λῆμμα: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qu’on prend <i>ou</i> reçoit ; profit, gain ; <i>abs.</i> recette.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ, v. [[λαμβάνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qu’on prend <i>ou</i> reçoit ; profit, gain ; <i>abs.</i> recette.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ, v. [[λαμβάνω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>Alles, was man nimmt oder bekommt, [[Einnahme]], [[Einkommen]]</i>, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀνάλωμα]], Anaxandrid. bei <i>B.A</i>. 106.25, wie Lys. 32.20 und Plat. <i>Legg</i>. XI.920c; <i>[[Gewinn]], [[Vorteil]]</i>, αἰσχρά, Soph. <i>Ant</i>. 313; τὸ ἐξ ἀρχῆς [[λῆμμα]] Din. 1.60; ἀφ' οὗ [[μηδέν]] ἐστι [[λῆμμα]] [[λαβεῖν]] [[ἐμοί]] Dem. 21.28, [[öfter]]; λημμάτων ὑψηλότερος Luc. <i>Nigr</i>. 25. – In der [[Dialektik]] <i>ein Annahmesatz, ein [[Vordersatz]], aus dem man [[Etwas]] folgert</i>, Arist. <i>top</i>. 8.1 und A. – Sp. auch = <i>[[Titel]], [[Inhaltsanzeige]], lemma</i>; vgl. Dion.Hal. <i>Dem</i>. 20.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=καθετί πού παίρνεται, εἰσόδημα, [[κέρδος]]). Ἀπό το [[λαβεῖν]], ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[λαμβάνω]]. Λαβ + μα = λάβμα = λάμμα = [[λῆμμα]].
|mantxt=(=καθετί πού παίρνεται, εἰσόδημα, [[κέρδος]]). Ἀπό το [[λαβεῖν]], ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[λαμβάνω]]. Λαβ + μα = λάβμα = λάμμα = [[λῆμμα]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>Alles, was man nimmt oder bekommt, [[Einnahme]], [[Einkommen]]</i>, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀνάλωμα]], Anaxandrid. bei <i>B.A</i>. 106.25, wie Lys. 32.20 und Plat. <i>Legg</i>. XI.920c; <i>[[Gewinn]], [[Vorteil]]</i>, αἰσχρά, Soph. <i>Ant</i>. 313; τὸ ἐξ ἀρχῆς [[λῆμμα]] Din. 1.60; ἀφ' οὗ [[μηδέν]] ἐστι [[λῆμμα]] [[λαβεῖν]] [[ἐμοί]] Dem. 21.28, [[öfter]]; λημμάτων ὑψηλότερος Luc. <i>Nigr</i>. 25. – In der [[Dialektik]] <i>ein Annahmesatz, ein [[Vordersatz]], aus dem man [[Etwas]] folgert</i>, Arist. <i>top</i>. 8.1 und A. – Sp. auch = <i>[[Titel]], [[Inhaltsanzeige]], lemma</i>; vgl. Dion.Hal. <i>Dem</i>. 20.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆμμᾰ Medium diacritics: λῆμμα Low diacritics: λήμμα Capitals: ΛΗΜΜΑ
Transliteration A: lē̂mma Transliteration B: lēmma Transliteration C: limma Beta Code: lh=mma

English (LSJ)

ατος, τό, (λαμβάνω) A anything received, opp. δόμα, Antig. ap. Plu.2.182e; λῆμμα καὶ ἀνάλωμα = receipt and expense, Lys.32.20, Pl.Lg. 920c, Anaxandr.26; ἀνενεγκεῖν (ἐνενεγκεῖν Pap.) ἐν λήμματι place to credit, PEleph.15.4 (iii B.C.), cf. BGU1346.2 (i B.C.), etc.: generally, gain, profit, D.5.12, etc.; λ. τι κέρδους Id.45.14; especially of unjust gain, Din. 1.45; παντὸς ἥττων λήμματος unable to resist any temptation of gain, D.19.339; ὥσπερ ἂν τρυτάνη ἐπὶ τὸ λ. ῥέπειν Id.18.298; λ. λαβεῖν Id.21.28, 27.39: freq. in plural, S.Ant.313, D.8.25, etc.; τὰ λ. τοῦ ἀργυρίου Id.49.57; λημμάτων μετέχειν Id.58.40; τἀπὸ Θρᾴκης λ. ἕλκουσι δεῦρο Antiph.196. II in Logic, statement taken as true, assumption; esp. premise in a syllogism, ἐπὶ λ. τῷ τοιούτῳ A.D.Synt.245.13; τὰ οἰκεῖα τῇ ἐπιστήμῃ λ. Arist.Top.101a14; λήμματα τιθέναι ib. 156a21, cf. Gell.9.16, Phld.Rh.1.9 S.; prop. the major premise (the minor being πρόσληψις), Crinis Stoic.3.269; later, ἀποδεικτικὰ λήμματα παρασχεῖν offer scientific proofs, Gal.14.627. III matter, substance, or argument of a sentence, etc., opp. form or style (λέξις), D.H.Dem.20, Longin.15.10, etc.: hence, title or argument of an epigram, Lat. lemma, Mart.14.2; theme or thesis, Plin.Ep.4.27.3, Mart.10.59; nutricis lemmata, 'baby songs', Aus.Ep.12.90. IV in LXX, burden laid on one, commission received, especially of prophecy, Na. 1.1, Je.23.33, al.; even, λῆμμα ἰδεῖν Hb.1.1, cf. La.2.14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ce qu’on prend ou reçoit ; profit, gain ; abs. recette.
Étymologie: R. Λαβ, v. λαμβάνω.

German (Pape)

τό, Alles, was man nimmt oder bekommt, Einnahme, Einkommen, im Gegensatz von ἀνάλωμα, Anaxandrid. bei B.A. 106.25, wie Lys. 32.20 und Plat. Legg. XI.920c; Gewinn, Vorteil, αἰσχρά, Soph. Ant. 313; τὸ ἐξ ἀρχῆς λῆμμα Din. 1.60; ἀφ' οὗ μηδέν ἐστι λῆμμα λαβεῖν ἐμοί Dem. 21.28, öfter; λημμάτων ὑψηλότερος Luc. Nigr. 25. – In der Dialektik ein Annahmesatz, ein Vordersatz, aus dem man Etwas folgert, Arist. top. 8.1 und A. – Sp. auch = Titel, Inhaltsanzeige, lemma; vgl. Dion.Hal. Dem. 20.

Russian (Dvoretsky)

λῆμμα: ατος τό λαμβάνω
1 поступление, доход: λ. καὶ ἀνάλωμα Lys. приход и расход;
2 нажива, прибыль (αἰσχρὰ λήμματα Soph.): λ. τῆς λῃστείας Dem. нажитое грабежом, награбленное; λ. или λήμματα λαβεῖν Dem. получать прибыль;
3 получение (κέρδους Dem.);
4 лог. посылка (ἐκ τῶν λημμάτων συλλογισμὸν ποιεῖσθαι Arst.);
5 лог. большая посылка (λ. καὶ πρόσληψις Diog. L.);
6 (преимущ. у лат. авторов) содержание, заголовок, заглавие (преимущ. стихотворений) Anth., Mart., Plin. J.

Greek (Liddell-Scott)

λῆμμα: τό, (λαμβάνω, εἴλημμαι) πᾶν τὸ λαμβανόμενον, εἰσόδημα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363, Ἀντίγ. παρὰ Πλουτ. 2. 182D· λ. καὶ ἀνάλωμα Λυσ. 905. 1, Πλάτ. Νόμ. 920C· καθόλου, κέρδος, ὠφέλεια, Λατ. lucrum, Σοφ. Ἀντ. 313, Δημ. 60. 4, κτλ· λ. τι κέρδους 1105. 24· κυρίως ἐπὶ ἀδίκου κέρδους, Δείναρχ. 96. 2· παντὸς ἥττων λήμματος, μὴ δυνάμενος νὰ ἀντιστῇ εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ κέρδους, Δημ. 450. 9· ἐν τῇ τρυπάνῃ ἐπὶ τὸ λ. ῥέπειν 325. 13· λῆμμα λαβεῖν 523. 25· συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., 96. 11, κτλ.· λήμματα λαβεῖν 825 ἐν τέλ.· τὰ λ. τοῦ ἀργυρίου 1201. 9· λημμάτων μετέχειν 1335. 5· τἀπὸ Θρᾴκης λ. ἕλκουσι δεῦρο Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 9. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον· ἐν τῇ λογικῇ ἡ μία τῶν δεδομένων προτάσεων τοῦ συλλογισμοῦ, παρὰ Κικέρωνι sumptio (Divin. 2. 53), λῆμμα τιθέναι Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 6., 8. 1, 8, Κλήμ. Ἀλ. 916, πρβλ. Γέλλ. 9. 16 κυρίως ἡ μείζων πρότασις (ἐπειδὴἐλάσσων λέγεται πρόσληψις), Διογ. Λ. 7. 76. ΙΙΙ. ἡ ὕλη ἢ οὐσία προτάσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕφος αὐτῆς (λέξις), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20, Λογγῖν. 15, κτλ.· ἐντεῦθεν ἡ ἐπιγραφὴ ἢ ὑπόθεσις ἐπιγράμματος, Λατ. lemma, Μαρτιᾶλ. 14. 2· θέμα τι πρὸς ἐξέτασιν, «thesis», Πλιν. Ἐπιστ. 4. 27· αὐτὸ τὸ ἐπίγραμμαποίημα, Πλίν. αὐτόθι, Μαρτ. 10. 59, Αὐσων. Ἐπιστ. 16. 90. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐντολὴ ἢ παραγγελία ἐπιβαλλομένη εἴς τινα, προφητικὸν ἔργον, προφητεία, π. χ. Ναοὺμ Α΄, 1, πρβλ. Ἱερεμ. ΚΓ΄, 33, ἔτι δὲ καί, λῆμμα ἰδεῖν Ἀββακοὺμ Α΄, 1.

Greek Monolingual

το (AM λῆμμα)
1. καθετί που λαμβάνεται, κυρίως το κέρδος, η πρόσοδος, το εισόδημαλῆμμα καὶ ἀνάλωμα», Λυσ.)
2. (λογ.) η μια από τις δεδομένες προτάσεις του συλλογισμού και κυρίως η μείζων
νεοελλ.
1. (στη λεξικογραφία) ο αρχικός ή ο πιο συνήθης τύπος λέξης, στον οποίο υπάγονται και άλλοι τύποι της ίδιας λέξης και γενικά καθετί που μπορεί να γραφεί σχετικά με αυτόν
2. μαθ. αποδεδειγμένη πρόταση που λαμβάνεται ως αλήθεια και χρησιμεύει για απόδειξη άλλης, πιο σημαντικής πρότασης, η οποία ονομάζεται θεώρημα
αρχ.
1. ωφέλεια («οὐδὲν λῆμμ' ἂν οὐδεὶς ἔχοι πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι», Δημοσθ.)
2. άδικο κέρδος («τἀπὸ Θράκης λήμματα ἕλκουσι δεῡρο», Αντιφάν.)
3. καθετί που συλλέγεται, που μαζεύεται
4. καθετί το εκλεκτό
5. η ουσία μιας πρότασης, σε αντιδιαστολή με το ύφος
6. επιγραφή ή υπόθεση επιγράμματος
7. θέμα για εξέταση
8. νανούρισμα
9. εντολή ή παραγγελία από προφητεία που δίνεται σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λήμ-μα < ληβ-μα < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

λῆμμα: -ατος, τό (εἴ-λημ-μαι, Παθ. παρακ. του λαμβάνω), καθετί που μπορεί κάποιος να λάβει, εισόδημα, κέρδος, πρόσοδος, σε Αισχύλ.· λῆμμα καὶ ἀνάλωμα, έσοδα και έξοδα, σε Πλάτ.· γενικά, κέρδος, ωφέλεια, Λατ. lucrum, σε Σοφ., κ.λπ.· παντὸς ἥττων λήμματος, αδύναμος να αντισταθεί στον πειρασμό του κέρδους, σε Δημ.· συχνά στον πληθ., στον ίδ.

Middle Liddell

λῆμμα, ατος, τό, εἴλημμαι, perf. pass. of λαμβάνω
anything received, income, Aesch.; λ. καὶ ἀνάλωμα receipt and expense, Plat.: generally, gain, profit, Lat. lucrum, Soph., etc.; παντὸς ἥττων λήμματος unable to resist any temptation of gain, Dem.; often in plural, Dem.

English (Woodhouse)

benefit, gain, profit, revenue, receipts

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καθετί πού παίρνεται, εἰσόδημα, κέρδος). Ἀπό το λαβεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ λαμβάνω. Λαβ + μα = λάβμα = λάμμα = λῆμμα.