умереть: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀποδημέω]], [[ | |rueltext=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀπογίγνομαι,ἀπέρχομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποσσεύω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[γαῖαν δύω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύω]], [[διαπίπτω]], [[διαποθνῄσκω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέμπω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐκψύχω]], [[ἐναποθνῄκω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποπνέω]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐνθνῄσκω]], [[ἐννεκρόομαι]], [[ἐντελευτάω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[ἐπαποθνῄσκω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταμύω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[κοιμάω]], [[νεκρόομαι]], [[παροίχομαι]], [[περάω τέρμα τοῦ βίου]], [[προθνῄσκω]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[φθίνω]], [[φθίω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:41, 11 December 2022
Russian > Greek
ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀπογίγνομαι,ἀπέρχομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποσσεύω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, γαῖαν δύω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύω, διαπίπτω, διαποθνῄσκω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέμπω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐκψύχω, ἐναποθνῄκω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποπνέω, ἐναποψύχω, ἐνθνῄσκω, ἐννεκρόομαι, ἐντελευτάω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, ἐπαποθνῄσκω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταμύω, καταστρέφω, καταφθίω, κοιμάω, νεκρόομαι, παροίχομαι, περάω τέρμα τοῦ βίου, προθνῄσκω, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, τελευτάω, τελευτάω βίον, τελευτάω τὸν αἰῶνα, φθίνω, φθίω