σήκωμα: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sikoma | |Transliteration C=sikoma | ||
|Beta Code=sh/kwma | |Beta Code=sh/kwma | ||
|Definition=Dor. σάκωμα [<b class="b3">ᾱ], ατος, τό,</b> (σηκόω) <span class="sense"> | |Definition=Dor. σάκωμα [<b class="b3">ᾱ], ατος, τό,</b> (σηκόω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">a weight in the balance, standard weight</b>, IG22.1013.8, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>271</span> (ap.<span class="bibl">Poll.4.172</span>); <b class="b3">σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης</b> slight is the [[weight]] that you throw into the scale, <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>690</span>; <b class="b3">σ. μολίβδινα</b> leaden [[weights]] or [[counterpoises]], <span class="bibl">Plb.8.5.9</span>; <b class="b3">τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς</b>, of the spear, <span class="bibl">Id.18.29.3</span>; [[makeweight]], <span class="bibl">Id.18.24.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> a standard [[measure]], [[[κρότωνος]]] <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>670.7</span> (iii B.C.); σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου <span class="title">SIG</span>2508 (Delos, i B.C.); [[jar]] or [[measure]] of wine, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1720.5</span> (iv A.D.), <span class="bibl">1896.19</span> (vi A.D.), <b class="b2">PLond.ined</b>.<span class="bibl">2115</span> (vi A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[momentum]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>13.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[return]], [[recompense]], <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>134</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[σηκός]] ''ΙΙ'', [[sacred enclosure]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1274</span>, <span class="title">IG</span>3.1979.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 31 December 2020
English (LSJ)
Dor. σάκωμα [ᾱ], ατος, τό, (σηκόω) A a weight in the balance, standard weight, IG22.1013.8, Hyp.Fr.271 (ap.Poll.4.172); σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, E.Heracl.690; σ. μολίβδινα leaden weights or counterpoises, Plb.8.5.9; τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς, of the spear, Id.18.29.3; makeweight, Id.18.24.5. b a standard measure, [[[κρότωνος]]] PCair.Zen.670.7 (iii B.C.); σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG2508 (Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy.1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined.2115 (vi A.D.). 2 momentum, Ael.Tact.13.2. 3 return, recompense, Phalar.Ep.134. II = σηκός ΙΙ, sacred enclosure, E.El.1274, IG3.1979.
German (Pape)
[Seite 873] τό, Gewicht; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie ῥοπή, οἱονεὶ σήκωμα προσλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Übertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie σηκός 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.
Greek (Liddell-Scott)
σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, τό, (σηκόω) βάρος ἢ σταθμίον ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν εἶναι τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = ῥοπή, φορά, κλίσις, βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) ἀνταπόδοσις, ἀμοιβή, Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς περίβολος, ἱερὸς τόπος περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
1 poids ; inclinaison de la balance;
2 contrepoids ; fig. rémunération.
Étymologie: σηκόω.
2ατος (τό) :
lieu consacré.
Étymologie: σηκός.
Greek Monolingual
(I)
και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [[σηκῶ / σακῶ]]
1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ.
β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.)
2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση της ζυγαριάς
3. ροπή, κλίση
4. συμπλήρωμα
5. μέτρο στερεών ή υγρών
6. ανταπόδοση, αμοιβή
7. σηκός, ιερός περιφραγμένος χώρος.
(II)
το, Ν σηκώνω
1. το να σηκώνει κανείς κάτι, η άρση, η ανύψωση (α. «σήκωμα τών χεριών» β. «σήκωμα του βάρους»)
2. το να σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι, η αφύπνιση («το σήκωμα κάθε πρωί»)
3. (σχετικά με χρήματα) ανάληψη
4. το να βαστάει και να μεταφέρει κανείς κάτι («το σήκωμα του μπαούλου»)
5. εξέγερση, ξεσηκωμός
6. η στύση του πέους.
Greek Monotonic
σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, -ατος, τό,
I. βαρίδι στη ζυγαριά, σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης, είναι μικρό το βαρίδι που ρίχνεις στη ζυγαριά, σε Ευρ.
II. = σηκός II, ιερός περίβολος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σήκωμα: ατος τό σηκός 5] святилище, храм Eur.
ατος τό σηκόω вес, груз Eur., Arst., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σήκωμα -ατος, τό [σηκόω ‘van een omheining voorzien’] omheinde plaats, heiligdom.
σήκωμα -ατος, τό [σηκόω: van een omheining voorzien] (tegen)gewicht (op weegschaal); overdr.. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις je legt weinig gewicht in de schaal ten behoeve van je vrienden Eur. Hcld. 690.
Middle Liddell
σήκωμα, δοριξ σάκωμα, ατος, τό,
I. in the balance, σμικρὸν τὸ σὸν ς. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, Eur.
II. = σηκός II, a sacred enclosure, Eur.