ἐποτρύνω: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epotryno | |Transliteration C=epotryno | ||
|Beta Code=e)potru/nw | |Beta Code=e)potru/nw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[stir up]], [[excite]], [[urge on]], abs., θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει <span class="bibl">Il. 6.439</span>, al.: c.acc. pers., <span class="bibl">Hdt.7.170</span>, al.; <b class="b3">ἐς τὸ πρόσω ἐ</b>. ib.<span class="bibl">223</span> ; ἐπὶ τὰ δεινά <span class="bibl">Th.1.84</span>(v.l.); τινὰς ἐς μάχην <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>23</span> ; μαχομένους <span class="bibl">Id.<span class="title">Aem.</span>33</span> : c. inf., ἐ. τινὰ μαχέσασθαι <span class="bibl">Il.20.171</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>22</span> ; στείχειν <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>9.20</span> ; μολεῖν <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1264</span>(lyr.); ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ [ἔρδειν] <span class="bibl">Il.15.148</span> : c. dat. et inf., <b class="b3">ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι..κατακῆαι</b> [[to urge]] and order them..to burn, <span class="bibl">Od.10.531</span> ; ἱππεῦσιν ἐπότρυνον..ἐλαυνέμεν <span class="bibl">Il.15.258</span>, cf. <span class="bibl">16.525</span>, <span class="bibl">Q.S.8.337</span> ; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν <span class="bibl">Od.2.422</span>, cf. <span class="bibl">9.488</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c.acc. rei, <b class="b3">νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον</b> [[stirs up]] war [[against]] us, <span class="bibl">22.152</span> ; also πόλεμον..ἐ. γίγνεσθαι <span class="bibl">Th.7.25</span> ; <b class="b3">ἀγγελίας..ἐ. Κεφαλλήνων πολίεσσι</b> [[send urgent]] messages to the cities of the C., <span class="bibl">Od.24.355</span> ; <b class="b3">σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις</b> [[gave the signal for]] engagement to the men-atarms, <span class="bibl">Th.6.69</span>:—Med., <b class="b3">ἐποτρυνώμεθα πομπήν</b> [[let us urge on our]] escort, <span class="bibl">Od.8.31</span>:—Pass., [[press on]], [[hasten]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>698</span>(lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:52, 12 December 2020
English (LSJ)
A stir up, excite, urge on, abs., θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6.439, al.: c.acc. pers., Hdt.7.170, al.; ἐς τὸ πρόσω ἐ. ib.223 ; ἐπὶ τὰ δεινά Th.1.84(v.l.); τινὰς ἐς μάχην Plu.Crass.23 ; μαχομένους Id.Aem.33 : c. inf., ἐ. τινὰ μαχέσασθαι Il.20.171, cf. Hp.Fract.22 ; στείχειν Pi.N.9.20 ; μολεῖν S.El.1264(lyr.); ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ [ἔρδειν] Il.15.148 : c. dat. et inf., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι..κατακῆαι to urge and order them..to burn, Od.10.531 ; ἱππεῦσιν ἐπότρυνον..ἐλαυνέμεν Il.15.258, cf. 16.525, Q.S.8.337 ; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od.2.422, cf. 9.488. 2 c.acc. rei, νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον stirs up war against us, 22.152 ; also πόλεμον..ἐ. γίγνεσθαι Th.7.25 ; ἀγγελίας..ἐ. Κεφαλλήνων πολίεσσι send urgent messages to the cities of the C., Od.24.355 ; σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις gave the signal for engagement to the men-atarms, Th.6.69:—Med., ἐποτρυνώμεθα πομπήν let us urge on our escort, Od.8.31:—Pass., press on, hasten, A.Th.698(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1010] antreiben, ermuntern, aufregen, θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6, 439; ἔρδειν, ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ 15, 148; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od. 2, 422; ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι μῆλα κατακῆαι 10, 531; auch allein, ἱππεῦσιν ἐπότρυνον ἐλαυνέμεν ὠκέας ἵππους Il. 15, 258; wie κελεύω construirt, ἑὲ δ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι 20, 171. Auch πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen erregen, Od. 22, 152; πομπήν, ἀγγελίας, die Heimsendung betreiben, Botschaft schnell aussenden, 8, 31, wo das med. steht, 24, 355. – Aufregen, anfeuern, πολλά μιν τὰ ἐποτρύνοντα ἦν Her. 1, 204, öfter; αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες, vorwärts treiben, 7, 223; τινὰ ἐπὶ δεινά, Jem. zu gefährlichen Unternehmungen, Thuc. 1, 84; von den Trompetern, σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, die Trompeter gaben den Schwerbewaffneten das Signal zum Angriff, 6, 69; Plut. Πάρθοι οὐ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς ἐς μάχην Crass. 23; Aemil. Paul. 33; μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντος Luc. Navig. 30; ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ de gymn. 4; – auffordern, heißen, c. inf, Pind. N. 9, 20; Soph. El. 1264; καὶ τὸν ἐκεῖ πόλεμον ἔτι μᾶλλον ἐποτρύνωσι γίγνεσθαι Thuc. 7, 25, die Führung des Krieges beschleunigen. – Pass. sich antreiben, eilen, ἀλλὰ σὺ μὴ ἐποτρύνου Aesch. Sept. 680. Auch = act., s. oben, Od. 8, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποτρύνω: διεγείρω, παρακινῶ, παρορμῶ, ἀπολ., συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις πολλάκις συνάπτει αὐτῷ καὶ ἄλλο ταυτόσημον ῥῆμα, ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Ἰλ. Ζ. 439, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 7. 170, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ πρόσω ἐπ’ αὐτόθι 223· ἐπὶ δεινὰ Θουκ. 1. 84: ― μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι, χαλεπαίνειν, κτλ., Ἰλ. Υ. 171, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· στείχειν Πινδ. Ν. 9. 47· μολεῖν Σοφ. Ἠλ. 1264· ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ ἔρδειν Ἰλ. Ο. 148· μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι… κατακῆαι, νὰ παροτρύνῃ καὶ διατάξῃ αὐτοὺς νὰ καύσωσι, Ὀδ. Κ. 531· ἱππεῦσιν ἐπότρυνον… ἐλαυνέμεν Ἰλ. Ο. 258, πρβλ. Π. 525· ― ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν ὅπλων ἅπτεσθαι, ἔνθα ἡ δοτ. καὶ τὸ ἀπαρ. ἐξαρτῶνται ἐκ τοῦ ἐκέλευσεν, Ὀδ. Β. 422, Ι. 488, 561, κλ. 2) μ. αἰτ. πράγμ., νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον, διεγείρει πόλεμον ἐναντίον ἡμῶν, Χ. 152· ὡσαύτως, πόλεμον… ἐπ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 25· ἀγγελίας… ἐπ. Κεφαλλήνων πολίεσσιν, πέμπειν ἀγγελίας κατεπειγούσας εἰς τὰς πόλεις τῆς Κ., Ὀδ. Ω. 355· σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, ἔδιδον τὸ σημ. τῆς συμπλοκῆς εἰς τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 6. 69, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 33, Κράσσ. 23. ― Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ἂς σπεύσωμεν νὰ πέμψωμεν αὐτὸν τὸν (Ὀδυσσέα) μετὰ συνοδείας, Ὀδ. Θ. 31. ― Παθ., ἀλλὰ σὺ μὴ ’ποτρύνου Αἰσχύλ. Θήβ. 698.
French (Bailly abrégé)
pousser, exciter :
1 avec un rég. de pers. τινα ἐπί τι pousser qqn à qch ; ἐς μάχην PLUT exciter au combat ; ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι IL exciter qqn à combattre ; ἱππεῦσιν IL, ἑτάροισιν ἐπ. OD presser des cavaliers, presser ses sompagnons de, etc.
2 avec un rég. de ch. πόλεμόν τινι OD provoquer une guerre contre qqn ; ἀγγελίας πολίεσσιν OD envoyer dans les villes des messages pressants ; ξύνοδον ἐπ. τοῖς ὁπλίταις THC donner aux hoplites le signal de l’attaque;
Moy. ἐποτρύνομαι;
1 intr. se presser, se hâter;
2 tr. hâter, presser : πομπήν OD son escorte.
Étymologie: ἐπί, ὀτρύνω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπώτρῦνα: urge on, move, prompt, impel, τινά, and w. inf., rarely τινί (most of the apparent instances of the dat. depend on some other word), Il. 15.258, Od. 10.531; joined with κελεύω, ἄνωγα, Β , Il. 10.130; often θῦμὸς ἐποτρύνει, Il. 6.439; in bad sense, ‘stirred me up,’ Od. 8.185; of things, πόλεμόν τινι, ἀγγελίᾶς πολίεσσι, χ 1, Od. 24.335; mid., ἐποτρῦνώμεθα πομπήν, ‘be quick with our escort,’ Od. 8.31 (cf. act., 30).
English (Slater)
ἐποτρύνω
1 urge c. acc. & inf. οὐδὲ Κρονίων οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν (N. 9.20)
Greek Monolingual
ἐποτρύνω (Α)
1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.)
3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσιν», Ομ. Οδ.)
4. (για σαλπιγκτή) δίνω σήμα με τη σάλπιγγα για έφοδο («σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.)
5. μέσ. ἐποτρύνομαι
επισπεύδω, επιταχύνω («ἡμεῑς δ’..., ἐποτρυνώμεθα πομπήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οτρύνω «παρακινώ»].
Greek Monotonic
ἐποτρύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
1. υποκινώ, εξάπτω, παρακινώ, παρορμώ, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. και απαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι κατακῆαι, τους εξωθεί, τους παρακινεί να κάψουν, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. πράγμ., υποκινώ εναντίον, στον ίδ.· ἀγγελίας ἐποτρύνω, στέλνω επείγοντα μηνύματα, στο ίδ.· ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, σε Θουκ. — Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ας σπεύσουμε να στείλουμε συνοδεία, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., επισπεύδω, επιταχύνω, βιάζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποτρύνω: (ῡ)1) побуждать, подбодрять, поощрять (τινὰ или τινὶ ποιεῖν τι Hom.; τινὰ ἐπί τι Thuc.): θεοῦ ἐποτρύναντος Her. по внушению божества; ἐ. ἐς τὸ πρόσω Her. погонять вперед;
2) возбуждать, вызывать, разжигать (πόλεμόν τινι Hom.);
3) трубить к бою, призывать (τινὰ σάλπιγξιν εἰς μάχην Plut.): ξύνοδον ἐ. τοῖς ὁπλίταις Thuc. дать сигнал гоплитам к наступлению;
4) срочно рассылать (ἀγγελίας πολίεσσιν Hom.);
5) med. ускорять (πομπήν Hom.);
6) med. спешить, торопиться Aesch.
Middle Liddell
fut. ῠνῶ
1. to stir up, excite, urge on, Hom., Hdt., etc.; c. inf., Il., etc.; c. dat. et inf., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι κατακῆαι to urge them to burn, Od.
2. c. acc. rei, to stir up against, Od.; ἀγγελίας ἐπ. sends urgent messages, Od.; ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις gave the signal for engagement to the men-at-arms, Thuc.:—Mid., ἐποτρυνώμεθα πομπήν let us urge on our escort, Od.:—Pass. to press on, hasten, Aesch.