γνωτός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
mNo edit summary
Line 48: Line 48:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γνωτός''': {gnōtós}<br />'''Meaning''': [[Verwandter]]<br />'''See also''': s. [[γίγνομαι]].<br />'''Page''' 1,317
|ftr='''γνωτός''': {gnōtós}<br />'''Meaning''': [[Verwandter]]<br />'''See also''': s. [[γίγνομαι]].<br />'''Page''' 1,317
}}
{{trml
|trtx====[[famous]]===
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαπρεπής]], [[διαφανής]], [[δόκιμος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
}}
}}

Revision as of 17:17, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωτός Medium diacritics: γνωτός Low diacritics: γνωτός Capitals: ΓΝΩΤΟΣ
Transliteration A: gnōtós Transliteration B: gnōtos Transliteration C: gnotos Beta Code: gnwto/s

English (LSJ)

(A), ή, όν (ός, όν S.OT396), older and more correct form of γνωστός (Eust.400.26, 1450.62):—of things,
A perceived, understood, known, Il.7.401, Od.24.182; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι S.OT58; [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν ib.396.
2 of persons, well-known, ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ Id.Fr.282.

(B), ή,
A kinsman, kinswoman, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.15.350; θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα 3.174, cf. 22.234; γνωτὸν μητρυιῆς 13.697; brother, A.R.1.53; sister, αὐτὴ… γνωτή Nicaenet.1.9, cf. Nonn. D. 3.313, al.; also, = ἐρωμένη, Hsch. (Cf. Lett. znuots 'son-in-law, brother-in-law', Skt. jñātís 'relative'.)

Spanish (DGE)

-όν
1 conocido, sabido c. o sin εἶναι es conocido γνωτὸν ... ὡς Il.7.401, γνωτὸν δ' ἦν ὃ ... Od.24.182, γνωτά κοὐκ ἄγνωτά μοι ... ἱμείροντες S.OT 58, (μαντεία) S.OT 396
de pers. bien conocido, célebre ἐγὼ ... ἂν ἤθελον γνωτὸς γενέσθαι A.Ch.702, en el prov. ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ S.Fr.282, γνωτόν τε θείη τὸν κράτιστον Ἑλλάδος E.Hel.41.
2 reconocible σῆμα ... ὅφρα μ' ἐῢ γνωτόν Od.21.218.
• Etimología: De *genH3- ‘conocer’ en grado ø/ø y ō analóg., cf. γιγνώσκω. < γνωτός γνωτοφόνος > γνωτός, -οῦ, ὁ
• Morfología: [gen. -οῖο Nonn.Par.Eu.Io.11.19]
1 pariente de sangre gener. hermano θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα habla Helena Il.3.174, ἄνδρα ... γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος Il.13.697, 15.336, φίλτατος ἦσθα γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖδας Il.22.234, γ. Μέμνονος Αἰθίοπος de Céfiro, Call.Fr.110.52, τρίτατος γνωτός A.R.1.53, γνωτῶν ἐριτίμων Q.S.3.207, cf. 10.410, Il.14.485, 15.350, 17.35, MAMA 7.230 (Frigia Oriental), Nonn.Par.Eu.Io.l.c., 18.15.
2 sin rel. de sangre hermano ref. a miembros de un grupo γνωτῶν ἐξ ἑτάρων de los discípulos de Jesús, Nonn.Par.Eu.Io.21.23; v. γνωτή.
• Etimología: De *genH1- ‘nacer’ en grado ø/ø y ō analóg., cf. let. znuōtspariente’.

German (Pape)

[Seite 499] auch 2 Endungen, Soph. O. R. 396, von Hom. an bei Dichtern, eigentlich = gekannt, bekannt, erkennbar, sodann aber auch = verwandt; bei Hom. in eigentlicher Bedeutung Iliad. 7, 401 γνωτὸν δέ, καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστιν, ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται; Odyss. 24, 182 γνωτὸν δ' ἦν ὅῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν. In der Bedeutung »verwandt« bezeichnet es bei Hom. ganz bestimmt und ausschließlich den Bruder und die Schwester, nach Aristarchs Beobachtung: Iliad. 14, 485 φράζεσθ' ὡς ὕμιν Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ, ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ. τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντιπέφρακε τὸν γνωτὸν τῷ κασιγνήτῳ σαφῶς· ἔστι γὰρ ἀδελφός; 15, 336 ἄνδρα κατακτάς, γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι γνωτόςἀδελφός, καὶ Ἐρίωπις ὄνομα κύριον; diese homerische Stelle kehrt wörtlich wieder Iliad. 13, 697; 22, 234 sagt Hektor zum vermeintlichen Deiphobus Δηίφοβ', ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖ. δας; 17, 35 sagt Euphorbus mit Bezug auf seinen getödteten Bruder zum Menelaos νῦν μὲν δή, Μενέλαε διοτρεφές, ἦ μάλα τίσεις γνωτὸν ἐμόν, τὸνἔπεφνες, ἐπευχόμενος δ' ἀγορ εύεις, vgl. Scholl. Aristonic.; 3, 174 sagt Helena zum Priamus ὁππότε δεῦρο υἱέι σῷ ἑπόμην, θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην καὶ ὁμηλικίην ἐρατεινήν, wo also Helena mit γνωτούς ihre beiden vs. 237 von ihr genannten Brüder Kastor und Polydeukes bezeichnet; endlich 15, 350 erscheint neben dem mascul. das femin., οὐδέ νυ τόν γε γνωτοί τε γνωταί τεπυρὸς λελάχωσιθανόντα, Bruder und Schwestern. Vgl. noch Apollon. Lex. Homer. p. 55, 12. – Ap. Rh. 2, 1160.

French (Bailly abrégé)

1ή poét. ός, όν :
1 connu, su en parl. de choses;
2 en parl. de pers. connu, familier.
Étymologie: γιγνώσκω ; cf. γνωστός.
2οῦ (ὁ) :
1 parent par le sang;
2 particul. frère consanguin, frère.
Étymologie: R. Γον > γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν > γνη- ; γνωτός = lat. gnatus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωτόςγίγνομαι (alleen v. pers.) verwant, broer, zus.
γνωτός -ή -όν en γνωτός -ον γιγνώσκω bekend, begrepen.

Russian (Dvoretsky)

γνωτός: IIγίγνομαι близкий родственник, преимущ. брат (γνωτοί τε γνωταί τε Hom.).
и 2 γιγνώσκω известный, очевидный γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph. хорошо известные мне вещи.

Frisk Etymological English

See also: s. γίγνώσκω.

Middle Liddell

older form of γνωστός
I. of things, perceived, understood, known, Hom.; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph.
II. of persons, well-known, Od.:—as substantive a kinsman, brother, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.

English (Autenrieth)

known; also, related by blood, Il. 3.174; brother, Il. 17.35, etc.

English (Slater)

γνωτός
 &nbnbsp; 1 known γνώτἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (N. 10.31) cf. (I. 2.12) γ]νωτόν (supp. Lobel) fr. 60a. 9. ]γνωτον φ[ Θρ. 1. 9.

Greek Monolingual

γνωτός, -ή, -όν (Α)
1. γνωστός, φανερός
2. διάσημος
3. ως ουσ. συγγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνωτός < γιγνώσκω με τις σημ. 1 και 2, ενώ με τη σημ. 3 γνωτός < (θ.) γνω- < ΙΕ gne∂3- του ρ. γίγνομαι. Η σημασία αυτή («συγγενής») οφείλεται πιθ. σε συσχετισμό με τα γνήσιος, κασίγνητος.

Greek Monotonic

γνωτός: -ή, -όν, παλαιότερος τύπος του γνωστός,
I. λέγεται για πράγματα, κατανοητός, αντιληπτός, διακριτός, σε Όμηρ.· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.
II. λέγεται για πρόσωπα, πασίγνωστος, επιφανής, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· συγγενής, αδερφός· γνωτοί τε γνωταί τε, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

γνωτός: -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος τύπος τοῦ γνωστός, Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· αὐτόθι 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― ἔνθα ἴσως τὸ γνωτὸν εἶναι οὐδ., πρᾶγμα διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ κόσμος, Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., συγγενής, ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· θάλαμον γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697.

Frisk Etymology German

γνωτός: {gnōtós}
Meaning: Verwandter
See also: s. γίγνομαι.
Page 1,317

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, δακτυλόδεικτος, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαπρεπής, διαφανής, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах