ῥαίω

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαίω Medium diacritics: ῥαίω Low diacritics: ραίω Capitals: ΡΑΙΩ
Transliteration A: rhaíō Transliteration B: rhaiō Transliteration C: raio Beta Code: r(ai/w

English (LSJ)

poet. subj.
A ῥαίῃσι Od.5.221: fut. ῥαίσω (διαρ-) 2.49; Ep. inf. ῥαισέμεναι (v.l. ῥαίσεσθαι) 8.569: aor. ἔρραισα, subj. ῥαίσῃ 23.235:—Pass., fut. (in med. form) ῥαίσομαι (διαρ-) Il.24.355: aor. ἐρραίσθην 16.339:—break, shiver, shatter, ῥ. νῆα wreck a ship, Od.8.569, 13.151, 23.235; ῥ. τινά cause one to suffer shipwreck, 5.221:—in Pass., ῥαιόμενος suffering shipwreck, 6.326; νηῦς ῥαισθεῖσα A.R.2.1112; also φάσγανον ἐρραίσθη it was shivered, Il.16.339; τῷ κέ οἵ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος.. ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ his brain would be dashed on the ground throughout the cavern, Od.9.459; so αἰὼν δι' ὀστέων ἐρραίσθη the marrow spurted through the bones, Pi.Fr.111.
II generally, destroy, A.R.1.617:—Pass., to be broken down, crushed by suffering, ὅταν.. ῥαισθῇ A.Pr.191, AP7.529 (Theodorid.), etc. (anap.), cf. S.Tr.268.

German (Pape)

[Seite 833] aor. pass. ἐῤῥαίσθην, zerstören, zerbrechen, zertrümmern; νῆα, Od. 5, 221. 23, 235 u. öfter, das Schiff scheitern lassen; dah. ῥαιόμενος, der Gescheiterte, Schiffbrüchige, 6, 326, wo darauf folgt ὅτε μ' ἔῤῥαιε Ἐννοσίγαιος; φάσγανον ἐῤῥαίσθη, Il. 16, 339; ἐγκέφαλος ῥαίοιτο διὰ σπέος πρὸς οὔδεϊ, möchte sein Gehirn durch die Höhle hin gegen den Boden geschmettert werden, Od. 9, 459, αἰὼν ἐῤῥαίσθη, Pind. frg. 77, 3; übh. ins Verderben stürzen, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ, Aesch. Prom. 189; δοῦλος ἀνδρὸς ὡς ἐλευθέρου ῥαίοιτο, Soph. Trach. 267; Hesych. erkl. φθείροιτο, geplagt, gemißhandelt werden; sp. D.: ναῦς ῥαισθεῖσα, An. Rh. 2, 1113, tödten, 1, 617; u. in der Anth.

French (Bailly abrégé)

impf. ἔρραιον, f. ῥαίσω, ao. ἔρραισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραίσθην;
1 briser (un vaisseau, une arme, etc.) acc. ; en parl. de pers. ruiner par un naufrage ; Pass. être naufragé ; fig. briser de souffrances;
2 maltraiter, outrager.
Étymologie: R. Ϝραγ briser ; cf. ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ῥαίω: (эп. inf. ῥαισέμεναι)
1 разбивать, ломать, сокрушать (νῆα Hom.): φάσγανον ἐρραίσθη Hom. меч сломался;
2 насылать кораблекрушение, топить (τινὰ ἐνὶ πόντῳ Hom.): ῥαιόμενος Hom. потерпевший кораблекрушение;
3 перен. гнуть, покорять, угнетать Aesch., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαίω: ποιητ. ὑποτ. ῥαίῃσι Ὀδ. Ε. 221· μέλλ. ῥαίσω (διαρ-) Ὅμ., Ἐπικ. ἀπαρ. ῥαισέμεναι Ὀδ. Θ. 569: ἀόρ. ἔρραισα, ὑποτακτ. ῥαίσῃ Ψ. 235 ― Παθ., μέλλ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ῥαίσομαι (διαρ-) Ἰλ. Ω. 355: ἀόρ. ἐρραίσθην Ὅμ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ῥήγνυμι, πρβλ. ῥαιβός). Θραύω, συντρίβω, κατασυντρίβω, ῥ. νῆα, κατασυντρίβω πλοῖον. Ὀδ. Θ. 569, Ν. 151, Ψ. 235 ῥ. τινα, ἐπιφέρω ναυάγιον εἴς τινα, Ε. 221. ― ἐν τῷ παθ., ῥαιόμενος, ὁ ναυαγῶν, Ὀδ. Ζ. 326· ναῦς ῥαισθεῖσα Ἀπολλ. Ρόδ. Β 1113· ὡσαύτως, φάσγανον ἐρραίσθη, ἐθραύσθη, συνετρίβη, Ἰλ. Π. 339· τῷ κὲ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ... ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, ὁ ἐγκέφαλός του ἤθελε σκορπισθῆ κατὰ γῆς καθ’ ὅλον τὸ σπήλαιον, Ὀδ. Ι. 459 (ὁ Εὐρ. τὴν ἔννοιαν ταύτην ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥαίνω, ἴδε ῥαίνω ΙΙ)· οὕτως, αἰὼν δι’ ὀστέων ἐρραίσθη ὁ νωτιαῖος μυελὸς ἐξῆλθεν ὁρμητικῶς ἐκ τῶν ὀστῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 77. ΙΙ. καθόλου καταστρέφω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α 617, Ἀνθ. Π. 7. 529, κτλ. ― Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι ἐκ τῶν παθημάτων, ὅταν ... ῥαισθῇ Αἰσχύλ. Πρ. 189, πρβλ. Σοφ. Τρ. 268.

English (Autenrieth)

fut. inf. ῥαισέμεναι, aor. subj. ῥαίσῃ, inf. ῥαισαι, pass. pres. opt. ῥαίο- ιτο, aor. ἐρραίσθη: shatter, dash (in pieces), πρὸς οὔδεϊ, Od. 9.459; ‘wreck,’ Od. 6.326, Od. 5.221.

English (Slater)

ῥαίω shatter αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη (codd.: ἐραίσθη Christ) fr. 111. 5.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.)
2. προκαλώ ναυάγιο
3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω
4. παθ. ῥαίομαι
καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι
5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος
ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ο φωνηεντισμός του ρ. θυμίζει τα: παίω, πταίω ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥαίω είναι προϊόν συμφυρμού τών ρ. ῥήγνυμι και παίω. Προβλήματα γεννά επίσης το -σ-τών συνθ. σε -ραίστης και τών ρηματ. επιθ. ῥαιστήρ/ ῥαίστωρ, ενώ τα σύνθ. σε -ραίστης εμφανίζουν και μορφή -ραϊστής (πρβλ. θυμοραϊστής). Η δισυλλαβία μάλιστα -ραϊ- του -ραι- μαρτυρείται και στον μυκην. τ. warawita (= FραFιτα ή FραFιστα) ενώ και τα ίδια τα δεδομένα της Μυκηναϊκής γεννούν προβλήματα ως προς την παρουσία και απουσία αρκτικού w/F στους τ. warawita και opiratere (= ὀπιραιστήρες, βλ. λ. ῥαιστήρ)].

Greek Monotonic

ῥαίω: ποιητ. γʹ ενικ. υποτ. ῥαίῃσι, μέλ. ῥαίσω, Επικ. απαρ. ῥαισέμεναι· αόρ. αʹ ἔρραισα, υποτ. ῥαίσῃ — Παθ., αόρ. αʹ ἐρραίσθην·
I. σπάω, θρυμματίζω, κομματιάζω, θραύω, συντρίβω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ῥαιόμενος, ο ναυαγός, στο ίδ.· φάσγανον ἐρραίσθη, κομματιάστηκε, συντρίφτηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καταστρέφω· Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι, τσακίζομαι από τα παθήματά μου, σε Αισχύλ., Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to smash, to break to pieces, to shatter (ep. Il.).
Other forms: Aor. ῥαῖσαι, pass. ῥαισθῆναι, fut. ῥαίσω.
Dialectal forms: Myc. opira₃tere ? /opi-raisteres/Baumbach, Minos 11(1970)388-90.
Compounds: Also w. δια-, ἀπο-.
Derivatives: ῥαιστήρ, -ῆρος hammer, f. (Σ 477; after σφῦρα?), m. (AP 6, 117), gender elsewhere unknown (A. Pr. 56, Call. Dian. 59 a.o.); ῥαιστήριος shattering, destroying (A. R., Opp.); ῥαίστωρ κραντήρ (= boars tusk) H. Several compounds in -της, z.B. θυμο-ρραίσ-της life-destroying (Il.), κυνο-ρραίσ-της dog louse (ρ 300, Arist.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 44 w. n. 1.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming to the in sense close παίω, πταίω, also κναίω, ψαίω; the -σ- in ῥαισθῆναι etc. can be analogical. Etymology unknown; hardly a cross of ῥήγνυμι and παίω. Earlier explanations (Skt. ríṣyati sustain damage, sráṃsate lapse) in Bq and Hofmann Et. Wb. s.v.; also WP. 2, 345f.

Middle Liddell

I. to break, shiver, shatter, wreck, Od.;— Pass., ῥαιόμενος one shipwrecked, Od.; φάσγανον ἐρραίσθη was shivered, Il.
II. to crush, destroy, in Pass., Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

ῥαίω: {rhaíō}
Forms: Aor. ῥαῖσαι, Pass. ῥαισθῆναι, Fut. ῥαίσω,
Grammar: v.
Meaning: zerschlagen, zerbrechen, zerschmettern (ep. poet. seit Il.).
Composita : auch m. δια-, ἀπο-,
Derivative: Davon ῥαιστήρ, -ῆρος Hammer, f. (Σ 477; nach σφῦρα?), m. (AP 6, 117), Genus sonst unbestimmbar (A. Pr. 56, Kall. Dian. 59 u.a.); ῥαιστήριος zerbrechend, zerstörend (A. R., Opp.); ῥαίστωρ· κραντήρ (= Fangzahn) H. Mehrere Zusammenbildungen auf -της, z.B. θυμορραίστης lebenzerstörend (Il.), κυνορραίστης Hundslaus (ρ 300, Arist.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 44 m. A. 1.
Etymology : Reimwort zu den sinnverwandten παίω, πταίω, auch κναίω, ψαίω; das -σ- in ῥαισθῆναι usw. kann analogisch sein. Etymologisch undurchsichtig; ob Kreuzung von ῥήγνυμι und παίω? Frühere Erklärungen (aind. ríṣyati Schaden nehmen, sráṃsate zerfallen) bei Bq und Hofmann Et. Wb. s.v.; auch WP. 2, 345f.
Page 2,640