, σε Θουκ.· τα πλοία συνήθως προσδένονταν ή ανασύρονταν στην ξηρά από την πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, πρύμνας λῦσαι, σε Ευρ., πρβλ. πρυμνήσιος·
2. μεταφ., το σκάφος της πολιτείας, σε Αισχύλ.
II. γενικά, το κάτω μέρος, πρ.Ὄσσας, οι πρόποδες του όρους της Όσσας, σε Ευρ.

Middle Liddell

πρύμνα, ης, ἡ, [fem. of πρυμνός
I. (sub. ναῦσ) the hindmost part of a ship, the stern, poop, Lat. puppis, Hom., etc.; he sometimes has it in full, νηὶ πάρα πρύμνῃ, ἐπὶ πρύμνῃ νηί, νηὶ ἐνὶ πρ., and in plural, νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι; though he also has πρύμνη νηός Od.:— ἐπὶ πρύμνην ἀνακρούεσθαι to back a ship (v. ἀνακρούω II); so, χωρεῖν πρύμναν to retire, draw back, Eur.; ἐπείγει κατὰ πρύμναν, of a fair wind, Soph.; κατὰ πρ. ἵσταται τὸ πνεῦμα Thuc.—Ships were fastened or drawn up on land by the stern, Il.: hence, πρύμνας λῦσαι Eur.; cf. πρυμνήσιος.
2. metaph. of the vessel of the State, Aesch.
II. generally the bottom, πρ. Ὄσσας the foot of mount Ossa, Eur.

Chinese

原文音譯:prÚmna 普淋那
詞類次數:名詞(3)
原文字根:船尾
字義溯源:船尾,船之後部;源自(πρύμνα)X*=最後方的)
出現次數:總共(3);可(1);徒(2)
譯字彙編
1) 船尾(3) 可4:38; 徒27:29; 徒27:41

English (Woodhouse)

hind part of a ship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό πίσω μέρος τοῦ πλοίου). Ἀπό τό πρυμνός (=τελευταῖος).
Παράγωγα: πρύμνηθεν, πρυμνήσιος, πρυμνήτης, πρυμνόθεν.

Lexicon Thucydideum

puppis, stern (of ship), 2.83.5, 2.97.1,
navem retro inhibere, to backwater (of a ship), 1.50.5. 1.51.2. 1.54.2. 3.78.3. 7.40.1. 7.70.8.