οὐρός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐρός]], ὁ (Α)<br />ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την [[ανέλκυση]] τών πλοίων στην [[ξηρά]] και για την καθέλκυσή τους στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με το ρ. <i>ἐρύσσω</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>rovŭ</i> «[[τάφρος]]»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το [[οὖρον]] (<b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>όρος</i> (Ι)].<br /><b>(I)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]] («[[Νέστωρ]] [[οἷος]] ἔμιμνε [[Γερήνιος]], [[οὖρος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ορώ</i>]. | |mltxt=[[οὐρός]], ὁ (Α)<br />ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την [[ανέλκυση]] τών πλοίων στην [[ξηρά]] και για την καθέλκυσή τους στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με το ρ. <i>ἐρύσσω</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>rovŭ</i> «[[τάφρος]]»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το [[οὖρον]] (<b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>όρος</i> (Ι)].<br /><b>(I)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]] («[[Νέστωρ]] [[οἷος]] ἔμιμνε [[Γερήνιος]], [[οὖρος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ορώ</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[ούριος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οὖρος]] ανάγεται πιθ. σε <i>ὄρFος</i> και συνδέεται με το ρ. <i>ὄρνυμαι</i> / [[ὀρούω]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή η [[δίφθογγος]] <i>ου</i>- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].<br /> <b>(III)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρος</i> (Ι).<br /> <b>(IV)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />(ενν. <i>βοῡς</i>) άγριο [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urus</i>, -<i>i</i> «άγριο [[βόδι]]»].<br /> <b>(V)</b><br />[[οὖρος]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όρος</i> (II). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A trench or channel for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il.2.153, cf. Poll.10.149.
German (Pape)
[Seite 420] ὁ, (ορ), ein Graben, in welchem die Schiffe aus dem Meere aufs Land gezogen wurden, nach Eust. ὁ τόπος, ὅθεν ἡ ναῦς ὀρούει, ὁρμᾷ, καθελκομένη εἰς θάλασσαν, Il. 2, 153, wo es von den steh zur Heimfahrt rüstenden Griechen heißt οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον, ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν, sie werden gereinigt, um die Schiffe ins Meer zu ziehen, da sie während der langen Zeit, welche seit der Ankunft der Griechen vor Troja vergangen war, allmälig vergraset od. verschüttet waren; VLL. erkl. νεώρια, περιορίσματα τῶν νεῶν, auf eine andere Ableitung hindeutend. ὁ, ion. = ὀρός, Blutwasser, Nic. Th. 708; bei Leo phil. 6 in einer komischen Anwendung des homerischen Verses οὐρόν τε προέηκεν ἀπήμονα, für Saamenerguß.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρός: -οῦ, ὁ, ταφροειδὲς ὄρυγμα δι’ οὗ ἀνεῖλκον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ καθεῖλκον εἰς τὴν θάλασσαν τὰ πλοῖα, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον, δηλ. οἱ οὐροὶ εἶχον ἐμφραχθῆ διὰ τοῦ χρόνου καὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθῶσι πρὶν ἢ τὸ πλοῖον καθελκυσθῇ εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς πλοῦν, Ἰλ. Β. 153· παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἡ τάφρος αὕτη καλεῖται ὀλκός, Δ. 375, πρβλ. Πολυδ. Ι΄ 134.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
canal pour traîner les navires du rivage à la mer ou de la mer au rivage.
Étymologie: R. Ὀρ, creuser ; cf. ὀρύσσω.
English (Autenrieth)
(ὀρύσσω): ditch, channel, serving as ways for ships in drawing them down into the sea, Il. 2.153†.
Greek Monolingual
οὐρός, ὁ (Α)
ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το οὖρον (βλ. λ. όρος (Ι)].
(I)
οὖρος, ὁ (Α)
φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ].
(II)
οὖρος, ὁ (Α)
ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην περίπτωση αυτή η δίφθογγος ου- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].
(III)
οὖρος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. όρος (Ι).
(IV)
οὖρος, ὁ (Α)
(ενν. βοῡς) άγριο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. urus, -i «άγριο βόδι»].
(V)
οὖρος, τὸ (Α)
βλ. όρος (II).
Greek Monotonic
οὐρός: -οῦ, ὁ, αυλάκι ή διώρυγα για τη ρυμούλκηση πλοίων και έπειτα για την εκ νέου καθέλκυσή τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρός: I ὁ ὀρύσσω канава, ров (для перетаскивания кораблей к морю) Hom.
Russian (Dvoretsky)
οὐρός: II ὁ ион. = ὀρός.