ἰδού: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδού]])<br />(ως δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> δες, να, κοίτα (α. «[[ἰδού]] ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «[[ἰδού]] ἐγώ»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ιδού]] η [[Ρόδος]], [[ιδού]] και το [[πήδημα]]» — δείξε μας εδώ [[τώρα]] ότι είσαι [[ικανός]] να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι<br /><b>αρχ.</b><br />(χλευαστικά) [[αλήθεια]] («[[ἰδού]] γε κλέπτειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]] που προέκυψε από τον τ. <i>ἰδοῡ</i>, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. <i>ὁρῶ</i>: <i>ἰδοῡ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰδ</i>- του <i>ὁρῶ</i>, | |mltxt=(ΑΜ [[ἰδού]])<br />(ως δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> δες, να, κοίτα (α. «[[ἰδού]] ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «[[ἰδού]] ἐγώ»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ιδού]] η [[Ρόδος]], [[ιδού]] και το [[πήδημα]]» — δείξε μας εδώ [[τώρα]] ότι είσαι [[ικανός]] να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι<br /><b>αρχ.</b><br />(χλευαστικά) [[αλήθεια]] («[[ἰδού]] γε κλέπτειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]] που προέκυψε από τον τ. <i>ἰδοῡ</i>, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. <i>ὁρῶ</i>: <i>ἰδοῡ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰδ</i>- του <i>ὁρῶ</i>, [[πρβλ]]. <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i>, <i>ἰδ</i>-<i>έα</i>, <span style="color: red;">+</span> -<i>οῡ</i> <span style="color: red;"><</span> κατάλ. προστ. -<i>εσο</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- και [[συναίρεση]] τών φωνηέντων -<i>ε</i>- και -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. <i>γεν</i>-<i>οῡ</i>-, <i>βαλ</i>-<i>οῡ</i>). Ως δεικτ. [[στοιχείο]] ο τ. μαρτυρείται με τη [[μορφή]] [[ἰδού]] (με [[οξεία]]) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. ([[πρβλ]]. [[ιδού]] εγώ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:10, 23 August 2021
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn. Gr. 1.417, al.), as Adv., lo! behold! (even with words of hearing, ἰδοὺ δοῦπον αὖ κλύω τινά S. Aj. 870 (lyr.), cf. El. 1410); with Nouns and Prons., ἰ. χελιδών Klein Meistersign. 133 (Attic vase, vi BC), etc.; ἰ. ἐγώ here am I, LXX Ge. 27.1, al.; ἰ. ἡμνᾶ σοι Ev. Luc. 19.20; οὐκ ἰ. Ἀαρών; LXX Ex. 4.14. with Verbs, in the imper., ἰ. θεᾶσθε S. Tr. 1079, Ar. Ach. 366; esp. in offering a thing, take it! ἰ. δέχου παῖ S. Ph. 776. in ind. of all tenses, ἰ. πείθομαι E. Or. 143 (lyr.); freq. in LXX and NT with past tenses, Ge. 24.15, al., Ev. Matt. 27.51, al.; in the middle of a sentence, Ev. Luc. 13.16. with questions, ἰ., τί ἔστιν; Ar. Nu. 825, Eq. 157. in repeating another's words quizzingly, as ἰδού γ' ἄκρατον wine, quotha! ib. 87; ἰ. λέγειν ib. 344; ἰδού γε κλέπτειν Id. Th. 206, cf. Ec. 136.
German (Pape)
[Seite 1238] als adv., sieh, sieh da! wenn man Einem Etwas darreicht, ἰδοὺ δέχου παῖ Soph. Phil. 765; vgl. Ar. Pax init., wo der Aufforderung αἶρ' αἶρε μᾶζαν entspricht ἰδού, da hast du es, u. δὸς μᾶζαν ἑτέραν, ἰδοὺ μάλ' αὖθις; vgl. φέρ' ἴδω, τί ἄρ' ἔνεστιν αὐτόθι · δός μοι τὸ ποτήριον, ἰδού Ar. Equ. 121; – ἰδού, θεᾶσθε πάντες Soph. Tr. 1068; ἰδοὺ ὑμῖν, ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θεάματος Plat. Rep. IV, 440 a; – ein einzelnes Wort höhnisch hervorhebend; Ar. Equ. 85 sagt Einer μὰ Δί' ἀλλ' ἄκρατον οἶνον, worauf der Andere bemerkt ἰδού γ' ἄκρατον, ei sieh doch reinen Wein! Nub. 873 Par 196 u. öfter bei Ar. u. a. Comic.
French (Bailly abrégé)
interj.
voici, voilà :
1 pour offrir ou recevoir qch ἰδού δέχου, παῖ SOPH voilà ! prends, mon enfant;
2 pour avertir ἰδού, θεᾶσθε πάντες SOPH tenez ! regardez, tous ! ἰδού, δοῦπον αὖ κλύω τινά SOPH voici que j’entends encore un bruit.
Étymologie: cf. ἰδοῦ.
English (Abbott-Smith)
ἰδού, [in LXX chiefly for הִנֵּה,] prop. imperat. 2 aor. mid. of ὁράω, used as a demonstrative particle, with frequency much greater in LXX and NT than in cl. (v. M, Pr., 11),
lo, behold, see: Mt 10:16 11:8 13:3, Mk 3:32, Lk 2:48, I Co 15:51, Ja 5:9, Ju 14, Re 1:7, al.; after gen. absol., Mt 1:20 2:1, 13 12:46, al.; καὶ ἰδού, Mt 2:9 (and freq.), Lk 1:20 10:25, Ac 12:7, al.; in elliptical sentences, taking the place of copula or predicate (like הִנֵּה in Heb.), Mt 3:17, Lk 5:12 22:31, 47 Ac 8:27, 36 al.
English (Strong)
second person singular imperative middle voice of εἴδω; used as imperative lo!; --behold, lo, see.
English (Thayer)
a demonstrative particle (in Greek writings from Sophocles down), found in the N. T. especially in the Gospels of Matthew and of Luke , used very often in imitation of the Hebrew הִנֵּה, and giving a peculiar vivacity to the style by bidding the reader or hearer to attend to what is said: "Behold! See! Lo!" It is inserted in the discourse after a genitive absolutely, καί ἰδού is used, when at the close of a narrative something new is introduced, R G L Tr brackets),καί ἰδίου ζῶμεν, and nevertheless we live), cf. ἰδού is the exclamation of one pointing out something, WH here in marginal reading only); T Tr WH ἴδε); ); in other places it is equivalent to observe or consider: καί ἰδού, ἰδού γάρ, ἰδού where examples are adduced: הִנְנִי, so that it includes the copula: here I am: ἰδού is inserted in the midst of a speech, WH marginal reading Ἰδού (see the commentaries)); הִנֵּה, ἰδού and καί ἰδού stand before a nominative which is not followed by a finite verb, in such a way as to include the copula or predicate (cf. Buttmann, 139 (121 f)): e. g., was heard, Isaiah , is or was here, exists, etc., L T Tr WH, 41; R G L; R G add ἦν); , 27 R G); L); is approaching, G L T Tr WH ( adds ἔρχεται); but also in such a way as to have simply a demonstrative force: Luke 7:34.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδού)
(ως δεικτ. μόριο)
1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ»)
2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» — δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι
αρχ.
(χλευαστικά) αλήθεια («ἰδού γε κλέπτειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο που προέκυψε από τον τ. ἰδοῡ, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. ὁρῶ: ἰδοῡ < θ. ἰδ- του ὁρῶ, πρβλ. ἰδ-εῖν, ἰδ-έα, + -οῡ < κατάλ. προστ. -εσο, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- και συναίρεση τών φωνηέντων -ε- και -ο- (πρβλ. γεν-οῡ-, βαλ-οῡ). Ως δεικτ. στοιχείο ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή ἰδού (με οξεία) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. (πρβλ. ιδού εγώ)].
Russian (Dvoretsky)
ἰδού:
1) вот, на!: ἰ. δέχου! Soph. на, возьми!;
2) хорошо!, ладно!: ἰ., τί ἔστιν; Arph. ладно, (но) в чем дело?;
3) вот, послушай(те)! (ἰ., ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείρειν NT): ἰ., δοῦπον αὖ κλύω τινά Soph. чу, я опять слышу какой-то шум!;
4) вот, смотри(те)!: ἰ., θεᾶσθε πάντες! Soph. вот, взгляните все!; ἰ. ὑμῖν, ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θεάματος! Plat. смотрите, насладитесь прекрасным зрелищем!;
5) ирон. ах!, вот тебе на!, вот как!: ἄκρατον οἶνον! - Ἰ. γ᾽ ἄκρατον! Περὶ ποτοῦ γοῦν ἐστί σοι; Arph. (дай) чистого вина! - Ах, чистого! Так тебе выпить хочется?
Middle Liddell
[2nd sg mid imperat of εἰδόμην, as adv.]
1. lo! behold! see there! Soph.; ἰδού, δέχου there! take it! Lat. en tibi! Soph., etc.:— well, as you please! Ar.
2. in repeating another's words quizzingly, ἰδού γ' ἄκρατον oh yes, wine, Ar.
Chinese
原文音譯:„doÚ 衣都
詞類次數:質詞(213)
原文字根:覺察
字義溯源:看哪,看罷,你看,看,請看,忽然,不料;源自(οἶδα)*=看見)。註:聖經文庫將此編號合併在 (οἶδα)內
出現次數:總共(211);太(66);可(12);路(58);約(4);徒(23);羅(1);林前(1);林後(6);加(1);來(4);雅(6);彼前(1);猶(1);啓(27)
譯字彙編:
1) 看哪(204)數量太多,不能盡錄;
2) 你看(3) 路19:8; 徒9:10; 林後7:11;
3) 看哪!(1) 雅5:11;
4) 請看(1) 路22:38;
5) 看罷(1) 路13:32;
6) 看哪(1) 路2:34