ἐμφύω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
A implant, θεὸς δέ μοι ἐν φεσὶν οῐμας παντοίας ἐνέφυσεν planted them in my soul, Od.22.348; ἐμφῦσαι ἔρωτά τινι X.Mem.1.4.7; νόον τινί Eleg. ap. Ath.7.337f, cf. Ph.1.631,al.
II Pass., with pf. ἐμπέφῡκα and aor. 2 ἐνέφῡν: pf. subj. ἐμπεφύῃ Thgn.396:
1 grow in or grow on, τινί, ὅθι τε τρίχες ἱππων κρανίῳ ἐμπεφύασι (Ep. for ἐμπεφύκασι) Il.8.84; τὰ ἐμφυόμενα Hp.Aër.5; ἐμφύεσθαι ἐν (νήσῳ) Hdt.2.156: hence of qualities, φθόνος ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ is implanted in him, Id.3.80; ᾧ (sc. μάντει) τἀληθὲς ἐμπέφυκεν S.OT299; τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί Id.OC1488; πάντ' ἐμπέφυκε τῷ γήρᾳ κακά Id.Fr.949; τὸ μῶρον γυναιξὶν ἐμπέφυκε E.Hipp.967; οὐδεὶς Χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι is set by nature on the body, Id.Med.519; κακία τῇ πόλει ἐμφύεται X.Mem.3.5.17, etc.: the pf. part. abs., innate, νόσημα πόλεως ἐ. Pl. Lg.736a, cf. 863b.
2 to be rooted in, cling closely, ὣς ἔχετ' ἐμπεφῠυῖα (Ep. part.) she hung on clinging, Il.1.513; ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ Χειρί clung fast to his hand, clasped his hand tight, as a warm greeting, 6.253, etc.; ἔφυν ἐν Χερσί Od.10.397; ἐν Χείρεσσι φύοντο 24.410; so χεῖρες.. ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖσι ἐπισπαστῆρσι stuck fast to the handles, Hdt.6.91; ἐμφύντε τῷ φύσαντι S.OC1113, cf.E.Ion891 (anap.); ὀδὰξ ἐν Χείλεσι φύντες biting the lips hard, in suppressed anger, Od.1.381, 18.410, 20.268 (so ἐμφῦσαι ὀδόντας to fix the teeth in, Ael.NA14.8); ἀμὺξ ἐμφῦναι Nic.Th.131: c. gen., D.H.11.31 (s.v.l.): abs., ἐμφύς Hdt.3.109; ἐμφὺς ὡς βδέλλα Theoc.2.56; ἐμπεφυκὼς πόνος fixed pain, Archig. ap. Gal.8.110.
3 metaph., cling to, ταῖς ἐλπίσι καὶ ταῖς παρασκευαῖς Plu.2.342c; τοῖς ἠθικοῖς καὶ πολιτικοῖς δόγμασι Id.Cat.Mi. 4; τοῖς πολεμίοις Id.Nic.14; τὴν πόλιν ἀφέντας -φῦναι ταῖς ναυσίν Id.Them.9.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ind. 3a plu. ἐμπεφύασι Il.8.84, subj. 3a sg. ἐμπεφύῃ Thgn.396, part. fem. ἐμπεφυυῖα Il.1.513]
A tr.
1 c. ac. de abstr. implantar, infundir θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν un dios implantó en mi mente toda clase de cantos, Od.22.348, ταῖς γειναμέναις ἔρωτα τοῦ ἐκτρέφειν X.Mem.1.4.7, τί δ' ἂν θέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῦσαι φρενί; S.OC 1488, αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν Lyr.Eleg.Adesp.19W., cf. Ph.1.631.
2 apretar firmemente, clavar ὀδόντας en la presa, Ael.NA 14.8.
B intr., en v. med.-pas., perf. y aor. rad. act.
I 1crecer, desarrollarse c. dat. o constr. prep. ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι allí donde las crines delanteras crecen en el cráneo de los caballos, Il.8.84, c. constr. prep. ἐμπεφύκασι δ' ἐν αὐτῇ (τῇ νήσῳ) φοίνικες Hdt.2.156, χρὴ κορυδαλλίσι ... ἐμφῦναι λόφον Simon.33, c. giro prep. ὁ ... ὀμφαλὸς πρῶτον ἐν μήτρῃσιν ... ἐμφύεται Democr.B 148, ἐμφύονται δ' ἐν ἐνίοις τῶν ὀστρακοδέρμων καρκίνοι λευκοί Arist.HA 547b25
•part. subst. τὰ ἐμφυόμενα los seres que allí crecen Hp.Aër.5
•tb. c. suj. de abstr. ἐλπίς ... ἥ τε νέων στήθεσιν ἐμφύεται Semon.1.5, cf. Thgn.l.c., φθόνος δὲ ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ Hdt.3.80.
2 en perf. tener lugar, darse, hallarse en, ser innato, ser connatural a c. dat. πάντ' ἐμπέφυκε τῷ ... γῆρᾳ κακά S.Fr.949, ᾧ (μάντει) τἀληθὲς ἐμπέφυκεν S.OT 299, cf. E.Hipp.967, cf. Andr.93, Med.519
•part. innato νόσημα πόλεως ἐμπεφυκός Pl.Lg.736a, cf. 863b, ἐμπεφυκὼς πόνος dolor que se ha hecho connatural, e.e. crónico Archig. en Gal.8.110.
II 1sujetarse firmemente, clavarse c. dat. ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες mordiéndose los labios por rabia o envidia Od.1.381, 18.410 (tm.), οἱ ὀδόντες ... ἐμφύονται θηρίου δίκην οἷς ἐμπελάσωσιν Gr.Nyss.Beat.156.17.
2 asirse, agarrarse, cogerse de la mano en el saludo ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί asióle la mano, Il.6.253 (tm.), ἔφυν τ' ἐν χερσί Od.10.397, ἐν χείρεσσι φύοντο Od.24.410
•en gener. agarrarse ὣς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα se asía así agarrada, Il.1.513, ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δείρης καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ una serpiente, Hdt.3.109, ἐμφὺς ὡς βδέλλα adhiriéndote como una sanguijuela Theoc.2.56, c. dat. αἱ χεῖρες ... ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖσι ἐπισπαστῆρσι las manos permanecían agarradas a las argollas Hdt.6.91
•agarrarse, abrazarse a c. dat. ἐμφύντε τῷ φύσαντι abrazándoos las dos a vuestro padre S.OC 1113, cf. E.Io 891, c. gen. ἐμφύεταί τε αὐτῆς (τῆς κόρης) D.H.11.31.
III fig.
1 aferrarse, agarrarse a c. dat. ἐμφῦναι ταῖς ναυσίν Plu.Them.9, τοῖς πολεμίοις ἐμφύς enzarzándose con los enemigos Plu.Nic.14.
2 dedicarse, consagrarse a c. dat. τοῖς ἠθικοῖς ... καὶ πολιτικοῖς ἐνεφύετο δόγμασι Plu.Cat.Mi.4, cf. 2.342c.
German (Pape)
[Seite 821] (s. φύω), 1) einpflanzen, (durch die Geburt) einflößen; θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Od. 22, 348, neben αὐτοδίδακτός εἰμι, ein Gott hat mir Gesangweisen eingepflanzt; vgl. αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν, p. bei Ath. VIII, 337 f; ἐμφῦσαι λογισμόν, ἔρωτά τινι, Xen. Mem. 1, 4, 7. 4, 3, 11; Sp.; τοὺς ὀδόντας, d. i. die Zähne fest einbeißen, Ael. H. A. 14, 8. – 2) Häufiger med. mit perf. (ἐμπέφυκα, ἐμπεφύασι, auch ἐμπέφυε, Theogn. 396) u. aor. II. act., angeboren werden, darin entstehen, u. im perf. angeboren, angeschaffen sein; τρίχες κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; darin wachsen, ἐμπεφύκασι ἐν αὐτῇ φοίνικες Her. 2, 156. Gew. übertr., a) festhalten; Θέτις ὡς ἥψατο γούνων, ὥς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα, gleichsam angewachsen, Il. 1, 513; oft ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, er faßte ihn fest bei der Hand, drückte ihm die Hand; auch ἐν χείρεσσι φύοντο, Od. 24, 409 (vgl. ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, die Lippen fest einbeißen); u. so Tragg., ἐμφὺς λευκοῖς καρποῖς χειρῶν Eur. Ion 891; u. allgemeiner, ἐμφύντε τῷ φύσαντι Soph. O. C. 1115, d. i. fest umschlingen; sp. D., wie ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις βδέλλα, fest angesogen, Theocr. 2, 56; Nic. Th. 131; οὔλῳ γὰρ στομίῳ ἐμφύεται 233. Auch in Prosa, χεῖρες ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖς ἐπισπαστῆρσι Her. 6, 91, vgl. 3, 109; ἐνεφύοντο ἀλλήλοις καὶ κατεφίλουν, sie umarmten sich, Plut. Fab. 13; ἐμφῦναι καὶ δακεῖν de cohib. ira 10; ἐμπεφυκότες ὀδόντες Ael. H. A. 14, 8; auch geistig, an Etwas festhalten, τῷ ῥήματι, ταῖς ἐλπίσι, Plut. def. orac. 3 Alex. fort. II, 11; τοῖς δόγμασι Cat. min. 4; ἐμφῦναι ταῖς ναυσίν, sich fest darauf verlassen, Them. 9. – b) von geistigen u. sittlichen Anlagen u. Zuständen; μάντει τἀληθὲς ἐμπέφυκεν ἀνθρώπων μόνῳ Soph. O. R. 299; τί δ' ἂν θέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί; O. C. 1485; τὸ μωρὸν γυναιξὶν ἐμπέφυκε Eur. Hipp. 967; φθόνος ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ Her. 3, 80; ἐμφύσεται τὸ τῆς ἀνδρίας ἦθος Plat. Legg. VIII, 836 d; Xen. Cyr. 5, 2, 32; neben ἐγγίγνεται Mem. 3, 5, 17.
French (Bailly abrégé)
I. tr. (prés., impf., fut. et ao.);
1 faire naître dans : ἐ. τινὶ ἐν φρεσίν OD faire naître qch dans l'esprit de qqn ; ἐ. ἔρωτά τινι XÉN inspirer de l'amour à qqn;
2 enraciner ; fixer dans : ὀδόντας ÉL tenir les dents enfoncées dans;
II. intr. (ao.2 ἐνέφυν, pf. ἐμπέφυκα, et Moy.);
1 naître dans : ὅθι τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι IL là où pousse, sur la tête, la crinière des chevaux ; ἐμπεφύκασιν ἐν αὐτῇ φοίνικες HDT dans ce pays poussent des palmiers ; fig. en parl. de sentiments naître ou se développer dans, être naturel à, τινι;
2 être comme enraciné dans, tenir fortement à : ὥς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα IL elle se tenait ainsi attachée (à ses genoux) ; abs. ἐμφύς HDT fixé dans, etc. ; fig. ἐλπίσι PLUT, δόγμασι PLUT s'attacher ou être attaché à des espérances, à des opinions.
Étymologie: ἐν, φύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφύω: (к med.: aor. 2 ἐνέφυν, pf. ἐμπέφυκα)
1 досл. взращивать, перен. вкладывать, внедрять, внушать (οἴμας ἐν φρεσίν τινι Hom.; ἔρωτά τινι Xen.);
2 med. (в чем-л., на чем-л. или из чего-л.) вырастать, расти, произрастать (κιττὸς ὥσπερ ἐν ξόλῳ ἐμφύς Arst.; ἐμπεφύκασι ἐν αὐτῇ sc. νήσῳ - δένδρεα πολλά Her.): ὅθι πρῶται τρίχες ἐμπεφύασι Hom. там, где начинается (у лошадей) грива;
3 med. зарождаться, возникать, развиваться (θρῖπες ἐμφύονται τοῖς ἁπαλοῖς ξύλοις Plut.);
4 med. (преимущ. aor. и pf.) быть врожденным, присущим (τινί Her., Eur.; ὁ ἐμφυόμενος ἡμῖν τοῦ θανάτου φόβος Plut.): πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπεφυκώς Plut. чувствующий природное влечение к философии;
5 med. (aor. и pf.) прижаться, прильнуть, ухватиться (ἐμφὺς οὐκ ἀνίει Her.; ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις βδέλλα Theocr.): ἔχετ᾽ ἐμπεφυυῖα Hom. она припала (к коленям Зевса); ταῖν χεροῖν ἐμπεφυκώς Plut. уцепившись обеими руками; ἐμφῦναι ταῖς ναυσίν Plut. прибегнуть к флоту; ταῖς κώπαις ἐμφύντες Plut. ухватившись за весла: τοῖς πολεμίοις ἐμφῦναι Plut. преследовать врагов по пятам; ἐμφῦναι τοῖς Μακεδόνων πράγμασιν Plut. вмешаться в македонские дела;
6 med. быть привязанным, крепко держаться (τοῖς πολιτικοῖς δόγμασι Plut.): ταῖς ἐλπίσιν ἐμπεφυκώς Plut. окрыленный надеждами.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφύω: μέλλ. -φύσω: - ἐμφυτεύω, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Ὀδ. Χ. 348· ἐμφῦσαι ἔρωτά τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7· νόον τινὶ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 337F· ἴδε ἐν τέλει. ΙΙ. παθ. μετὰ πρκμ. ἐμπέφῡκα, καὶ ἀόρ. β΄ ἐνέφῡν· ὑποτακτ. πρκμ. ἐμπεφύῃ ἐν Θεόγνιδι 396. 1) φύομαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ὡς, ὅθι τε τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι (Ἐπ. ἀντὶ ἐμπεφύκασι) Ἰλ. Θ. 84· τὰ ἐμφυόμενα τόπῳ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· ἐμφύεσθαι ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 156: - ἐντεῦθεν ἐπὶ τῶν φύσει ἐνυπαρχόντων, φθόνος ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ, ἐμφυτεύεται εἰς αὐτόν, ὁ αὐτ. 3. 80· ᾧ μάντει τἀληθὲς ἐμπέφυκεν Σοφ. Ο. Τ. 299· τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενὶ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1488· πάντ’ ἐμπέφυκε τῷ γήρᾳ κακὰ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 500· τὸ μωρὸν γυναιξὶν ἐμπέφυκεν Εὐρ. Ἱππ. 967· οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι, ἐνεφυτεύθη ὑπὸ τῆς φύσεως εἰς τὸ σῶμα, ὁ αὐτ. Μήδ. 525· κακίᾳ τῇ πόλει ἐμφύεται Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 17, κτλ.: - ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἀπολ. σχεδὸν ὡς τὸ ἔμφυτος, ἐκ φύσεως, φυσικός, Πλάτ. Νόμ. 736Α, 863Β. 2) προσκολλῶμαι εἴς τι, Θέτις δ’ ὡς ἥψατο γούνων, ὡς ἔχετ’ ἐμπεφῠυῖα (Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐμπεφῡκυῖα) ἔμεινε προσκεκολλημένη, Ἰλ. Α. 513· ἔν τ’ ἄρα οἱ φῦ χειρί, «ἔνεφυ δ’ οὖν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, ἤτοι περιέλαβεν αὐτοῦ τὴν χεῖρα» (Θ. Γαζῆς), ἔσφιγξεν αὐτὴν ὡς σημεῖον ἐγκαρδίου ὑποδοχῆς, Ζ. 253, κτλ.· ἔφυν ἐν χερσὶ Ὀδ. Κ. 397· ἐν χείρεσσι φύοντο Ω. 410· οὕτω, χεῖρες... ἐμπεφυκυῖαι... τοῖς ἐπισπαστῆρσι, προσκεκολλημέναι εἰς τὰ ῥόπτρα ἢ τὰς λαβὰς (τῆς θύρας), Ἡρόδ. 6. 91· ἐμφύντε τῷ φύσαντι Σοφ. Ο. Κ. 1113, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 891· οὕτω καί, ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, «ἐνδακόντες τὰ χείλη, ὅπερ ἐστὶ σχῆμα θάμβους καὶ ἀπορίας» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 381, Σ. 410, Υ. 268· (οὕτως, ἐμφῦσαι ὀδόντας, ἐμπῆξαι τοὺς ὀδόντας, Αἰλ. π. Ζ. 14. 8)· προσκολληθῆναι διὰ τῶν ὀδόντων, Νικ. Θηρ. 131· ἀπολύτ., προσκολλῶμαι, ἐμφὺς Ἡρόδ. 3. 109· ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις... βδέλλα Θεόκρ. 2. 56. 3) μεταφ., μένω προσκεκολλημένος εἴς τι, ταῖς ἐλπίσι καὶ ταῖς παρασκευαῖς Πλούτ. 2. 342C· τοῖς πολιτικοῖς δόγμασι ὁ αὐτ. Κάτων Νεώτ. 4· τοῖς πολεμίοις ὁ αὐτ. Νικ. 14, κτλ.
English (Autenrieth)
aor. ἐνέφῦσε, perf. 3 pl. ἐμπεφύᾶσι, part. fem. ἐμπεφυυια: trans. (aor. 1 act.), implant, metaph., θεός μοι ἐν φρεσὶν οἴμᾶς, Od. 22.348; intrans., grow in or upon, τρίχες κρᾶνίῳ, Il. 8.84; fig., ἐμπεφυυῖα, ‘clinging closely,’ Il. 1.513.
Greek Monolingual
(AM ἐμφύω)
1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι
2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.)
μσν.
1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει
2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά
3. γίνομαι, καθίσταμαι
αρχ.
1. εμβάλλω, εμφυτεύω
2. φυτρώνω πάνω σε κάτι («ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι», Ομ. Ιλ.)
3. μτφ. είμαι έμφυτος
4. γεννιέμαι, αναπτύσσομαι
5. παίρνω το μέρος κάποιου, πρόσκειμαι σε κάποιον ευνοϊκά
6. μέσ. προσκολλώμαι πνευματικά κάπου, πρόσκειμαι
7. (η μτχ, παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐμπεφυκὼς, -υῖα, -ός
έμφυτος
8. φρ. α) «ἐμπεφυκὼς πόνος» — σταθερός πόνος
β) «ὀδὰξ ἐμφύομαι» — χώνω βαθιά τα δόντια, δαγκώνω δυνατά.
Greek Monotonic
ἐμφύω: μέλ. -φύσω (ἐν)·
I. εμφυτεύω, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
II. Παθ., με παρακ. ἐμπέφῡκα και αόρ. βʹ ἐνέφῡν,
1. φυτρώνω μέσα σε ή πάνω σε, με δοτ., ὅθι τρίχες κρανίῳ ἐμπεφύασι (Επικ. αντί ἐμπεφύκασι), σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ιδιότητες, φθόνος ἐμφύεται ἀνθρώπῳ, εμφυτεύεται σε αυτόν, σε Ηρόδ.· οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι, κανένα σημάδι δεν αποτυπώθηκε, κληρονομήθηκε από τη φύση πάνω στο σώμα, σε Ευρ.
2. εμφυτεύομαι, ριζώνω, προσκολλώμαι, πιάνομαι γερά πάνω σε κάτι, ὣς ἔχετ' ἐμπεφῠυῖα (Επικ. αντί ἐμπεφῡκυῖα), παρέμεινε προσκολλημένη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔφυν ἐν χερσίν, προσκολλημένο στο χέρι του, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμφὺςὡς βδέλλα, εφαρμοστός, κολλημένος σαν βδέλλα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
fut. -φύσω [ἐν]
I. to implant, τί τινι Od., Xen.
II. Pass., with perf. ἐμπέφῡκα and aor2 ἐνέφῡν;
1. to grow in or on, c. dat., ὅθι τρίχες κρανίῳ ἐμπεφύασι (epic for ἐμπεφύκασἰ Il.:—of qualities, φθόνος ἐμφύεται ἀνθρώπῳ is implanted in him, Hdt.; οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι no mark is set by nature on the body, Eur.
2. to be rooted in, cling closely, ὣς ἔχετ' ἐμπεφῠυῖα (epic for ἐμπεφῡκυῖἀ she hung on clinging, Il.; ἔφυν ἐν χερσί clung to his hand, Od.; ἐμφὺς ὡς βδέλλα clinging like a leech, Theocr.