πανουργία: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0461.png Seite 461]] ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0461.png Seite 461]] ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />fourberie, méchanceté.<br />'''Étymologie:''' [[πανοῦργος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνουργία''': ἡ, διαγωγὴ [[ἀσυνείδητος]], [[δόλος]], [[ἀπάτη]], [[κακοήθεια]], Λατ. malitia, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Σοφ. Φιλ. 915, Λυσί. 165. 33, Πλάτ. Νόμ. 747C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9 καὶ ἐν τῷ πληθ., πανοῦργοι πράξεις, δόλοι, κακουργήματα, Σοφ. Ἀντ. 300, Ἀριστοφ. Ἱππ. 684, κτλ. 2) ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2., 9. 8, 12. | |lstext='''πᾰνουργία''': ἡ, διαγωγὴ [[ἀσυνείδητος]], [[δόλος]], [[ἀπάτη]], [[κακοήθεια]], Λατ. malitia, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Σοφ. Φιλ. 915, Λυσί. 165. 33, Πλάτ. Νόμ. 747C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9 καὶ ἐν τῷ πληθ., πανοῦργοι πράξεις, δόλοι, κακουργήματα, Σοφ. Ἀντ. 300, Ἀριστοφ. Ἱππ. 684, κτλ. 2) ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2., 9. 8, 12. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 07:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A knavery, A. Th.603, S.Ph.927, Lys.22.16, Pl.Lg.747c, Arist.EN1144a27: in plural, villainies, S.Ant.300, Ar.Eq.684, etc. 2 of animals, Arist.HA588a23 (pl.), 614a30. 3 adulteration of drugs or honey, Gal.14.27.
German (Pape)
[Seite 461] ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fourberie, méchanceté.
Étymologie: πανοῦργος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνουργία: ἡ, διαγωγὴ ἀσυνείδητος, δόλος, ἀπάτη, κακοήθεια, Λατ. malitia, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Σοφ. Φιλ. 915, Λυσί. 165. 33, Πλάτ. Νόμ. 747C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9 καὶ ἐν τῷ πληθ., πανοῦργοι πράξεις, δόλοι, κακουργήματα, Σοφ. Ἀντ. 300, Ἀριστοφ. Ἱππ. 684, κτλ. 2) ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2., 9. 8, 12.
English (Strong)
from πανοῦργος; adroitness, i.e. (in a bad sense) trickery or sophistry: (cunning) craftiness, subtilty.
English (Thayer)
πανουργίας, ἡ (πανοῦργος, which see), craftiness, cunning: a specious or false Wisdom of Solomon, Aeschylus, Sophocles, Aristophanes, Xenophon, Plato, Lucian, Aelian, others; πᾶσα τέ ἐπιστήμη χωριζομενη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία οὐ σοφία φαίνεται, Plato, Menex., p. 247a. for עָרְמָה in a good sense, prudence, skill, in undertaking and carrying on affairs, Sirach 34:11.))
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πανούργος
1. η ιδιότητα του πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ' ἔχθιστον», Σοφ.)
2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
(για μέλι ή για φάρμακα) νόθευση.
Greek Monotonic
πᾰνουργία: ἡ, πανουργία, δόλος, απάτη, Λατ. malitia, σε Αισχύλ., Σοφ.· σε πληθ., δόλοι, απάτες, σε Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνουργία: ἡ хитрость, коварство, дурной поступок Aesch., Soph., Lys., Plat., Arst. etc.: ὁ πανοῦργος πανουργίαις κεκασμενος Arph. плут, блистающий (всяческими) плутнями.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανουργία -ας, ἡ [πανοῦργος] misdadigheid, sluwheid. schurkenstreek, meestal plur.: ὅσας κατηγόρησε τὰς πανουργίας wat zijn het veel schurkenstreken die hij aan de kaak heeft gesteld! Aristoph. Ve. 932.
Middle Liddell
πᾰνουργία, ἡ,
knavery, roguery, villany, Lat. malitia, Aesch., Soph.: in plural knaveries, villanies, Soph., etc.
Chinese
原文音譯:panourg⋯a 潘-烏而居阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:每一-行為(著) 相當於: (עָרְמָה)
字義溯源:機巧,詭詐,狡滑,巧妙,惡意,詭計;源自(πανοῦργος)=無所不為的);由(πᾶς)*=眾人)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
同源字:1) (ἐπονομάζω)在命名 2) (ἐργάζομαι)去行 3) (πανουργία)機巧 4) (πανοῦργος)無所不為的 5) (πᾶς)一切
出現次數:總共(5);路(1);林前(1);林後(2);弗(1)
譯字彙編:
1) 詭計(3) 林前3:19; 林後11:3; 弗4:14;
2) 詭詐(2) 路20:23; 林後4:2
English (Woodhouse)
baseness, craft, craftiness, cunning, fraud, wickedness, ill-doing