καταπέτασμα: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(nl) |
(1ab) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταπέτασμα -ματος, τό [καταπετάννυμι] voorhangsel (in de tempel in Jeruzalem). | |elnltext=καταπέτασμα -ματος, τό [καταπετάννυμι] voorhangsel (in de tempel in Jeruzalem). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καταπέτασμα]], ατος, τό, [from καταπετάννῡμι]<br />a curtain, [[veil]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A curtain, veil, Hld.10.28, PGrenf.2.111.7 (v/vi A. D.); esp. the veil of the Temple, LXXEx.26.31, Aristeas86, Ev.Matt.27.51, etc.; prop. the inner veil, the outer being τὸ κάλυμμα, cf. Ph.2.148: metaph., κ. δόξης Id.1.270. 2 κ. τραπέζης table-cover, Michel832.25 (Samos, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1369] τό, das Darübergebreitete, die Decke, der Vorhang, N. T., Philo.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέτασμα: τό, πᾶν ὅ,τι καταπετάννυται, κάλυμμα, σκέπασμα, Ἡλιόδ. 10. 28· τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ', 31), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ', 51, κτλ.· τὸ παραπέτασμα· «τὸ καταπέτασμα ὅπερ ὁ κωμικὸς παραπέτασμα λέγει» Εὐστάθ. 722. 32· - (πρόναον) εἰργόμενον δυσὶν ὑφάσμασι καὶ τὸ μὲν ἔνδον ὂν ἐλέγετο καταπέτασμα, τὸ δ’ ἐκτὸς κάλυμμα Φίλων 2. 148· κ. τραπέζης Ἐπιγρ. Σάμου καὶ κ. ῥάκινον.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
voile abaissé, rideau ; particul. le voile du temple de Jérusalem.
Étymologie: καταπετάννυμι.
Spanish
English (Strong)
from a compound of κατά and a congener of πέτομαι; something spread thoroughly, i.e. (specially) the door screen (to the Most Holy Place) in the Jewish Temple: vail.
English (Thayer)
καταπετάσματος, τό (καταπετάννυμι to spread out over, to cover), an Alex. Greek word for παραπέτασμα. which the other Greeks use from Herodotus down; a veil spread out, a curtain — the name given in the Greek Scriptures, as well as in the writings of Philo and Josephus, to the two curtains in the temple at Jerusalem (τά καταπετάσματα, מָסָך) at the entrance of the temple separated the Holy place from the outer court (Josephus, b. j. 5,5, 4; it is called also τό κάλυμμα by the Sept. and Philo, Philo, vit. Moys. 3: §§ 5,9), the other veiled the Holy of holies from the Holy place (in Hebrew the פָּרֹכֶת; ἐνδοτερον καταπέτασμα, Josephus, Antiquities 8,3, 3; τό ἐσωτατον καταπέτασμα Philo de gig. § 12; by the Sept. and Philo this is called pre-eminently τό καταπέτασμα, Philo, vit. Moys. as above). This latter καταπέτασμα is the only one mentioned in the N. T.: τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, τό δεύτερον καταπέτασμα, τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος (cf. the space more inward them the veil, equivalent to 'the space within the veil,' i. e. the Holy of holies, figuratively used of heaven, as the true abode of God, καταπέτασμα, in (Heb.) Hebrews 10:20>, because, as the veil had to be removed in order that the high priest might enter the most holy part of the earthly temple, so the body of Christ had to be removed by his death on the cross, that an entrance might be opened into the fellowship of God in heaven.
Greek Monolingual
το (AM καταπέτασμα) καταπετάννυμι
καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμα
νεοελλ.
φρ. «τρώω το καταπέτασμα»
α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα πολύ
β) κατακλέβω κάποιον εκμεταλλευόμενος τη θέση μου ή τη σχέση μου με αυτόν
αρχ.
1. (στους Ιουδαίους) το παραπέτασμα του ναού που διαχώριζε το άδυτο, τα «Άγια τών Αγίων», από τον κυρίως ναό
2. επιγρ. τραπεζομάντιλο.
Greek Monotonic
καταπέτασμα: -ατος, τό, κάλυμμα, σκέπασμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καταπέτασμα: ατος τό завеса NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπέτασμα -ματος, τό [καταπετάννυμι] voorhangsel (in de tempel in Jeruzalem).
Middle Liddell
καταπέτασμα, ατος, τό, [from καταπετάννῡμι]
a curtain, veil, NTest.