μειδάω: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meidao | |Transliteration C=meidao | ||
|Beta Code=meida/w | |Beta Code=meida/w | ||
|Definition=[[smile]], Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε | |Definition=[[smile]], Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε Il.1.595, 5.426, Od.4.609, Hes.''Sc.'' 115, etc.; part. μειδήσας, -σασα Il.1.596, etc.; inf. μειδῆσαι ''h.Cer.'' 204; <b class="b3">μείδησε σαρδάνιον</b> (v. [[Σαρδάνιος]]) Od.20.301; opp. [[γελᾶν]], [[laugh aloud]], <b class="b3">μειδῆσαι γελάσαι τε</b> ''h.Cer.''l.c.; <b class="b3">κάρχαρόν τι μειδήσας</b> [[grinning]] so as to show his teeth, Babr.94.6:—pres. is supplied by μειδιάω, used by Hom. only in Ep. part. μειδιόων Il.7.212, 23.786; -ιόωσα 21.491: later 3sg. μειδιάει ''h.Hom.''10.3, μειδιᾷ Theoc.30.5; part. μειδιάων ''h.Hom.''7.14, μειδιῶσα Ar.''Th.''513; inf. μειδιᾶν Pl.''Prm.''130a: impf. ἐμειδία Luc.''DMeretr.''3.2; Ep. [[μειδιάασκε]] ''PLit.Lond.''41, Q.S. 9.117: aor. I ἐμειδίᾱσα Plu.2.172b, Luc.''DDeor.''20.11; inf. μειδιᾶσαι Apollod.1.5.3; part. μειδιάσας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 86d; Aeol. fem. -ιάσαισα Sapph.1.14. (Cf. Skt. smáyati, Lett. [[smaidīt]] 'smile', etc.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = [[μειδιάω]], lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. [[σαρδάνιος]]; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. [[μειδιάω]]. Von [[γελάω]] wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, [[μειδάω]] das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = [[μειδιάω]], lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. [[σαρδάνιος]]; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. [[μειδιάω]]. Von [[γελάω]] wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, [[μειδάω]] das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[μειδῶ]] :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi > smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> [[mirus]], [[miror]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μειδάω:''' (только aor. μειδῆσαι) эп. = [[μειδιάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειδάω''': μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον [[ἁπλῶς]] τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», [[ὥστε]] ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = [[μείδημα]]· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― [[ὥστε]] ἡ Ἑλλην. [[ῥίζα]] ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ Λατ. mir-us, mi-ror). | |lstext='''μειδάω''': μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον [[ἁπλῶς]] τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», [[ὥστε]] ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = [[μείδημα]]· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― [[ὥστε]] ἡ Ἑλλην. [[ῥίζα]] ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ Λατ. mir-us, mi-ror). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μειδάω:''' χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>μείδησε</i>, μτχ. <i>μειδήσας -σασα</i>, [[χαμογελώ]], σε Όμηρ.· [[μορφάζω]], βλ. [[σαρδάνιος]]· πρβλ. [[μειδιάω]]. | |lsmtext='''μειδάω:''' χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>μείδησε</i>, μτχ. <i>μειδήσας -σασα</i>, [[χαμογελώ]], σε Όμηρ.· [[μορφάζω]], βλ. [[σαρδάνιος]]· πρβλ. [[μειδιάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μειδιῶ]], [[μειδιάω]])<br /><b>1.</b> [[γελώ]] μόνο με [[σύσπαση]] τών χειλιών μου [[χωρίς]] ήχο γέλιου, [[χαμογελώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω [[διάθεση]] ευνοϊκή [[απέναντι]] σε κάποιον («η [[τύχη]] άρχισε να μού μειδιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαμογελώ]] ειρωνικά («[[μόλις]] διάβασε το [[γράμμα]] μειδίασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μειδιῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>smei</i>- «[[χαμογελώ]]» [για το <i>s</i>- της ρίζας [[πρβλ]]. <i>φιλομ</i>(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλοσμειδής</i>] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>smayate</i>, -<i>ti</i> «[[χαμογελώ]]», λεττον. <i>smeju</i> «[[χαμογελώ]]», αρχ. σλαβ. <i>sm</i><i>ě</i><i>jọse</i>, <i>smijatise</i> «[[γελώ]]», τοχαρ. Β' <i>smi</i>-<i>mare</i>, λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>rus</i> «[[θαυμαστός]]» ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>smile</i>). Ανερμήνευτη [[ωστόσο]] παραμένει η [[παρουσία]] οδοντικού συμφώνου <i>smeid</i>- στην Ελληνική, [[καθώς]] δεν εμφανίζεται σε [[καμιά]] [[άλλη]] ΙΕ [[γλώσσα]], [[εκτός]] ίσως από το λεττον. <i>smaida</i> «[[χαμογελώ]]». Το ρ. [[μειδιάω]], -<i>ιῶ</i> απαντά στον Όμηρο μόνο στη [[μετοχή]] <i>μειδ</i>-<i>ιόων</i>, -<i>ιόωσα</i>, [[μορφή]] προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειδίαμα]], [[μειδιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειδίασις]], [[μειδιασμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμειδιώ]], [[προσμειδιώ]], [[υπομειδιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διαμειδιώ</i>, [[εμμειδιώ]], [[καταμειδιώ]], [[συνεπιμειδιώ]]]. | |mltxt=(ΑM [[μειδιῶ]], [[μειδιάω]])<br /><b>1.</b> [[γελώ]] μόνο με [[σύσπαση]] τών χειλιών μου [[χωρίς]] ήχο γέλιου, [[χαμογελώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω [[διάθεση]] ευνοϊκή [[απέναντι]] σε κάποιον («η [[τύχη]] άρχισε να μού μειδιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαμογελώ]] ειρωνικά («[[μόλις]] διάβασε το [[γράμμα]] μειδίασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μειδιῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>smei</i>- «[[χαμογελώ]]» [για το <i>s</i>- της ρίζας [[πρβλ]]. <i>φιλομ</i>(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλοσμειδής</i>] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>smayate</i>, -<i>ti</i> «[[χαμογελώ]]», λεττον. <i>smeju</i> «[[χαμογελώ]]», αρχ. σλαβ. <i>sm</i><i>ě</i><i>jọse</i>, <i>smijatise</i> «[[γελώ]]», τοχαρ. Β' <i>smi</i>-<i>mare</i>, λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>rus</i> «[[θαυμαστός]]» ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>smile</i>). Ανερμήνευτη [[ωστόσο]] παραμένει η [[παρουσία]] οδοντικού συμφώνου <i>smeid</i>- στην Ελληνική, [[καθώς]] δεν εμφανίζεται σε [[καμιά]] [[άλλη]] ΙΕ [[γλώσσα]], [[εκτός]] ίσως από το λεττον. <i>smaida</i> «[[χαμογελώ]]». Το ρ. [[μειδιάω]], -<i>ιῶ</i> απαντά στον Όμηρο μόνο στη [[μετοχή]] <i>μειδ</i>-<i>ιόων</i>, -<i>ιόωσα</i>, [[μορφή]] προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειδίαμα]], [[μειδιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειδίασις]], [[μειδιασμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμειδιώ]], [[προσμειδιώ]], [[υπομειδιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διαμειδιώ</i>, [[εμμειδιώ]], [[καταμειδιώ]], [[συνεπιμειδιώ]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[smile]]=== | |||
Abkhaz: аҧышәырччара; Afrikaans: glimlag; Albanian: buzëqesh; Arabic: اِبْتَسَمَ; Armenian: ժպտալ; Asturian: sonrir, sorrir; Azerbaijani: gülümsəmək, təbəssüm etmək, qımışmaq; Bashkir: йылмайыу; Belarusian: усміхацца, усміхнуцца; Breton: mousc'hoarzhin; Bulgarian: усмихвам се, усмихна се; Burmese: ပြုံး; Catalan: somriure; Chepang: ङीःसा; Chinese Cantonese: 笑, 微笑; Mandarin: 微笑, 笑; Min Nan: 麻微笑; Crimean Tatar: külümsemek; Czech: usmívat se, usmát se; Danish: smile; Drung: etsheu; Dutch: [[glimlachen]], [[smuilen]]; Eastern Cham: ꨯꨆꨵꨱ; Esperanto: rideti; Estonian: naeratama; Faroese: smíla, brosa; Finnish: hymyillä; French: [[sourire]]; Galician: sorrir; Georgian: გაღიმება; German: [[lächeln]]; Greek: [[χαμογελώ]], [[χαμογελάω]]; Ancient Greek: [[γελάω]], [[διαμειδιάω]], [[διαμειδιῶ]], [[ἐμμειδιάω]], [[ἐμμειδιῶ]], [[μειδάω]], [[μειδιάω]], [[μειδιῶ]], [[μειδῶ]], [[ὑπογελάω]]; Guaraní: pukavy; Gujarati: મલકવું; Hawaiian: minoʻaka; Hebrew: חייך \ חִיֵּךְ; Hindi: मुस्काना, मुस्कुराना; Hungarian: mosolyog; Hunsrik: lechle; Icelandic: brosa; Ido: ridetar; Indonesian: tersenyum; Ingrian: myhhiä; Interlingua: surrider; Irish: déan miongháire; Italian: [[sorridere]]; Iu Mien: njeic; Japanese: 微笑む, 笑う; Kazakh: езу тарту, жылмың кағу; Khmer: ញញឹម; Korean: 미소를 짓다, 미소짓다, 웃다, 미소하다; Kurdish Central Kurdish: زەردەخەنە کردن; Northern Kurdish: bişirîn, girrnijîn, bişkurrîn, bêdeng kenîn; Kyrgyz: жагуу, жылмаюу, күлүмсүрөө; Lao: ຍິ້ມ; Latin: [[subrideo]], [[surrideo]]; Latvian: smaidīt; Lithuanian: šypsotis; Lun Bawang: merimud; Luxembourgish: lächelen, schmunzen, schmunzelen, schmonzen; Macedonian: се насмевнува, се насмевне; Malayalam: ചിരിക്കുക, പുഞ്ചിരിക്കുക, മന്ദഹസിക്കുക, മന്ദസ്മിതം തൂകുക; Maltese: tbissem; Marathi: हास्य; Mirandese: sunrir; Mongolian Cyrillic: инээмсэглэх; Nahuatl: paqui; Navajo: chʼídinidlóóh; Nepali: मुस्कुराउनु, मुस्काउनु; Occitan: sorire; Old English: smearcian; Oromo: seequu; Pacoh: cacháng; Pashto: تبسم کول, مسکا کول; Persian: لبخند زدن, تبسم کردن; Pipil: paki, paqui; Polish: uśmiechać się, uśmiechnąć się; Portuguese: [[sorrir]]; Quechua: asiy; Rajasthani: मुळकणौ; Romanian: zâmbi, surâde; Romansch: surrir; Russian: [[улыбаться]], [[улыбнуться]], [[усмехаться]], [[усмехнуться]]; Rwanda-Sanskrit: स्मयते; Scottish Gaelic: dèan gàire, dèan snodha-gàire, dèan fàite-gàire; Serbo-Croatian Cyrillic: насмешити се, насмијешити се, осмјехнути се; Roman: nasmešiti se, nasmiješiti se, osmjéhnuti se; S'gaw Karen: နံၤကမှံ; Shan: ယုမ်ႉ, ယုမ်ႉၶူဝ်; Sinhalese: හිනා වෙනවා; Slovak: usmievať sa, usmiať sa; Slovene: nasmihati se, nasmehniti se; Spanish: [[sonreír]]; Swahili: tabasamu; Swedish: le; Tagalog: ngumiti; Tajik: лабханд задан, табассум кардан; Tatar: елмаерга; Tboli: gemé; Thai: ยิ้ม; Tocharian B: smi-; Turkish: gülümsemek, tebessüm etmek; Turkmen: ýyrşarmak; Tuvan: хүлүмзүрүүр; Ukrainian: посміхатися, посміхнутися; Urdu: مسکانا, مسکرانا; Uyghur: كۈلۈمسىرىمەك, كۈلمەك, خۇش خۇيلۇق, تەبەسسۇم قىلماق; Uzbek: iljaymoq, jilmaymoq, tabassum qilmoq; Vietnamese: cười, cười mỉm; Volapük: smililön, smilülön; Welsh: gwenu; White Hmong: luag; Yiddish: שמייכלען, צעשמייכלען; ǃXóõ: ǁqʻàẽ | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 29 May 2024
English (LSJ)
smile, Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε Il.1.595, 5.426, Od.4.609, Hes.Sc. 115, etc.; part. μειδήσας, -σασα Il.1.596, etc.; inf. μειδῆσαι h.Cer. 204; μείδησε σαρδάνιον (v. Σαρδάνιος) Od.20.301; opp. γελᾶν, laugh aloud, μειδῆσαι γελάσαι τε h.Cer.l.c.; κάρχαρόν τι μειδήσας grinning so as to show his teeth, Babr.94.6:—pres. is supplied by μειδιάω, used by Hom. only in Ep. part. μειδιόων Il.7.212, 23.786; -ιόωσα 21.491: later 3sg. μειδιάει h.Hom.10.3, μειδιᾷ Theoc.30.5; part. μειδιάων h.Hom.7.14, μειδιῶσα Ar.Th.513; inf. μειδιᾶν Pl.Prm.130a: impf. ἐμειδία Luc.DMeretr.3.2; Ep. μειδιάασκε PLit.Lond.41, Q.S. 9.117: aor. I ἐμειδίᾱσα Plu.2.172b, Luc.DDeor.20.11; inf. μειδιᾶσαι Apollod.1.5.3; part. μειδιάσας Pl.Phd. 86d; Aeol. fem. -ιάσαισα Sapph.1.14. (Cf. Skt. smáyati, Lett. smaidīt 'smile', etc.)
German (Pape)
[Seite 115] = μειδιάω, lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. σαρδάνιος; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. μειδιάω. Von γελάω wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, μειδάω das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
French (Bailly abrégé)
μειδῶ :
seul. ao. poét. μείδησα;
sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment ou grincer des dents.
Étymologie: p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. skr. Smi > smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. lat. mirus, miror.
Russian (Dvoretsky)
μειδάω: (только aor. μειδῆσαι) эп. = μειδιάω.
Greek (Liddell-Scott)
μειδάω: μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας οὕτως ὥστε νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, ὅπερ ὅμως ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς μετέπειτα, γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ εἶναι ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον ἁπλῶς τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», ὥστε ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = μείδημα· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― ὥστε ἡ Ἑλλην. ῥίζα ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. ὡσαύτως τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
English (Autenrieth)
(root σμι), μειδιάω, part. μειδιόων, -όωσα, aor. μείδησα: smile.
Greek Monolingual
μειδάω (Α)
μειδιώ, χαμογελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μειδιῶ. Το ρ. μαρτυρείται μόνο στο γ' εν. πρόσ., στο αρσ. της μτχ. και στο απρμφ. του αορ. μείδησε, μειδήσας και μειδῆσαι].
Greek Monotonic
μειδάω: χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ μείδησε, μτχ. μειδήσας -σασα, χαμογελώ, σε Όμηρ.· μορφάζω, βλ. σαρδάνιος· πρβλ. μειδιάω.
Middle Liddell
only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, part. μειδήσας, -σασα]
to smile, Hom.: to grin, v. σαρδάνιος. Cf. μειδιάω.
Greek Monolingual
(ΑM μειδιῶ, μειδιάω)
1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ
2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά»)
νεοελλ.
χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα μειδίασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μειδιῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα smei- «χαμογελώ» [για το s- της ρίζας πρβλ. φιλομ(μ)μειδής < φιλοσμειδής] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. smayate, -ti «χαμογελώ», λεττον. smeju «χαμογελώ», αρχ. σλαβ. smějọse, smijatise «γελώ», τοχαρ. Β' smi-mare, λατ. mīrus «θαυμαστός» (πρβλ. αγγλ. smile). Ανερμήνευτη ωστόσο παραμένει η παρουσία οδοντικού συμφώνου smeid- στην Ελληνική, καθώς δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ΙΕ γλώσσα, εκτός ίσως από το λεττον. smaida «χαμογελώ». Το ρ. μειδιάω, -ιῶ απαντά στον Όμηρο μόνο στη μετοχή μειδ-ιόων, -ιόωσα, μορφή προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.
ΠΑΡ. μειδίαμα, μειδιαστικός
αρχ.
μειδίασις, μειδιασμός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμειδιώ, προσμειδιώ, υπομειδιώ
αρχ.
διαμειδιώ, εμμειδιώ, καταμειδιώ, συνεπιμειδιώ].
Translations
smile
Abkhaz: аҧышәырччара; Afrikaans: glimlag; Albanian: buzëqesh; Arabic: اِبْتَسَمَ; Armenian: ժպտալ; Asturian: sonrir, sorrir; Azerbaijani: gülümsəmək, təbəssüm etmək, qımışmaq; Bashkir: йылмайыу; Belarusian: усміхацца, усміхнуцца; Breton: mousc'hoarzhin; Bulgarian: усмихвам се, усмихна се; Burmese: ပြုံး; Catalan: somriure; Chepang: ङीःसा; Chinese Cantonese: 笑, 微笑; Mandarin: 微笑, 笑; Min Nan: 麻微笑; Crimean Tatar: külümsemek; Czech: usmívat se, usmát se; Danish: smile; Drung: etsheu; Dutch: glimlachen, smuilen; Eastern Cham: ꨯꨆꨵꨱ; Esperanto: rideti; Estonian: naeratama; Faroese: smíla, brosa; Finnish: hymyillä; French: sourire; Galician: sorrir; Georgian: გაღიმება; German: lächeln; Greek: χαμογελώ, χαμογελάω; Ancient Greek: γελάω, διαμειδιάω, διαμειδιῶ, ἐμμειδιάω, ἐμμειδιῶ, μειδάω, μειδιάω, μειδιῶ, μειδῶ, ὑπογελάω; Guaraní: pukavy; Gujarati: મલકવું; Hawaiian: minoʻaka; Hebrew: חייך \ חִיֵּךְ; Hindi: मुस्काना, मुस्कुराना; Hungarian: mosolyog; Hunsrik: lechle; Icelandic: brosa; Ido: ridetar; Indonesian: tersenyum; Ingrian: myhhiä; Interlingua: surrider; Irish: déan miongháire; Italian: sorridere; Iu Mien: njeic; Japanese: 微笑む, 笑う; Kazakh: езу тарту, жылмың кағу; Khmer: ញញឹម; Korean: 미소를 짓다, 미소짓다, 웃다, 미소하다; Kurdish Central Kurdish: زەردەخەنە کردن; Northern Kurdish: bişirîn, girrnijîn, bişkurrîn, bêdeng kenîn; Kyrgyz: жагуу, жылмаюу, күлүмсүрөө; Lao: ຍິ້ມ; Latin: subrideo, surrideo; Latvian: smaidīt; Lithuanian: šypsotis; Lun Bawang: merimud; Luxembourgish: lächelen, schmunzen, schmunzelen, schmonzen; Macedonian: се насмевнува, се насмевне; Malayalam: ചിരിക്കുക, പുഞ്ചിരിക്കുക, മന്ദഹസിക്കുക, മന്ദസ്മിതം തൂകുക; Maltese: tbissem; Marathi: हास्य; Mirandese: sunrir; Mongolian Cyrillic: инээмсэглэх; Nahuatl: paqui; Navajo: chʼídinidlóóh; Nepali: मुस्कुराउनु, मुस्काउनु; Occitan: sorire; Old English: smearcian; Oromo: seequu; Pacoh: cacháng; Pashto: تبسم کول, مسکا کول; Persian: لبخند زدن, تبسم کردن; Pipil: paki, paqui; Polish: uśmiechać się, uśmiechnąć się; Portuguese: sorrir; Quechua: asiy; Rajasthani: मुळकणौ; Romanian: zâmbi, surâde; Romansch: surrir; Russian: улыбаться, улыбнуться, усмехаться, усмехнуться; Rwanda-Sanskrit: स्मयते; Scottish Gaelic: dèan gàire, dèan snodha-gàire, dèan fàite-gàire; Serbo-Croatian Cyrillic: насмешити се, насмијешити се, осмјехнути се; Roman: nasmešiti se, nasmiješiti se, osmjéhnuti se; S'gaw Karen: နံၤကမှံ; Shan: ယုမ်ႉ, ယုမ်ႉၶူဝ်; Sinhalese: හිනා වෙනවා; Slovak: usmievať sa, usmiať sa; Slovene: nasmihati se, nasmehniti se; Spanish: sonreír; Swahili: tabasamu; Swedish: le; Tagalog: ngumiti; Tajik: лабханд задан, табассум кардан; Tatar: елмаерга; Tboli: gemé; Thai: ยิ้ม; Tocharian B: smi-; Turkish: gülümsemek, tebessüm etmek; Turkmen: ýyrşarmak; Tuvan: хүлүмзүрүүр; Ukrainian: посміхатися, посміхнутися; Urdu: مسکانا, مسکرانا; Uyghur: كۈلۈمسىرىمەك, كۈلمەك, خۇش خۇيلۇق, تەبەسسۇم قىلماق; Uzbek: iljaymoq, jilmaymoq, tabassum qilmoq; Vietnamese: cười, cười mỉm; Volapük: smililön, smilülön; Welsh: gwenu; White Hmong: luag; Yiddish: שמייכלען, צעשמייכלען; ǃXóõ: ǁqʻàẽ