παρηγορία: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> exhortation, encouragement;<br /><b>2</b> consolation, adoucissement.<br />'''Étymologie:''' [[παρήγορος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρηγορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[παραίνεσις]], [[προτροπή]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση [[παρηγορία]], = [[ἰσηγορία]], Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― [[κατάπτωσις]], [[καταπράϋνσις]], τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3. | |lstext='''παρηγορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[παραίνεσις]], [[προτροπή]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση [[παρηγορία]], = [[ἰσηγορία]], Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― [[κατάπτωσις]], [[καταπράϋνσις]], τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.): metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.); ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b. 2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-). II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes); ὁδευόντων π., of the moon, Secund. Sent.6. 2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc.; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, adoucissement.
Étymologie: παρήγορος.
Greek (Liddell-Scott)
παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.
English (Strong)
from a compound of παρά and a derivative of ἀγορά (meaning to harangue an assembly); an address alongside, i.e. (specially), consolation: comfort.
English (Thayer)
παρηγοριας, ἡ (παρηγορέω (to address)), properly, an addressing, address; i. e.
a. exhortation (Apoll. Rh. 2,1281).
b. comfort, solace, relief, alleviation, consolation: Lightfoot). (Aeschylus Ag. 95; Philo, q. deus immort. § 14; de somn. i., § 18; Josephus, Antiquities 4,8, 3; often in Plutarch; Hierocl.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρηγορώ, ο μετριασμός του ψυχικού πόνου και η ανακούφιση του πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία
νεοελ.
1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό πόνο
2. (ιδίως στον τ. παρηγοριά) η μετάβαση και συνήθως η διανυκτέρευση τών φίλων στο σπίτι εκτιθέμενου νεκρού
3. γεύμα που παρατίθεται στην οικία νεκρού μετά τον ενταφιασμό του, αλλ. μακαριά
4. παροιμ. «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» — λέγεται στην περίπτωση απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη ελπίδα ή αναμονή
αρχ.
1. παρόρμηση, προτροπή
2. κατευνασμός, κατάπαυση («παρηγοριά τοῦ παροξυσμοῦ», Αρετ.)
3. μτφ. ενίσχυση
4. επώνυμο
5. φρ. «ίση παρηγοριά» — ισηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρηγορία (> παρηγοριά) < παρηγορώ, ενώ ο τ. παρηγόρια < παρηγορώ υποχωρητικά].
Greek Monotonic
παρηγορία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. προτροπή, εμψύχωση, παραίνεση, σε Αισχύλ.
II. παρηγοριά, ανακούφιση, παραμυθία, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.
Russian (Dvoretsky)
παρηγορία: ἡ
1) увещевание, убеждение, поощрение: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);
2) утешение (πένθους Plut.; π. γενέσθαι τινί NT);
3) утоление (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).
Middle Liddell
παρηγορία, ἡ,
I. exhortation, persuasion, Aesch.
II. consolation, Plut.
Chinese
原文音譯:parhgor⋯a 爬而-誒哥里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-買(著)
字義溯源:在旁講論,安慰,鼓勵,解救,慰藉;由(παρά)*=旁,近)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 安慰(1) 西4:11