σφαιροειδής

From LSJ

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιροειδής Medium diacritics: σφαιροειδής Low diacritics: σφαιροειδής Capitals: ΣΦΑΙΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sphairoeidḗs Transliteration B: sphairoeidēs Transliteration C: sfairoeidis Beta Code: sfairoeidh/s

English (LSJ)

σφαιροειδές,
A globular, spherical, Hp.Aër.14, Pl.Ti.33b, 63a, Euc.Phaen.p.4 M., Chrysipp.Stoic.2.224, etc.; of the rounded end of a lance, X.An.5.4.12. Adv. σφαιροειδῶς D.L.7.158, etc.
2 = σφαιρικός 1.2, Theo Sm.p.38 H.
II τὸ σφαιροειδές = spheroid, Archim.Con.Sph.Praef.p.252 H., al.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à une sphère.
Étymologie: σφαῖρα, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιροειδής -ές [σφαῖρα, εἶδος] bolvormig:. ὄπισθεν τοῦ ξύλου σφαιροειδές bolvormig aan de achterkant van de schacht (d.w.z. met een knop of bal aan het uiteinde) Xen. An. 5.4.12.

German (Pape)

ές, kugelartig, kugelförmig; Plat. Tim. 62d, 63a; Xen. An. 5.4.12; Sp., wie Luc. V.H. 1.10.

Russian (Dvoretsky)

σφαιροειδής: шарообразный Xen., Plat., Arst. etc.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές
στερεό του οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα της σφαίρας
νεοελλ.
1. (πετρογρ.) (για σφαιρουλίτη) αυτός του οποίου τα συστατικά έχουν συγκεντρική διάταξη
2. φρ. α) «σφαιροειδής άρθρωση»
ανατ. ωοειδής άρθρωση, το αρσενικό στοιχείο της οποίας θα μπορούσε να περιγραφεί σαν τμήμα ελαφρά παραμορφωμένης σφαίρας που επιτρέπει την προς διάφορες κατευθύνσεις αιώρηση ενός από τα οστά που μετέχουν, καθώς και την περιστροφή του ως προς άλλο, άρθρωση που είναι η μόνη η οποία επιτρέπει τρεις τύπους κίνησης
β) «σφαιροειδής υπεροχή»
(γεωδ.) η ποσότητα κατά την οποία το άθροισμα τών γωνιών ενός σφαιρικού τριγώνου υπερβαίνει τις 180°
γ) «σφαιροειδής υφή»
(πετρογρ.) i) περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται για πετρώματα στα οποία η αποσάθρωση έχει επιφέρει τον σχηματισμό σφαιρικών λίθων στην επιφάνειά τους
ii) όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή πετρωμάτων με υφή η οποία αποτελείται από σφαιροειδή ή ελλειψοειδή σώματα ορυκτών που εκτείνονται σε ολόκληρο το πέτρωμα
(αρχ) (για αριθμό) αυτός που καθορίζει την αποκατάσταση πλανήτη στη θέση την οποία κατείχε στη σφαίρα, αλλ. σφαιρικός.
επίρρ...
σφαφοειδώς / σφαιροειδῶς ΝΜΑ
με σφαιροειδή τρόπο, σαν σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -ειδής].

Greek Monotonic

σφαιροειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με, που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιρικός, στρογγυλός, σε Πλάτ. σφαιροειδές, τό, στρογγυλεμένη απόληξη, στρογγυλεμένο άκρο (πρβλ. σφαιρόω II), σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σφαῖραν, σφαιρικός, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 289. Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 2, 3, Πλάτ. Τίμ. 33Β, 63Α, κλπ.· σφαιροειδές, ἀπεστρογγυλωμένον ἄκρον (πρβλ. σφαιρόω ΙΙ), Ξεν. Ἀν. 5. 4, 12. - Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 7. 158, κλπ. ΙΙ. τὸ σφαιροειδές, τὸ σφαιρικόν, Ἀρχιμήδ.

Middle Liddell

σφαιρο-ειδής, ές εἶδος
ball-like, spherical, Plat.; σφαιροειδές, τό, a rounded end (cf. σφαιρόω II), Xen.

Translations

spherical

Arabic: كُرَوِيّ; Armenian: գնդաձեւ; Assamese: ঘূৰণীয়া, গোল, টুপুৰা; Asturian: esféricu; Bulgarian: сферичен, кълбовиден; Burmese: လုံး; Catalan: esfèric; Chinese Mandarin: 球形的, 球面的; Czech: kulovitý; Danish: sfærisk; Dutch: bolvormig; Esperanto: sfereca; Estonian: sfääriline; Finnish: pallomainen, pyöreä; French: sphérique; Galician: esférico; Georgian: სფერული; German: kugelförmig, sphärisch, kugelig; Greek: σφαιρικός; Ancient Greek: περίκυκλος, σφαιρικός, σφαιροειδής, σφαιρόμορφος; Hungarian: gömbölyű; Indonesian: bulat; Irish: sféarúil; Italian: sferico; Latin: globosus; Norwegian Bokmål: sfærisk; Nynorsk: sfærisk; Occitan: esferic; Ottoman Turkish: یومرو, طوپاق; Pashto: غونډ; Plautdietsch: runt; Polish: sferyczny, kulisty; Portuguese: esférico; Romanian: sferic; Russian: сферический; Scots: spherical; Spanish: esférico; Sundanese: buleud; Swedish: sfärisk, klotformad; Tagalog: timbulugin, timbulog; Ukrainian: сферичний, кулястий