ὅγε: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] ἥγε, τόγε, durch das angehängte γε nachdrücklich hervorgehobenes ὁ, ἡ, τό, <b class="b2">der ja, der da</b>; oft bei Hom. nur dazu dienend, das Subject noch einmal nachdrücklich hervorzuheben und bestimmter anzudeuten, daß im zweiten Satzgliede dasselbe Subject wie im ersten ist, wo wir uns gewöhnlich mit dem einfachen er, oder <b class="b2">er wenigstens</b>, begnügen; [[αἶψα]] δὲ νῆας ἔπηξε, πολὺν δ' ὅγε λαὸν ἀγείρας βῆ, Il. 2, 664; bes. auch in disjunctiven Sätzen, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας, ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν, Od. 2, 327, vgl. Il. 12, 239; so auch Her. 2, 173: λάθοι ἂν [[ἤτοι]] μανείς, ἢ ὅγε [[ἀπόπληκτος]] γενόμενος, <b class="b2">oder auch</b>, dem lat. idem entsprechend. Hom. vrbdt auch [[κεῖνος]] ὅγε, jener dort, eigtl. <b class="b2">jener, der da</b>, Il. 19, 344. 3, 391; selbst mit subst., ὅγ' [[ἥρως]], 5, 308, τόνγε ἄνακτα, 794; – τοίγε steht Il. 12, 240 Od. 20, 390; – τῇγε, hierher gerade, an diesen Ort, Il. 6, 435; – τόγε, deshalb gerade, aus keinem andern Grunde, Il. 5, 827 Od. 17, 401. – Bei den Attikern behält γε seine eigentliche Bdtg und ist nicht mit ὁ zu verbinden, welches der Artikel ist, ὅ γε [[καλός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] ἥγε, τόγε, durch das angehängte γε nachdrücklich hervorgehobenes ὁ, ἡ, τό, [[der ja]], [[der da]]; oft bei Hom. nur dazu dienend, das Subject noch einmal nachdrücklich hervorzuheben und bestimmter anzudeuten, daß im zweiten Satzgliede dasselbe Subject wie im ersten ist, wo wir uns gewöhnlich mit dem einfachen er, oder <b class="b2">er wenigstens</b>, begnügen; [[αἶψα]] δὲ νῆας ἔπηξε, πολὺν δ' ὅγε λαὸν ἀγείρας βῆ, Il. 2, 664; bes. auch in disjunctiven Sätzen, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας, ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν, Od. 2, 327, vgl. Il. 12, 239; so auch Her. 2, 173: λάθοι ἂν [[ἤτοι]] μανείς, ἢ ὅγε [[ἀπόπληκτος]] γενόμενος, <b class="b2">oder auch</b>, dem lat. idem entsprechend. Hom. vrbdt auch [[κεῖνος]] ὅγε, jener dort, eigtl. [[jener]], [[der da]], Il. 19, 344. 3, 391; selbst mit subst., ὅγ' [[ἥρως]], 5, 308, τόνγε ἄνακτα, 794; – τοίγε steht Il. 12, 240 Od. 20, 390; – τῇγε, hierher gerade, an diesen Ort, Il. 6, 435; – τόγε, deshalb gerade, aus keinem andern Grunde, Il. 5, 827 Od. 17, 401. – Bei den Attikern behält γε seine eigentliche Bdtg und ist nicht mit ὁ zu verbinden, welches der Artikel ist, ὅ γε [[καλός]].
}}
{{bailly
|btext=[[ἥγε]], [[τόγε]] ; <i>gén.</i> τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>pron. démonstr.</i> celui-ci, celle-ci, ceci;<br /><b>II.</b> <i>adv.</i> <b>1</b> <i>dat.</i> • [[τῇγε]] justement ici, précisément en ce lieu;<br /><b>2</b> <i>acc. neutre</i> • [[τόγε]] justement pour ce motif.<br />'''Étymologie:''' ὁ, γέ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅγε:''' ἥ-γε, τό-γε, gen. τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε (= усиленному ὅ, ἥ, τό) он, сам, этот (часто не переводится): ὅγ᾽ [[ἥρως]] Τυδείδην μέθεπε ἵππους Hom. сам же герой пустил коней на Тидея; ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἢ [[ὅγε]] καὶ [[Σπάρτηθεν]] Hom. он приведет кого-л. из Пилоса или, пожалуй, из Спарты; πάντες ἄρ᾽ οἵγ᾽ ἔθελον πολεμίζειν Ἓκτορι Hom. все они желали сразиться с Гектором - см. тж. [[τῇγε]] и [[τόγε]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅγε''': ἥγε, τόγε, ἢ ὅ γε, ἥ γε, τό γε, ἡ δεικτικὴ [[ἀντωνυμία]] ὁ, ἡ, τό, ἐμφαντικωτέρα γινομένη διὰ τῆς προσθήκης τοῦ γε, ὡς τὸ Λατιν. hicce, haecce, hocce, [[οὗτος]], αὕτη, τοῦτο, Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· - τὸ γε σπανίως δύναται νὰ μεταφρασθῇ ἐκτὸς [[ἐνίοτε]] δια τοῦ «τῷ ὄντι», ἢ «[[τοὐλάχιστον]]», ὅτε ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. hic quidem· [[κυρίως]] ἡ ἀντωνυμ. αὕτη χρησιμεύει [[μᾶλλον]] [[ὅπως]] ὁρίσῃ πρόσωπόν τι ὡς διακεκριμένον ἀπὸ ἄλλων ἢ [[ὅπως]] δείξῃ αὐτό, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει ἀπὸ τῆς ὅδε· Ι. μετ’ οὐσιαστ., αὐτὰρ ὅ γ’ [[ἥρως]] ὧν ἵππων ἐπιβὰς ἔλαβ’ [[ἡνία]] σιγαλόεντα Ἰλ. Ε. 327· εὗρε δὲ τόν γε ἄνακτα ... [[ἕλκος]] ἀναψύχοντα [[αὐτόθι]] 794· Τεῦκρον ... καὶ Λήιτον ... τοὺς ὅγ’ ἐποτρύνων Ν. 94· [[οὕτως]], πάντες ἄρ’ οἵγ’ ἔθελον Η. 169· [[ὡσαύτως]], [[κεῖνος]] ὅγε ... ἧσται Π. 344. ΙΙ. ἐν μιᾷ τῶν προτάσεων τοῦ διαζευκτικοῦ λόγου, ἢ ἐν τῇ πρώτῃ, πατὴρ δ’ ἐμὸς ... ζώει ὅγ’ ᾗ τέθνηκε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Γ. 90., Δ. 821· ἢ ἐν τῇ δευτέρᾳ, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ..., ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν Ὀδ. Β. 326· οὕτω, λάθοι ἂν ἥτοι μανεὶς ἢ ὅγε [[ἀπόπληκτος]] γενόμενος Ἡρόδ. 2. 173· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου nunc dextra ingeminans ictus, nunc ille sinistra· οὕτω καὶ ἐν ἀντιθετικῇ προτάσει, [[Θέτις]] δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ..., ἀλλ’ ἥγ’ ἀνεδύσετο Ἰλ. Α. 496, πρβλ. Λ. 226. ΙΙΙ. [[μετὰ]] τὸ ὥς, οὕτω, Λ. 136, κτλ. IV. Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: 1) δοτ. τῇγε, ἐπὶ τόπου, [[ἐνταῦθα]], εἰς τοῦτον τὸν τόπον, Ζ. 435. 2) αἰτ. τοῦ οὐδ. τόγε, διὰ τοῦτο, διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον, Ε. 827, Ὀδ. Ρ. 401.
|lstext='''ὅγε''': ἥγε, τόγε, ἢ ὅ γε, ἥ γε, τό γε, ἡ δεικτικὴ [[ἀντωνυμία]] ὁ, ἡ, τό, ἐμφαντικωτέρα γινομένη διὰ τῆς προσθήκης τοῦ γε, ὡς τὸ Λατιν. hicce, haecce, hocce, [[οὗτος]], αὕτη, τοῦτο, Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· - τὸ γε σπανίως δύναται νὰ μεταφρασθῇ ἐκτὸς [[ἐνίοτε]] δια τοῦ «τῷ ὄντι», ἢ «[[τοὐλάχιστον]]», ὅτε ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. hic quidem· [[κυρίως]] ἡ ἀντωνυμ. αὕτη χρησιμεύει [[μᾶλλον]] [[ὅπως]] ὁρίσῃ πρόσωπόν τι ὡς διακεκριμένον ἀπὸ ἄλλων ἢ [[ὅπως]] δείξῃ αὐτό, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει ἀπὸ τῆς ὅδε· Ι. μετ’ οὐσιαστ., αὐτὰρ ὅ γ’ [[ἥρως]] ὧν ἵππων ἐπιβὰς ἔλαβ’ [[ἡνία]] σιγαλόεντα Ἰλ. Ε. 327· εὗρε δὲ τόν γε ἄνακτα ... [[ἕλκος]] ἀναψύχοντα [[αὐτόθι]] 794· Τεῦκρον ... καὶ Λήιτον ... τοὺς ὅγ’ ἐποτρύνων Ν. 94· [[οὕτως]], πάντες ἄρ’ οἵγ’ ἔθελον Η. 169· [[ὡσαύτως]], [[κεῖνος]] ὅγε ... ἧσται Π. 344. ΙΙ. ἐν μιᾷ τῶν προτάσεων τοῦ διαζευκτικοῦ λόγου, ἢ ἐν τῇ πρώτῃ, πατὴρ δ’ ἐμὸς ... ζώει ὅγ’ ᾗ τέθνηκε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Γ. 90., Δ. 821· ἢ ἐν τῇ δευτέρᾳ, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ..., ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν Ὀδ. Β. 326· οὕτω, λάθοι ἂν ἥτοι μανεὶς ἢ ὅγε [[ἀπόπληκτος]] γενόμενος Ἡρόδ. 2. 173· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου nunc dextra ingeminans ictus, nunc ille sinistra· οὕτω καὶ ἐν ἀντιθετικῇ προτάσει, [[Θέτις]] δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ..., ἀλλ’ ἥγ’ ἀνεδύσετο Ἰλ. Α. 496, πρβλ. Λ. 226. ΙΙΙ. [[μετὰ]] τὸ ὥς, οὕτω, Λ. 136, κτλ. IV. Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: 1) δοτ. τῇγε, ἐπὶ τόπου, [[ἐνταῦθα]], εἰς τοῦτον τὸν τόπον, Ζ. 435. 2) αἰτ. τοῦ οὐδ. τόγε, διὰ τοῦτο, διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον, Ε. 827, Ὀδ. Ρ. 401.
}}
{{bailly
|btext=[[ἥγε]], [[τόγε]] ; <i>gén.</i> τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>pron. démonstr.</i> celui-ci, celle-ci, ceci;<br /><b>II.</b> <i>adv.</i> <b>1</b> <i>dat.</i> • [[τῇγε]] justement ici, précisément en ce lieu;<br /><b>2</b> <i>acc. neutre</i> • [[τόγε]] justement pour ce motif.<br />'''Étymologie:''' ὁ, γέ.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 16: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅγε:''' [[ἥγε]], [[τόγε]],<br /><b class="num">I.</b> η δεικτ. αντων. <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τό</i>, πιο εμφατική με την [[προσθήκη]] του <i>γε</i>, όπως Λατ. hicce, haecce, hocce, αυτός, αυτή, αυτό, σε Όμηρ., Ησίοδ., κ.λπ.· το <i>γε</i> σπάνια, [[πράγματι]] ή [[τουλάχιστον]], Λατ. [[quidem]].<br /><b class="num">II.</b> επιρρηματικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> δοτ. [[τῇγε]], λέγεται για [[τόπο]], εδώ, στο συγκεκριμένο αυτό [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αιτ. ουδ. [[τόγε]], γι' αυτόν τον λόγο, γι' αυτόν τον [[πολύ]] συγκεκριμένο λόγο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὅγε:''' [[ἥγε]], [[τόγε]],<br /><b class="num">I.</b> η δεικτ. αντων. <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τό</i>, πιο εμφατική με την [[προσθήκη]] του <i>γε</i>, όπως Λατ. hicce, haecce, hocce, αυτός, αυτή, αυτό, σε Όμηρ., Ησίοδ., κ.λπ.· το <i>γε</i> σπάνια, [[πράγματι]] ή [[τουλάχιστον]], Λατ. [[quidem]].<br /><b class="num">II.</b> επιρρηματικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> δοτ. [[τῇγε]], λέγεται για [[τόπο]], εδώ, στο συγκεκριμένο αυτό [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αιτ. ουδ. [[τόγε]], γι' αυτόν τον λόγο, γι' αυτόν τον [[πολύ]] συγκεκριμένο λόγο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅγε:''' ἥ-γε, τό-γε, gen. τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε (= усиленному ὅ, ἥ, τό) он, сам, этот (часто не переводится): ὅγ᾽ [[ἥρως]] Τυδείδην μέθεπε ἵππους Hom. сам же герой пустил коней на Тидея; ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἢ [[ὅγε]] καὶ [[Σπάρτηθεν]] Hom. он приведет кого-л. из Пилоса или, пожалуй, из Спарты; πάντες ἄρ᾽ οἵγ᾽ ἔθελον πολεμίζειν Ἓκτορι Hom. все они желали сразиться с Гектором - см. тж. [[τῇγε]] и [[τόγε]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> ὅγε, ἥγε, [[τόγε]], the demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, made [[more]] [[emphatic]] by the [[addition]] of γε, like Lat. hicce, haecce, hocce, he, she, it, Hom., Hes., etc.:— γε may be rendered [[sometimes]] by [[indeed]] or at [[least]], Lat. [[quidem]].<br /><b class="num">II.</b> Adverbial usages:<br /><b class="num">1.</b> dat. [[τῇγε]], of [[place]], [[here]], on [[this]] [[very]] [[spot]], Il.<br /><b class="num">2.</b> acc. neut. [[τόγε]], on [[this]] [[account]], for [[this]] [[very]] [[reason]], Hom.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> ὅγε, ἥγε, [[τόγε]], the demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, made [[more]] [[emphatic]] by the [[addition]] of γε, like Lat. hicce, haecce, hocce, he, she, it, Hom., Hes., etc.:— γε may be rendered [[sometimes]] by [[indeed]] or at [[least]], Lat. [[quidem]].<br /><b class="num">II.</b> Adverbial usages:<br /><b class="num">1.</b> dat. [[τῇγε]], of [[place]], [[here]], on [[this]] [[very]] [[spot]], Il.<br /><b class="num">2.</b> acc. neut. [[τόγε]], on [[this]] [[account]], for [[this]] [[very]] [[reason]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 290] ἥγε, τόγε, durch das angehängte γε nachdrücklich hervorgehobenes ὁ, ἡ, τό, der ja, der da; oft bei Hom. nur dazu dienend, das Subject noch einmal nachdrücklich hervorzuheben und bestimmter anzudeuten, daß im zweiten Satzgliede dasselbe Subject wie im ersten ist, wo wir uns gewöhnlich mit dem einfachen er, oder er wenigstens, begnügen; αἶψα δὲ νῆας ἔπηξε, πολὺν δ' ὅγε λαὸν ἀγείρας βῆ, Il. 2, 664; bes. auch in disjunctiven Sätzen, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας, ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν, Od. 2, 327, vgl. Il. 12, 239; so auch Her. 2, 173: λάθοι ἂν ἤτοι μανείς, ἢ ὅγε ἀπόπληκτος γενόμενος, oder auch, dem lat. idem entsprechend. Hom. vrbdt auch κεῖνος ὅγε, jener dort, eigtl. jener, der da, Il. 19, 344. 3, 391; selbst mit subst., ὅγ' ἥρως, 5, 308, τόνγε ἄνακτα, 794; – τοίγε steht Il. 12, 240 Od. 20, 390; – τῇγε, hierher gerade, an diesen Ort, Il. 6, 435; – τόγε, deshalb gerade, aus keinem andern Grunde, Il. 5, 827 Od. 17, 401. – Bei den Attikern behält γε seine eigentliche Bdtg und ist nicht mit ὁ zu verbinden, welches der Artikel ist, ὅ γε καλός.

French (Bailly abrégé)

ἥγε, τόγε ; gén. τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε, etc.
I. pron. démonstr. celui-ci, celle-ci, ceci;
II. adv. 1 dat. • τῇγε justement ici, précisément en ce lieu;
2 acc. neutre • τόγε justement pour ce motif.
Étymologie: ὁ, γέ.

Russian (Dvoretsky)

ὅγε: ἥ-γε, τό-γε, gen. τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε (= усиленному ὅ, ἥ, τό) он, сам, этот (часто не переводится): ὅγ᾽ ἥρως Τυδείδην μέθεπε ἵππους Hom. сам же герой пустил коней на Тидея; ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν Hom. он приведет кого-л. из Пилоса или, пожалуй, из Спарты; πάντες ἄρ᾽ οἵγ᾽ ἔθελον πολεμίζειν Ἓκτορι Hom. все они желали сразиться с Гектором - см. тж. τῇγε и τόγε.

Greek (Liddell-Scott)

ὅγε: ἥγε, τόγε, ἢ ὅ γε, ἥ γε, τό γε, ἡ δεικτικὴ ἀντωνυμία ὁ, ἡ, τό, ἐμφαντικωτέρα γινομένη διὰ τῆς προσθήκης τοῦ γε, ὡς τὸ Λατιν. hicce, haecce, hocce, οὗτος, αὕτη, τοῦτο, Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· - τὸ γε σπανίως δύναται νὰ μεταφρασθῇ ἐκτὸς ἐνίοτε δια τοῦ «τῷ ὄντι», ἢ «τοὐλάχιστον», ὅτε ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. hic quidem· κυρίως ἡ ἀντωνυμ. αὕτη χρησιμεύει μᾶλλον ὅπως ὁρίσῃ πρόσωπόν τι ὡς διακεκριμένον ἀπὸ ἄλλων ἢ ὅπως δείξῃ αὐτό, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει ἀπὸ τῆς ὅδε· Ι. μετ’ οὐσιαστ., αὐτὰρ ὅ γ’ ἥρως ὧν ἵππων ἐπιβὰς ἔλαβ’ ἡνία σιγαλόεντα Ἰλ. Ε. 327· εὗρε δὲ τόν γε ἄνακτα ... ἕλκος ἀναψύχοντα αὐτόθι 794· Τεῦκρον ... καὶ Λήιτον ... τοὺς ὅγ’ ἐποτρύνων Ν. 94· οὕτως, πάντες ἄρ’ οἵγ’ ἔθελον Η. 169· ὡσαύτως, κεῖνος ὅγε ... ἧσται Π. 344. ΙΙ. ἐν μιᾷ τῶν προτάσεων τοῦ διαζευκτικοῦ λόγου, ἢ ἐν τῇ πρώτῃ, πατὴρ δ’ ἐμὸς ... ζώει ὅγ’ ᾗ τέθνηκε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Γ. 90., Δ. 821· ἢ ἐν τῇ δευτέρᾳ, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ..., ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν Ὀδ. Β. 326· οὕτω, λάθοι ἂν ἥτοι μανεὶς ἢ ὅγε ἀπόπληκτος γενόμενος Ἡρόδ. 2. 173· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου nunc dextra ingeminans ictus, nunc ille sinistra· οὕτω καὶ ἐν ἀντιθετικῇ προτάσει, Θέτις δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ..., ἀλλ’ ἥγ’ ἀνεδύσετο Ἰλ. Α. 496, πρβλ. Λ. 226. ΙΙΙ. μετὰ τὸ ὥς, οὕτω, Λ. 136, κτλ. IV. Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: 1) δοτ. τῇγε, ἐπὶ τόπου, ἐνταῦθα, εἰς τοῦτον τὸν τόπον, Ζ. 435. 2) αἰτ. τοῦ οὐδ. τόγε, διὰ τοῦτο, διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον, Ε. 827, Ὀδ. Ρ. 401.

English (Autenrieth)

(ὅ γε, etc.): the demonstr. ὅ, ἥ, τό intensified, and yet often employed where we should not only expect no emphasis, but not even any pronoun at all, as in the second of two alternatives, Il. 3.409, Il. 12.240, Od. 2.327 . ὅ γε serves, however, to keep before the mind a person once mentioned (and perhaps returned to after an interruption), thus usually the very opp. of ὃ δέ, which introduces a new person in antithesis.

English (Slater)

ὅγε v. ὁ, γε.

Greek Monotonic

ὅγε: ἥγε, τόγε,
I. η δεικτ. αντων. , , τό, πιο εμφατική με την προσθήκη του γε, όπως Λατ. hicce, haecce, hocce, αυτός, αυτή, αυτό, σε Όμηρ., Ησίοδ., κ.λπ.· το γε σπάνια, πράγματι ή τουλάχιστον, Λατ. quidem.
II. επιρρηματικές χρήσεις:
1. δοτ. τῇγε, λέγεται για τόπο, εδώ, στο συγκεκριμένο αυτό σημείο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αιτ. ουδ. τόγε, γι' αυτόν τον λόγο, γι' αυτόν τον πολύ συγκεκριμένο λόγο, σε Όμηρ.

Middle Liddell

I. ὅγε, ἥγε, τόγε, the demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, made more emphatic by the addition of γε, like Lat. hicce, haecce, hocce, he, she, it, Hom., Hes., etc.:— γε may be rendered sometimes by indeed or at least, Lat. quidem.
II. Adverbial usages:
1. dat. τῇγε, of place, here, on this very spot, Il.
2. acc. neut. τόγε, on this account, for this very reason, Hom.