ἐπιπνέω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπνέω]] (AM) [[πνέω]]<br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αναπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] με [[ορμή]] (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», <b>Σοφ.</b><br />β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῖ [[λαοδάμας]] [[Ἄρης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με σύστοιχη αιτ.) [[ξεφυσώ]] από τη [[μύτη]] ή το [[στόμα]] («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς [[σέλας]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[φυσώ]] [[μετά]], [[κατόπιν]]<br /><b>4.</b> [[πνέω]] αντίθετα («ἐπιπνεῖ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] [[νότος]]», Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]] σε [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]], [[χαρίζω]] [[κάτι]] («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ [[γέρας]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ευνοῖκός, [[βοηθώ]] («[[πολλάκις]] μὲν αὐτοῖς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιπνέω]] τινί» — [[μπαίνω]] σαν [[πνεύμα]] [[μέσα]] σε κάποιον και τον [[εμπνέω]] («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν [[δαίμων]] ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιπνέω]] (AM) [[πνέω]]<br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αναπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] με [[ορμή]] (α. «ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων», <b>Σοφ.</b><br />β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῖ [[λαοδάμας]] [[Ἄρης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με σύστοιχη αιτ.) [[ξεφυσώ]] από τη [[μύτη]] ή το [[στόμα]] («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς [[σέλας]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[φυσώ]] [[μετά]], [[κατόπιν]]<br /><b>4.</b> [[πνέω]] αντίθετα («ἐπιπνεῖ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] [[νότος]]», Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]] σε [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]], [[χαρίζω]] [[κάτι]] («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ [[γέρας]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ευνοῖκός, [[βοηθώ]] («[[πολλάκις]] μὲν αὐτοῖς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιπνέω]] τινί» — [[μπαίνω]] σαν [[πνεύμα]] [[μέσα]] σε κάποιον και τον [[εμπνέω]] («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν [[δαίμων]] ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπνέω Medium diacritics: ἐπιπνέω Low diacritics: επιπνέω Capitals: ΕΠΙΠΝΕΩ
Transliteration A: epipnéō Transliteration B: epipneō Transliteration C: epipneo Beta Code: e)pipne/w

English (LSJ)

Ep. ἐπιπνείω (as always in Hom., cf. Call.Del.318, A.R.3.937),
A breathe upon, blow freshly upon, περὶ δὲ πνοιὴ.. ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698; τινί on one, Ar.V.265; blow fairly for, νηῦς... ᾗ.. οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357: abs., εἰς ὅ κε.. ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9.139; ἄνεμος.. ἥδιστος ἐπέπνει Plu.Sert.17, etc.
2. blow furiously upon, τινί Hdt.3.26: metaph., μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ.. Ἄρης A.Th.343 (lyr.), cf. S.Ant.136 (lyr.).
3. c.acc., blow over, θάλασσαν Hes. Th.872; ἀγρούς Luc.Charid.1.
4. c.acc.cogn., blow forth, πυρὸς σέλας A.R.3.1327.
5. blow afterwards, Arist.Pr.945b1.
6. blow against, of one wind against another, Theophrastus Vent.53.
II. metaph.,
1. excite, inflame against, Ἀργείοις Σπαρτῶν γένναν E. Ph.794 (lyr.); στρατὸν αἵματι to slaughter, ib.789 (lyr.).
2. inspire into, grant, Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Pl. Phdr.262d; ὄλβον Orph.H.84.8.
3. favour, λαμπρᾶς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης, metaph. from the wind, Plb.11.19.5: c.acc., of love, A.R.3.937, Nonn. D. 3.121: abs., Plu.2.759f.
III. Pass., to be inspired, ὑπό τινος Longin.13.2; πρὸς αὐτῶν τῶν Μουσῶν Jul.Or.2.78b.

German (Pape)

[Seite 971] (πνέω), ep. auch ἐπιπνείω, anhauchen, anwehen, Il. 5, 698; bes. von günstigem Winde, νηῦς ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od. 4, 357; εἰσόκε ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9, 139; αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν, wehen über das Meer hin, Hes. Th. 872; κἀπιπνεῦσαι βόρειον αὐτοῖς Ar. Vesp. 265; μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας Ἄρης Aesch. Spt. 325; das Feindliche auch bei Soph. Ant. 136, ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων, darin-, anschnauben; στρατὸν Ἀργείων ἐπιπνεύσας αἵματι, zum Blutbade, Eur. Phoen. 796, wie 801 Σπαρτῶν γέννᾳ, gegen das Geschlecht aufregen; – übertr. anhauchen, begeistern, ὅσοις δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν Plat. Ax. 371 c; begünstigen, hold sein, οὐδέ σε Κύπρις οὐδ' ἀγανοὶ φιλέοντες ἐπιπνείουσιν Ἔρωτες Ap. Rh. 3, 937, vgl. τύχης ἐπιπνεούσης Pol. 11, 19, 5; – heranwehen, zubringen, τῶν Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Plat. Phaedr. 262 d; πυρὸς σέλας, anschnauben, Ap. Rh. 3, 1327. – Darauf, hinterher wehen, ὁ βορέας τῷ νότῳ Theophr.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιπνεύσομαι;
1 souffler sur : τινι sur qqn;
2 souffler de manière à pousser, pousser d'un souffle favorable : νηΐ OD un navire ; fig. favoriser qqn de qch;
3 souffler avec violence;
4 souffler par-dessus, acc..
Étymologie: ἐπί, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπνέω: эп. тж. ἐπιπνείω (fut. ἐπιπνεύσομαι)
1 (на что-л.) дуть (ἐπιπνεῦσαι βόρειον τοῖς καρπίμοις Arph.; ὁ βορέας ἐπιπνεῖ Arst.): οὖρος ἐπιπνεῖ νηΐ Hom. попутный ветер подгоняет корабль;
2 веять, обвевать (ἡ τοὺς ἀγροὺς ἐπιπνέουσα αὔρα Luc.): ἐ. τὴν θάλασσαν Hes. веять над морем;
3 дышать, выдыхать (θαυμαστὴν εὐωδίαν Plut.): ἐ. ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων Soph. извергать порывы враждебных ветров, т. е. дышать злобой и ненавистью;
4 досл. служить попутным ветром, перен. благоприятствовать (τινι Plat.): τῆς τύχης ἐπιπνεούσης Polyb. при благоприятных обстоятельствах; ἀρωγήν τινι ἐ. Anth. помогать кому-л.;
5 (о буре), налетать (τινι Her.);
6 перен. навевать, вдыхать (в кого-л.): ἐ. τινι τὸ γέρας Plat. вдохнуть в кого-л. дар (красноречия);
7 возбуждать, подстрекать (στρατὸν αἵματι Eur.): ἐ. Ἀργείοις Σπαρτῶν γένναν Eur. восстанавливать род «посеянных» (т. е. фиванцев, родившихся от посеянных зубов дракона) против аргивян.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπνέω: Ἐπικ. -πνείω (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ): μέλλ. -πνεύσομαι. Πνέω ἐπί τινος, Λατ. afflare, ἐπὶ πνοῆς ἀνέμου, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα Ἰλ. Ε. 698· τινι, ἐπί τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 265· ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου ἐν θαλάσσῃ ὅσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς ἤνυσεν, ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Ὀδ. Δ. 357· ἀπολ., εἰσόκ’ ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται Ι. 139· ὅταν... ἐπιπνεύσῃ ὁ βορέας Ἀριστ. Προβλ. 26. 46· ἄνεμος... ἥδιστος ἐπέπνει Πλουτ. Σερτ. 17, κτλ.· ἐπὶ σφοδρᾶς πνοῆς ἀνέμου, αὐτοῖσι ἐπιπνεῦσαι νότον μέγαν τε καὶ ἐξαίσιον, φορέοντα δὲ θῖνας τῆς ψάμμου καταχῶσαί σφεας Ἡρόδ. 3. 26· μεταφ., μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῖ... Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 343, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 136· (χωρία ὡς τὸ ἐν Ἰλ. Ρ. 447, ὅσσα τε γαῖαν πνείει τε καὶ ἕρπει, καὶ τὸ ἐν Ὀδ. Σ. 131, ἀνήκουσιν εἰς τὸ ῥῆμα πνείω, τὸ πνέω). 2) μετ’ αἰτ., πνέω ἐπί τι, αἱ δ’ ἄλλαι μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν, εἰκῇ πνέουσιν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Θ. 872· ἀγροὺς Λουκ. Χαρίδημ. 1. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ. ἐκφυσῶ ἐκ τῶν μυκτήρων ἢ τοῦ στόματος, λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς σέλας, περὶ τῶν πῦρ φυσώντων ταύρων τοῦ Αἰήτου, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1327. ΙΙ. μεταφ., 1) παρορμῶ, παροξύνω τινὰ ἐναντίον τινός, Ἀργείοις ἐπιπνεύσας σπαρτῶν γένναν Εὐρ. Φοίν. 794· στρατὸν Ἀργείων ἐπιπνεύσας αἵματι, παρορμήσας εἰς σφαγάς, αὐτόθι 789. 2) ἐμπνέω εἰς, δωροῦμαι, παρέχω, Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· ἀρωγὴν Ἀνθ. Π. 1. 16· ὄλβον Ὀρφ. Ὕμν. 84. 8. 3) ἐκ μεταφορᾶς εὐνοϊκοῦ ἀνέμου, εὐνοῶ, χαρίζομαι, βοηθῶ, τῆς τύχης ἐπιπνεούσης, Λατ. adspirante fortuna, βοηθῶ, Πολύβ. 11. 19, 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 937, Πλούτ. 2. 759F. III. πνέω κατόπιν, ἐπιπνεῖ βορέᾳ νότος Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 5. 53.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἐπιπνεύσωσι: breathe or blow upon, Il. 5.698 ; νηί, Od. 4.357.

Greek Monolingual

ἐπιπνέω (AM) πνέω
1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.)
μσν.
αναπνέω
αρχ.
1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ.
β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῖ λαοδάμας Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (με σύστοιχη αιτ.) ξεφυσώ από τη μύτη ή το στόμα («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς σέλας», Απολλ. Ρόδ.)
3. φυσώ μετά, κατόπιν
4. πνέω αντίθετα («ἐπιπνεῖ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] νότος», Θεόφρ.)
5. μτφ. παροτρύνω σε κάτι ή εναντίον κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», Ευρ.)
6. μτφ. δίνω, χαρίζω κάτι («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ γέρας», Πλάτ.)
7. μτφ. είμαι ευνοῖκός, βοηθώπολλάκις μὲν αὐτοῖς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», Πολ.)
8. φρ. «ἐπιπνέω τινί» — μπαίνω σαν πνεύμα μέσα σε κάποιον και τον εμπνέω («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπνέω: Επικ. -πνείω, μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ ἐπέπνευσα·
I. 1. πνέω επάνω, φυσώ δροσερά επάνω σε, σε Ομήρ. Ιλ.· τινί, πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· φυσώ ευνοϊκά για κάποιον, τινί, σε Ομήρ. Οδ.
2. φυσώ με μανία, πνέω με σφοδρότητα επάνω σε, τινί, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
3. με αιτ., φυσώ από πάνω, σε Ησίοδ.
II. μεταφ.:
1. εξάπτω, προκαλώ, παροξύνω, ερεθίζω, διεγείρω, τινά τινι, κάποιον εναντίον κάποιου άλλου, σε Ευρ.· τινὰ αἵματι, κάποιον σε σφαγή, στον ίδ.
2. εμπνέω σε, σε Ανθ.

Middle Liddell

epic -πνείω fut. -πνεύσομαι aor1 ἐπέπνευσα
I. to breathe upon, to blow freshly upon, Il.; τινί on one, Ar.:— to blow fairly for one, τινί Od.
2. to blow furiously upon, τινί Hdt., Aesch.
3. c. acc. to blow over, Hes.
II. metaph. to excite, inflame, τινά τινι one against another, Eur.; τινὰ αἵματι one to slaughter, Eur.
2. to inspire into, Anth.