ἀΐσσω
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
Hom., Hdt.; in Pi. and Trag. contr. ᾄσσω; Att. ᾄττω, or ἄττω (without ι subscr.) in Mss. of Pl., etc.: impf.
A ἤϊσσον Il.18.506, Ion. ἀΐσσεσκον (παρ-) A.R.2.276, Att. ᾖσσον A.Pr.676, E.Ph. 1382: fut. ἀΐξω (ὑπ-) Il.21.126, Att. ᾄξω E.Hec.1106 (lyr.), Ar. Nu.1299: aor. ἤιξα Hom., B.12.144, (δι-) Hdt.4.134; Dor. ᾆξα B.9.23 (prob.); Att. and Trag. ᾖξα A.Pr.837, S.OC890, etc., part. ᾄξαντες Is.4.10; Ion. ἀΐξασκον Il.23.369:—Med., aor. ἀΐξασθαι Il.22.195:—Pass., Hom.: aor. ἠίχθην, ἀΐχθην Il. (v. infr.).—Trag. use the uncontr. forms in lyr., S.OC1499, Tr.843, E.Tr.156, 1086, Supp. 962; once in trim., E.Hec.31. Poet., chiefly Ep., Verb, rarely found in Prose:—of rapid motion, shoot, dart, glance, as light, αὐγή Il.18.212, etc.; νόος 15.80; διά μου κεφαλῆς ᾄσσουσ' ὀδύναι E.Hipp. 1351:—of one darting upon his enemy, ἀΐσσειν ἔγχει, φασγάνῳ, ἵπποις, Il.11.484.5.81, 17.460, etc.; τοῖσιν (sc. σκήπτροισιν) 18.506; of the rapid flight of birds, 23.868, etc.; ἤιξεν πέτεσθαι 21.247; of ghosts gliding about, τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν Od.10.495; of javelins, Il. 5.657; of a tree, shoot up, Pi.N.8.40; of veins, etc., in the body, Hp.Epid.2.4.1, cf. Morb.4.54: c. acc. cogn., ἦξαν δράμημα E.Ph. 1379; κέλευθον A.Pr.837: once in aor. Med., ἀντίον ἀΐξασθαι Il.22.195: also in Pass., [ἔγχος] ὦσεν.. ἐτώσιον ἀϊχθῆναι Il.5.854; ἐς οὐρανὸν ἀϊχθήτην 24.97; ἐκ χειρῶν ἡνία ἠίχθησαν = slipped from his hands, 16.404; ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται 6.510; κόμη δι' αὔρας.. ᾄσσεται S.OC1261; shoot forth, of limbs, Emp.29:—Act., to be driven, πνευμάτων ὑπὸ δυσχίμων ἀΐσσω E.Supp.962.
2 later, turn eagerly to a thing, be eager after, εἴς τι Id.Ion328; ἐπὶ τά τινος ᾄξαντες = making onslaught on his property, Is.4.10; πρὸς τὰ πολιτικὰ ᾄ. Pl.Alc.1.118b, cf. Phld. Mus.p.12 K., Plu.2.87d: c. inf., εἰπεῖν Pl.Lg.709a.
II trans., αὔραν.. ἀΐσσων = putting the air in motion (with a fan), E.Or.1430; ᾖξεν χέρα S.Aj.40. [ᾱ in Hom., save in the compd. ὑπᾰΐξει Il.21.126, cf. A.R.3.1302; ᾰ Lyr., Trag. (exc. E.Tr.1086), Arat.334.]
Spanish (DGE)
ᾄσσω
• Alolema(s): jón. ép. ἀΐσσω; át. ᾄττω, ἄττω
• Prosodia: [ᾱ en Homero y Pi., ᾰ en lír. y trág. excepto E.Tr.1086]
• Morfología: [aor. ind. act. ἄϊξα B.10.23, imperat. iter. ἀΐξασκον Il.23.369]
I intr.
1 en v. act. salir disparado, lanzarse de pers. c. dat. instrum. ἔγχει Il.11.484, φασγάνῳ Il.8.88, ἵπποις Il.17.460, c. inf. ἤϊξεν ... πέτεσθαι Il.21.247, c. rég. prep. ἐπὶ τοὺς οἰκέτας ᾖξαν D.47.53, ἤϊξε ... πρὸς οὐρανόν de una paloma Il.23.868, cf. Alex.Aphr.in Metaph.299.10, Herod.7.88, de dardos ἐκ χειρῶν ἤϊξαν Il.5.657, cf. Nonn.D.15.82, c. ac. direcc. ἤϊξαν πεδίονδε Od.15.183, ἀΐσσων ... οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.215, c. ac. int. κέλευθον A.Pr.837, ᾖξαν δράμημα E.Ph.1379, fig. c. rég. prep. οὐδ' ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; ¿no has hecho ningún esfuerzo por encontrar tu origen? E.Io 328, ἐπὶ τὰ Νικοστράτου ᾄξαντες Is.4.10, ᾄττεις ἄρα πρὸς τὰ πολιτικά te lanzas a la política Pl.Alc.1.118b, c. inf. εἰπεῖν Pl.Lg.709a, forma act. c. constr. pas. πνευμάτων ὕπο ... ἀίσσω me veo empujado por los vientos E.Supp.962
•en v. med.-pas. lanzarse ἀντίον ἀΐξασθαι Il.22.195, cf. 5.854
•ἐκ ... χειρῶν ἡνία ἠΐχθησαν se les escaparon las riendas de las manos, Il.16.404
•abs. moverse aguadamente σκιαί Od.10.495.
2 salir hacia arriba, remontarse del humo Il.10.99, de los carros ἀΐξασκε μετήορα Il.23.369, αὐγή Il.18.212
•de pers. c. dat. instrum. levantarse τοῖσιν (σκήπτροις) ... ἤϊσσον de los heraldos Il.18.506.
3 salir, brotar de un árbol, Pi.N.8.40, c. dif. determ. fig. διά μου κεφαλῆς ᾄσσουσ' ὀδύναι E.Hipp.1351, de las venas, Hp.Epid.2.4.1, cf. Morb.4.54.6, tb. en v. med. τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀίσσοντο cien brazos salían agitadamente de sus hombros Hes.Th.150, 671, ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται Emp.B 29
•de crines o cabelleras abrirse en abanico ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται Il.6.510, κόμη ... ᾄσσεται S.OC 1261
•fig. del pensamiento ὡς ... ἀΐξῃ νόος ἀνέρος como surge de un hombre el pensamiento, Il.15.80.
II tr. agitar, remover χέρα S.Ai.40, αὔραν E.Or.1430.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐσσω: атт. ᾄσσω и ᾄττω (ἄττω) (impf. ᾖσσον - эп. ἤϊσσον, fut. ᾄξω - эп. ἀΐξω, aor. ᾖξα - эп. ἤϊξα; aor. pass. ἠΐχθην и ἀΐχθην)
1 реже med.-pass. устремляться, бросаться: ἵπποις ἀ. Hom. устремиться на колеснице; ἤϊξεν πεδίοιο πέτεσθαι Hom. он стремительно полетел по равнине; ἐτώσιον ἀϊχθῆναι Hom. (о копье) пролететь мимо; ἀντίον ἀΐξασθαι Hom. ринуться прямо; ἐκ χειρῶν ἡνία ἡΐχθησαν Hom. поводья выскользнули из рук; κόμη δι᾽ αὔρας ᾄσσεται Soph. волосы развеваются по ветру; ὁ (κύων) ἐπὶ τὸ λαγωὸν ἤϊξεν Plut. собака бросилась на зайца; ἀ. εἴς τι Eur. и πρός τι Plat. предаться чему-л., заняться чем-л.; ἀ. δρόμῳ или δρόμημα Eur. помчаться;
2 потрясать, махать; щевелить: ἀ. χέρα Soph. размахивать рукой; αὔραν κύκλῳ πτερίνῳ ᾄ. Eur. обвевать опахалом из перьев.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐσσω: Ὅμ., Ἡρόδ., παρά Πινδ. καὶ Τραγικοῖς συνῃρ. ᾄσσω· παρ’ ἄλλοις δὲ Ἀττικοῖς συγγραφ. ᾄττω ἢ ἄττω (ἄνευ ὑπογραφ. τοῦ ι) ἐν χειρογράφοις τοῦ Πλάτ. κτλ.: παρατ. ἤισσον, Ἰλ. Σ. 506, Ἰων. ἀΐσσεσκον, Ἀπολλ. Ρόδ., Ἀττ. ᾖσσον, Αἰσχύλ. Πρ. 676, Εὐρ.: ― μέλλ. ἀΐξω (ὑπ-), Ἰλ. Φ. 126. Ἀττ. ἄξω, Εὐρ., Ἀριστοφ.: ― ἀόρ. ἤϊξα, Ὅμ., (δι-), Ἡρόδ., Ἀττ. ᾖξα, Αἰσχύλ. Πρ. 837, Σοφ. Ο. Κ. 890, κτλ.: ― μετοχ. ᾄξας, Ἰσαῖ. 47. 21., Ἰων. ἀΐξασκον, Ἰλ. Ψ. 369: ― Μέσ. ἀόρ. ἀΐξασθαι, Ἰλ. Χ. 195: ― Παθ. Ὅμ.: ἀόρ. ἠίχθη, ἀΐχθην, Ἰλ. (ἴδε κατωτ.). Οἱ τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς ἀσυναιρέτ. τύπους ἐν λυρικοῖς χωρίοις, Σοφ. Ο. Κ. 1497, Τρ. 843, Εὐρ. Τρῳ· 156, 1086, Ἱκ. 962· ἐνίοτε δὲ καὶ ἐν τριμέτροις, ὡς ἀξιοῖ ὁ Πόρσ. Ἑκ. 31, Ἐλμσλ. Βάκχ. 147· ἐνῷ ὁ Πιερσ. καὶ ἄλλοι φιλόλογοι διορθοῦσι πάντα τὰ τοιαῦτα χωρία: ― ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις τὸ ῥῆμα ἀπώλεσε τὸ ὑπογραφόμενον ι· ἴδε διαΐσσω. Εἶναι ποιητικὸν καὶ ἰδίως Ἐπικὸν ῥῆμα, σπανίως ἀπαντῶν παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεξῶν, ὡς καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ σύνθετα. ἀν-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ- ἐπ-, κατ-, μετ-, παρ-, προς-, ὑπ-, ἀΐσσω. (Ἐκ √ΑΙΚ πρβλ. αἴξ, αἰχμή). [ᾱ παρ’ Ὁμήρῳ, πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ὑπᾰΐξει, Ἰλ. Φ. 126: πρβλ. Νικ. Θ. 455.] Κινοῦμαι μετὰ ταχείας καὶ ὁρμητικῆς κινήσεως, ῥίπτομαι, ὁρμῶ, ἀπαστράπτω ὡς τὸ φῶς, αὐγή, Ἰλ. Σ. 212, κτλ., οὕτω, νόος, Ἰλ. Ο. 80· περὶ ὀδυνηροῦ νύσσοντος πόνου, Εὐρ. Ἱππ. 1352: ― ἐντεῦθεν ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, ὡς περὶ τοῦ ὁρμῶντος ἢ ἀναπηδῶντος κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ἀΐσσειν ἔγχει, φασγάνῳ, ἵπποις, Λατ. ruere, impetu ferri, Ἰλ. Δ. 484., Ε. 81., Ρ. 460, κτλ., ― μετὰ δοτικ. προσώπ., Σ. 506· ἐπὶ τῆς ὁρμητικῆς πτήσεως τῶν πτηνῶν, Ψ. 868, κτλ., ― ὡσαύτως ἤιξε... πέτεσθαι (πρβλ. ϐῆ δ’ ἰέναι), Φ. 247. ― ἐπὶ φαντασμάτων (πνευμάτων) ἀψοφητὶ κινουμένων, Ὀδ. Κ. 495· ἐπὶ βελῶν, Ἰλ. Ε. 657· ἐπὶ δένδρου, αὔξομαι εἰς ὕψος, Πινδ. Ν. 8, 69· οὕτω καὶ ἅπαξ κατὰ μέσ. ἀόρ., ἀντίον ἀΐξασθαι, Ἰλ. Χ. 195: ― μετὰ συστοίχου αἰτιατικῆς ἀΐσσειν δρόμημα, Εὐρ. Φοίν. 1394· τήν... κέλευθον ᾖξας, Αἰσχύλ. Πρ. 837· οὕτω καὶ κατὰ παθ. (ἔγχος) ὦσεν., ἐτώσιον ἀϊχθῆναι, Ἰλ. Ε. 854· ἐς οὐρανὸν ἀϊχθήτην, Ω. 97· ἐκ χειρῶν ἠνία ἠΐχθησαν, διέφυγον ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ, διωλίσθησαν, Π. 404· ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται, κυμαίνονται περὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ, Ζ. 510· κόμη δι’ αὔρας... ᾄσσεται, κυμαίνεται εἰς τὸν ἀέρα, Σοφ. Ο. Κ. 1261: ― οὕτω καὶ μετὰ τῆς σημασίας φέρομαι, παρασύρομαι: πνευμάτων ὑπὸ δυσχίμων ἀΐσσω, Εὐρ. Ἱκ. 962. 2) μετέπειτα, στρέφομαι μετὰ πόθου καὶ προθυμίας πρός τι, ἐπιδιώκω τι ἐκθύμως, εἴς τι, Εὐρ. Ἴων 328· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι πρόθυμος νὰ πράξω τι, Πλάτ. Νόμ. 709Α καὶ συχνάκις παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν. II. ἐν μεταβατ. σημασ., αὔραν... ᾄσσων, ἀνακινῶν τὸν ἀέρα διὰ ῥιπιδίου, Εὐρ. Ὀρ. 1429 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· ἀλλὰ τὸ ᾖξεν χέρα, Σοφ. Αἴ. 40 ὁμοιάζει μᾶλλον πρὸς τὴν φράσιν βαίνειν πόδα, κτλ., ἔνθα ἡ αἰτ. εἶναι τὸ ὄργανον τῆς κινήσεως. Ἀλλὰ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πράγματι μεταβατ. ἀναγκάζω, βιάζω, Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 27.
German (Pape)
[Seite 62] att. ᾄσσω u. ᾄττω, bei Hom. von jeder schnellen Bewegung, eilen, losfahren, ἤιξεν ἐπὶ χθόνα Ἀθήνη, sie schwang sich auf die Erde hinab, Il. 4, 78; ἄκοντες ἀντίον ἀίσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν, fliegen aus den Händen, 11, 553; φασγάνῳ ἀίσσων, mit dem Schwerte anstürmend, 8, 88 vgl. 10, 456; ἀίσσων ᾧ ἔγχει ἀμύνετο 11, 484, ἴπποις ἀίσσων, mit Rossen dahineilend, 17, 460. Von der Taube, πρὸς οὖραυὸν ἤιξε, schwang sich zum Himmel empor, 23, 868; ὑψὁσε δ' αὐγὴ γίγνεται ἀίσσουσα Il. 18, 212; καπνὸς ἀπὸ χθονὸς ἀίσσων, der aufsteigende Rauch, Od. 10, 99, u. von den flüchtigen Schatten 495; Il. 15, 150 τὼ δ' ἀίξαντε πετέσθην aor. in der Bdtg des Anfangens, sie erhoben sich u. eilten dahin; iterat. Il. 28, 369 ἅρματα δ' ἄλλοτε μὲν χθονἰ πἰλνατο, ἄλλστε δ' ἀἰξασκε μετήορα; imporf, ἤισσον Il. 18, 506. Ähnlich die Tragg.; Pind. δένδρεον ᾄσσει N. 8, 40, emporschießen; ἀίσσειν πρός τι Aesch. Prom. 979, auf etwas losstürzen, wie Plat. Alc. I, 118 b πρὸς τὰ πολιτικἀ. Ebenso das pass., Il. 5, 854 ἐτώσιον ἀιχθῆναι, von der Lanze; ἐκ χειρῶν ἡνία ήίχθησαν 16, 404, fielen aus den Händen; 24, 97 ἐς οὐρανὸν ἀιχθήτην; aor. med. 22, 195 ἀντίον ἀίξασθαι. – H. Cer. 178; Soph. O. C. 1261 κόμη ᾄσσεται δι' αὔρας, das Haar flattert durch die Lüfte, wie Il. 6. 510 ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀίσσονται. Auch trans., ᾖξεν χέρα, er schwang die Faust, Soph. Ai. 40; vgl. αὔραν ἀίσσων, die Luft fächelnd, Eur. Or. 1429, δρόμημα Phoen. 1388; Ap. Rh. 1, 1254; Nonn. D. 21, 150. Bei Hom. α lang, in ὑπαΐξει Il. 21, 126 kurz; sonst gewöhnlich kurz.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤϊσσον > ᾖσσον, f. ἀΐξω > ᾄξω, ao. ἤϊξα > ᾖξα, pf. inus. ; ao. Pass. ἠΐχθην;
I. intr. 1 s'élancer impétueusement, se précipiter ; αὐγὴ ἀΐσσουσα IL lumière qui jaillit ou rayonne;
2 se lever vivement;
II. tr. agiter vivement ; Pass. être agité vivement : ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται IL sa crinière flotte autour de ses épaules ; ἐκ χειρῶν ἡνία ἠΐχθησαν IL les rênes tombèrent de ses mains;
Moy. ἀΐσσομαι s'élancer, se précipiter.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
Greek Monotonic
ἀΐσσω: (√ΑΙΚ), συνηρ. ᾄσσω, μεταγεν. Αττ. ᾄττω ή ἄττω· παρατ. ᾖσσον, Επικ. ἤϊσσον, Ιων. ἀΐσσεσκον· μέλ. ἀΐξω· αόρ. αʹ ᾖξα, Ιων. ἠΐξα, ἀΐξασκον — Μέσ., απαρ. αορ. ἀΐξασθαι — Παθ., αόρ. αʹ ἠΐχθη, Επικ. ἀΐχθην. (ᾱ- στον Όμηρ.)·
I. 1. κινούμαι με αστραπιαία κι ορμητική κίνηση, ορμώ, ρίχνομαι, απαστράπτω όπως το φως, Λατ. impetu ferri, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. ἀΐξασθαι και στον Παθ. αόρ. ἀϊχθῆναι, στο ίδ.· κόμη δι' αὔρας ᾄσσεται, κυματίζει στον αέρα, σε Σοφ.
2. στρέφομαι με θέρμη προς κάτι, είμαι πρόθυμος για κάτι, επιδιώκω κάτι με ζήλο· εἴς τι, σε Ευρ.
II. μτβ., θέτω σε κίνηση, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: move quickly, dart, rush (upon) (Il.)
Other forms: ᾄσσω (Pi.), ᾄττω (Att.), fut. ἀΐξω.
Compounds: ἀ- always long in Hom. except ὑπαΐξει (Φ 126; incidental shortening? Chantr. Gramm. hom. 110; ἀΐξῃ (A. R. 3, 1302), elsewhere mostly short. - πολυ-άϊξ, κορυθ-άϊξ; also τριχ-άϊκες? (q.v.).
Derivatives: ἀικ-ή Ansturm (Ο 709); a root noun ἄϊξ in ἀνέμων ἄικας (ἀίκας?; α and ι long) A.R. 4, 820.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Since Osthoff PBBeitr. 8, 271 taken as intensive *Ϝαι-Ϝικ-ι̯ω and compared with Skt. ve-vij-yá-te to raise, flee, move quickly. But there is no trace of a F (Solmsen Unt. 189) and the long ι remains unexplained. Danielsson IF 14, 386ff. reconstructs *αἰϜ-ικ- and compares αἰόλος.
Frisk Etymology German
ἀΐσσω: {aḯssō}
Forms: (ep. lyr. Hdt.), ᾄσσω (Pi., Trag.), ᾄττω (att. Prosa, selten), Fut. ἀΐξω (wonach spätes Präsens ἐπαΐζω, Zingerle Glotta 19, 74)
Grammar: v.
Meaning: sich schnell bewegen, anstürmen, losfahren, vereinzelt trans. schwingen .
Derivative: Ableitung ἀϊκή Ansturm (Ο 709, Opp. H. 4, 651); außerdem das Wurzelnomen ἄϊξ in ἀνέμων ἄϊκας A. R. 4, 820, als Hinterglied (Zusammenbildung?) in πολυάϊξ, κορυθάϊξ; auch τριχάϊκες? (s. d.).
Etymology: Anl. ἀ- immer lang im Epos mit Ausnahme von ὑπαΐξει (Φ 126; wohl zufällige Kürzung, vgl. Chantraine Gramm. hom. 110; von Hermann IF 35, 170f. aus ungenügenden Gründen als Äolismus betrachtet), ἀΐξῃ (A. R. 3, 1302), sonst vorwiegend kurz. — Nicht sicher erklärt. Nach einer zuerst von Osthoff PBBeitr. 8, 271 vorgetragenen Deutung eine Intensivbildung *ϝαιϝικι̯ω und mit aind. ve-vij-yá-te zurückweichen zu vergleichen. Semantisch nicht unmittelbar einleuchtend; außerdem muß ϝ- dissimilatorisch gefallen sein, da jede Spur davon fehlt (Solmsen Unt. 189). Wegen der Länge des ι zieht Danielsson IF 14, 386ff. vor, von einem Nomen *αἰϝ-ικ- auszugehen, vgl. Ἅιδης und αἰόλος.
Page 1,45-46
Mantoulidis Etymological
ἀΐσσω ἤ ᾄσσω (=ὁρμῶ, ἐπιδιώκω κάτι). Ἀπό ρίζα αικ-. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα ἴσως νά προέρχονται καί οἱ λέξεις: αἴξ, αἴγαγρος, αἴγειρος, αἰγιαλός, αἰγίοχος, αἴγλη, αἰγόκερως, αἰγυπιός, αἰχμή, αἰχμάλωτος, αἰχμαλωτίζω, αἰχμαλωσία, αἰόλος.