ἀποσκήπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=appuyer sur, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lancer d'en haut : βέλεα [[ἐς]] οἰκήματα HDT des traits (de foudre) sur des habitations;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se décharger sur, tomber sur : ὀργαὶ ἔς [[σε]] ἀπέσκηψαν θεᾶς EUR la colère de la déesse retomba sur toi ; [[εἰς]] ἕνα ἀπ. faire tomber sa colère sur un seul;<br /><b>2</b> aboutir à : [[ἐς]] φαῦλον HDT n’aboutir à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκήπτω]].
|btext=appuyer sur, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lancer d'en haut : βέλεα [[ἐς]] οἰκήματα HDT des traits (de foudre) sur des habitations;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se décharger sur, tomber sur : ὀργαὶ ἔς [[σε]] ἀπέσκηψαν θεᾶς EUR la colère de la déesse retomba sur toi ; [[εἰς]] ἕνα ἀπ. faire tomber sa colère sur un seul;<br /><b>2</b> aboutir à : [[ἐς]] φαῦλον HDT n’aboutir à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκήπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκήπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[метать сверху]], [[бросать]] (βέλεα ἐς οἰκήματα Her.; τιμωρίαν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[обрушиваться]], [[падать]] (ἀπέσκηψαν αἱ πληγαὶ εἰς τὰς χεῖρας Plut.): ἀ. εἴς τινα Aeschin. обрушивать свой гнев на кого-л.; ἀποσκῆψαι ἐς [[φαῦλον]] Her. ничем не кончиться, свестись к нулю.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]] από [[ψηλά]]· [[ἀποσκήπτω]] βέλεα ἔς τι, [[ρίχνω]] από [[ψηλά]] βέλη [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιπίπτω]] αιφνιδίως, ως [[κεραυνός]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ευρ., Αισχίν.· [[ἀποσκήπτω]] ἐς φλαῦρον, έχω ατυχή, άθλια [[κατάληξη]], [[καταντώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποσκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]] από [[ψηλά]]· [[ἀποσκήπτω]] βέλεα ἔς τι, [[ρίχνω]] από [[ψηλά]] βέλη [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιπίπτω]] αιφνιδίως, ως [[κεραυνός]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ευρ., Αισχίν.· [[ἀποσκήπτω]] ἐς φλαῦρον, έχω ατυχή, άθλια [[κατάληξη]], [[καταντώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκήπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[метать сверху]], [[бросать]] (βέλεα ἐς οἰκήματα Her.; τιμωρίαν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[обрушиваться]], [[падать]] (ἀπέσκηψαν αἱ πληγαὶ εἰς τὰς χεῖρας Plut.): ἀ. εἴς τινα Aeschin. обрушивать свой гнев на кого-л.; ἀποσκῆψαι ἐς [[φαῦλον]] Her. ничем не кончиться, свестись к нулю.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[hurl]] from [[above]], ἀπ. βέλεα ἔστι to [[hurl]] thunderbolts [[upon]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[fall]] [[suddenly]], like a [[thunderbolt]], ἔς τινα Eur., Aeschin.; ἀπ. ἐς φλαῦρον to [[come]] to a [[sorry]] [[ending]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[hurl]] from [[above]], ἀπ. βέλεα ἔστι to [[hurl]] thunderbolts [[upon]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[fall]] [[suddenly]], like a [[thunderbolt]], ἔς τινα Eur., Aeschin.; ἀπ. ἐς φλαῦρον to [[come]] to a [[sorry]] [[ending]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:11, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκήπτω Medium diacritics: ἀποσκήπτω Low diacritics: αποσκήπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΠΤΩ
Transliteration A: aposkḗptō Transliteration B: aposkēptō Transliteration C: aposkipto Beta Code: a)poskh/ptw

English (LSJ)

A hurl from above, ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα . . ἀποδκήπτει βέλεα (sc. ὁ θεόσ Hdt.7.10.έ: metaph., ἀ. τὴν ὀργὴν εἴς τινα discharge one's rage upon one, D.H.6.55, cf. J.AJ13.1.5; φθορὰν εἰς τὴν πόλιν ib.6.1.1; ἀ. τιμωρίαν D.S.1.70. II intr., fall suddenly, ὀργαὶ δ' ἔς σ' ἀπέσκηψαν θεᾶς her wrath fell upon thee, E.Hipp.438; μὴ οὖν εἰς ἁθρόους ἀλλ' εἰς ἕνα ἀποσκήψατε Aeschin.1.182; ἀ. τὸ ὕδωρ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Mir.846a2; αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plu. Pomp.19; ἡ δίκη ἀ. ἐς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐς χεῖρας Philostr. VA1.6; ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον come to a sorry ending, Hdt.1.120; ποῖ ταυ-τα ἀποσκήψει; Cic.Att.12.5.1; εἰς μέγα τι κακόν, ἐς ὄλεθρον ἀ., D.H.7.15, Alciphr.1.37. 2 Medic., of humours, determine, εἴς τινα τῶν ἀκυροτέρων μορίων Gal.15.783, cf. 17(1).54; ἐς τὸ πᾶν Aret. SD1.12.

Spanish (DGE)

I tr. descargar, precipitar ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἀπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων A.Pers.740, τὴν ὀργὴν εἰς τινά D.H.6.55, εἰς τὴν ... πόλιν φθοράν I.AI 6.3, cf. 7.328, 13.31
τιμωρίαν D.S.1.70
concr. descargar, disparar βέλεα Hdt.7.10.
II intr. c. ac. de dir.
1 c. εἰς y ac. de pers. o partes del cuerpo descargar, precipitarse ὀργαὶ δ' ἐς σ' ἀπέσκηψαν θεᾶς las iras de la diosa descar garon sobre tí E.Hipp.438, μὴ οὖν εἰς ἀθρόους ἀλλ' εἰς ἕνα ἀποσκήψατε Aeschin.1.193, cf. I.BI 1.590, D.C.41.14.6, αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plu.Pomp.19, (ὕδωρ ... ἐπιόρκοις) ἀποσκήπτει ... εἰς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐς χεῖρας καὶ ἐς πόδας (a los perjuros el agua) les salta a los ojos, a las manos y a los pies Arist.Mir.846a2 (Philostr.VA 1.6).
2 medic., c. εἰς y ac. de lugar ir a parar, extenderse εἴς τινα τῶν ἀκυροτέρων μορίων Gal.15.783, πρίν τι κάκιον ἐς τὸ πᾶν ἀποσκῆψαι Aret.SD 1.12.2
de humores depositarse εἰς τὰ μετέωρα τοῦ σώματος Gal.17(1).54.
3 c. εἰς y abstr. ir a parar en, resultar ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον Hdt.1.120, εἰς μέγα τι κακόν D.H.7.15, cf. D.C.54.7.3, Alciphr.4.10.5
c. adv. ποῖ ταῦτα ἄρα ἀποσκήψει; Cic.Att.242.1.

German (Pape)

[Seite 324] auf etwas stützen, mit Gewalt daraufschlagen, schleudern, βέλεα ἔς τι, vom Blitz, Her. 7, 10, 5; übertr., ὀργὴν εἴς τινα Dion. Hal. 6, 55; τιμωρίαν D. Sic. 1, 70. 13, 102. – Häufiger intr., fallen, αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plut. Pomp. 19; übertr., αἱ ὀργαὶ ἔς σ' ἀπέσκηψαν Eur. Hipp. 438; ausschlagen, ausfallen, ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φαῦλον Her. 1, 120, wo es nachher ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται heißt; εἰς τὴν τῶν ἐχθρῶν βλάβην, sich darauf legen, Pol. 9, 9, 4, u. öfter bei D. Hal., z. B. τελευτῶσα εἰς χεῖρας ἀπέσκηψεν ἡ ἔρις 9, 48. Bei den Aerzten von Krankheiten, sich auf eineneinzelnen Theil werfen.

French (Bailly abrégé)

appuyer sur, d'où
I. tr. lancer d'en haut : βέλεα ἐς οἰκήματα HDT des traits (de foudre) sur des habitations;
II. intr. 1 se décharger sur, tomber sur : ὀργαὶ ἔς σε ἀπέσκηψαν θεᾶς EUR la colère de la déesse retomba sur toi ; εἰς ἕνα ἀπ. faire tomber sa colère sur un seul;
2 aboutir à : ἐς φαῦλον HDT n’aboutir à rien.
Étymologie: ἀπό, σκήπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκήπτω:
1) метать сверху, бросать (βέλεα ἐς οἰκήματα Her.; τιμωρίαν Diod.);
2) обрушиваться, падать (ἀπέσκηψαν αἱ πληγαὶ εἰς τὰς χεῖρας Plut.): ἀ. εἴς τινα Aeschin. обрушивать свой гнев на кого-л.; ἀποσκῆψαι ἐς φαῦλον Her. ничем не кончиться, свестись к нулю.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκήπτω: μέλλ. -ψω, ῥίπτω, ἐξακοντίζω, ἄνωθεν, ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα… ἀποσκήπτει τὰ βέλεα (ἐνν. ὁ Θεός) Ἡρόδ. 7. 10, 5· μεταφ., ἀπ. τὴν ὀργὴν εἴς τινα, ἐκκενῶ τὴν ὀργήν μου ἐναντίον τινός, Διον Ἁλ. 6. 55· ἀπ. τιμωρίαν Διόδ. 1. 70. ΙΙ. ἀμεταβ. πίπτω αἰφνιδίως, ἐνσκήπτω, ὡς π.χ. κεραυνός, λοιμός, μανία, κτλ.· ὀργαὶ δ’ ἔς σ’ ἀπεσκηψαν θεᾶς, ἔπεσον ἐπάνω σου, Εὐρ. Ἱππ. 438· εἰς ἕνα ἀπ. Αἰσχίν. 27. 20· ἀπ. τὸ ὕδωρ εἰς τοὺς ὀφαλμοὺς Ἀριστ. π. Θαυμ. 152· αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς χεῖρας Πλουτ. Πομπ. 19· ὡσαύτως, ἀπ. φλαῦρον, ἀπολήγω εἰς ἄθλιον τέλος, καταλήγω εἰς μηδέν, Ἡρόδ. 1. 120· εἰς μέγα τι κακὸν ἀπ. Διον. Ἁλ. 7. 15· ἀπ. ἐς ὄλεθρον Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) παρ’ ἰατρ. ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, ἀπ. εἴς τι, καταλήγω ἰδιαιτέρως εἴς τι μέρος.

Greek Monolingual

ἀποσκήπτω (Α)
1. εξακοντίζω κάτι από ψηλά
2. φρ. «ἀποσκήπτω τὴν ὀργὴν εἴς τινα» — ξεσπώ σε κάποιον
3. πέφτω ξαφνικά, ενσκήπτω
4. αποβαίνω, καταλήγω.

Greek Monotonic

ἀποσκήπτω: μέλ. -ψω,
I. εξακοντίζω από ψηλά· ἀποσκήπτω βέλεα ἔς τι, ρίχνω από ψηλά βέλη εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., επιπίπτω αιφνιδίως, ως κεραυνός, ἔς τινα, σε Ευρ., Αισχίν.· ἀποσκήπτω ἐς φλαῦρον, έχω ατυχή, άθλια κατάληξη, καταντώ στο μηδέν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


I. to hurl from above, ἀπ. βέλεα ἔστι to hurl thunderbolts upon, Hdt.
II. intr. to fall suddenly, like a thunderbolt, ἔς τινα Eur., Aeschin.; ἀπ. ἐς φλαῦρον to come to a sorry ending, Hdt.