ὀλολύζω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(c2) |
mNo edit summary |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ololyzo | |Transliteration C=ololyzo | ||
|Beta Code=o)lolu/zw | |Beta Code=o)lolu/zw | ||
|Definition= | |Definition=Od.22.411, etc.: fut. ὀλολύξομαι E.''El.''691, later ὀλολύξω [[LXX]] ''Is.''16.7, ''Am.''8.3: aor. ὠλόλυξα, Ep. ὀλόλυξα (v. infr.):—[[cry with a loud voice]], in Hom. especially of women [[cry aloud|crying aloud]] to the gods in [[prayer]] or [[thanksgiving]], ὣς εἰποῦσ' ὀλόλυξε· θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς Od.4.767, cf. ''h.Ap.''445; <b class="b3">αἱ δ' ὀλόλυξαν</b>, at a sacrifice, Od.3.450; of a cry of [[exultation]], ἴθυσέν ῥ' ὀλολύξαι 22.408, cf. 411; also of the cries of goddesses, ''h.Ap.''119; so later, mostly of women [[crying]] to the gods, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς A.''Eu.''1043 (lyr.); ὠλόλυξεν ἐν μέσαις σταθεῖσα Βάκχαις E.''Ba.''689; mostly in sign of joy (cf. [[ὀλολυγή]]), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα Id.''El.''691, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1327, Theoc. 17.64; μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν, ἀλλ' ὀ. Ar.''Pax''97; ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ' ὀλολύξαι σεμνυνόμενος D.18.259; ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5; of nymphs [[crying aloud]] to Hecate, A.R.3.1218. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] ([[λύζω]]), fut. ὀλολύξω, mit lauter Stimme schreien; eigtl. von der [[ὀλολυγών]], Eust. 1399, 49; bes. zu den Göttern schreien, sowohl um sie anzuflehen, als ihnen zu danken, αἱ δ' ὀλόλυξαν θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη [[παράκοιτις]], Od. 3, 450. 4, 767. 22, 408. 411 H. h. Apoll. 445, immer von Frauen gesagt, wie auch H. h. Apoll. 119 von schreienden Göttinnen; ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς, Aesch. Eum. 995, jauchzet auf, vor Freude; Eur. Bacch. 688; auch im med., ὀλολύξεται [[πᾶν]] [[δῶμα]], El. 691; Ar. Pax. 97; bei Dem. 28, 259 est bes. der laute Ton des Schreiens damit bezeichnet, μὴ γὰρ οἴεσθ' αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δὲ οὐχ ὑπέρλαμπρον; in späterer Prosa, Luc. D. D. 12, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] ([[λύζω]]), fut. ὀλολύξω, [[mit lauter Stimme schreien]]; eigtl. von der [[ὀλολυγών]], Eust. 1399, 49; bes. zu den Göttern schreien, sowohl um sie anzuflehen, als ihnen zu danken, αἱ δ' ὀλόλυξαν θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη [[παράκοιτις]], Od. 3, 450. 4, 767. 22, 408. 411 H. h. Apoll. 445, immer von Frauen gesagt, wie auch H. h. Apoll. 119 von schreienden Göttinnen; ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς, Aesch. Eum. 995, jauchzet auf, vor Freude; Eur. Bacch. 688; auch im med., ὀλολύξεται [[πᾶν]] [[δῶμα]], El. 691; Ar. Pax. 97; bei Dem. 28, 259 est bes. der laute Ton des Schreiens damit bezeichnet, μὴ γὰρ οἴεσθ' αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δὲ οὐχ ὑπέρλαμπρον; in späterer Prosa, Luc. D. D. 12, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὀλολύξομαι, <i>réc.</i> ὀλολύξω, <i>ao.</i> ὠλόλυξα, <i>épq.</i> ὀλόλυξα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> [[pousser des cris aigus et prolongés]];<br /><b>2</b> [[pousser des cris de joie]] <i>ou</i> de douleur.<br />'''Étymologie:''' ὀλυγ-, avec redoubl. ; cf. <i>lat.</i> [[ulalo]], [[mot formé par onomatopée]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλολύζω:''' атт. [[ὀλολύττω]] (fut. ὀλολύξομαι, aor. ὠλόλυξα - эп. ὀλόλυξα) [[издавать крики]] (радости или скорби), [[кричать]], [[вопить]] Hom., Aesch., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλολύζω''': Ἀριστοφ. Εἰρ. 97, Δημ.· μέλλ. -ύξομαι Εὐρ. Ἠλ. 691, -ύξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ὠλόλυξα, Ἐπικ. ὀλ-, ἴδε κατωτ.· ― πρβλ. ἀν-, ἐπολολύζω. Ἐκπέμπω λιγυρὰν φωνήν, [[κράζω]] μεγαλοφώνως, ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν ἐπικαλουμένων τοὺς θεοὺς ἐν δεήσεσιν ἢ εὐχαριστίαις, ὡς εἰποῦσ’ ὀλόλυξε· θεὰ δὲ οἰ. ἔκλυεν ἀρῆς Ὀδ. Δ. 767· αἱ δ’ ὀλολύξαν, ἐν θυσίᾳ, Γ. 450· ἴθυσέν ῥ, ὀλολύξαι Χ. 408, [[ἔνθα]] σημαίνει κραυγὴν χαρᾶς, πρβλ. 411, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 445· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν θεαινῶν, ὁ αὐτ. 119· ― οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν εὐχομένων πρὸς τοὺς θεοὺς, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1043· ὠλόλυξεν ἐν μέσαις, σταθεῖσα Βάκχαις Εὐρ. Βάκχ. 689 καὶ τὸ πλεῖστον εἰς [[σημεῖον]] χαρᾶς (πρβλ. [[ὀλολυγή]]), ἢν μὲν ἔλθῃ [[πύστις]] εὐτυχὴς [[σέθεν]], ὀλολύξεται πᾶν [[δῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 691, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1327, Θεόκρ. 17. 64· μὴ φλαῦρόν τι γρύζειν, ἀλλ’ ὀλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 97· ἐπὶ τῷ μηδένα [[πώποτε]] τηλικοῦτ’ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος Δημ. 313. 20· ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Ἠλιόδ. 3. 5· ― σπανίως ἐπὶ λύπης, ὡς τὸ Λατ. ululare, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1218. (Πρβλ. ὀλολῡγή, ὀλολυγμός, -μα, ὀλολυγών· Σανσκρ. ulul-is (ululatus), ulûk-as (γλαῦξ, Ἀγγλ. owl), Λατ. ulul-o, ulul-atus, ulul-a ([[ὀλολύζω]], Ἀγγλ. howl).) ― Σημ. Καὶ νῦν ἔτι ἐν Παλαιστίνῃ καὶ Αἰγύπτῳ αἱ γυναῖκες καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν πένθει ὀλολύζουσιν ἐκπέμπουσαι διὰ τοῦ λάρυγγος ὀξεῖς ὀλολυγμοὺς. | |lstext='''ὀλολύζω''': Ἀριστοφ. Εἰρ. 97, Δημ.· μέλλ. -ύξομαι Εὐρ. Ἠλ. 691, -ύξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ὠλόλυξα, Ἐπικ. ὀλ-, ἴδε κατωτ.· ― πρβλ. ἀν-, ἐπολολύζω. Ἐκπέμπω λιγυρὰν φωνήν, [[κράζω]] μεγαλοφώνως, ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν ἐπικαλουμένων τοὺς θεοὺς ἐν δεήσεσιν ἢ εὐχαριστίαις, ὡς εἰποῦσ’ ὀλόλυξε· θεὰ δὲ οἰ. ἔκλυεν ἀρῆς Ὀδ. Δ. 767· αἱ δ’ ὀλολύξαν, ἐν θυσίᾳ, Γ. 450· ἴθυσέν ῥ, ὀλολύξαι Χ. 408, [[ἔνθα]] σημαίνει κραυγὴν χαρᾶς, πρβλ. 411, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 445· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν θεαινῶν, ὁ αὐτ. 119· ― οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν εὐχομένων πρὸς τοὺς θεοὺς, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1043· ὠλόλυξεν ἐν μέσαις, σταθεῖσα Βάκχαις Εὐρ. Βάκχ. 689 καὶ τὸ πλεῖστον εἰς [[σημεῖον]] χαρᾶς (πρβλ. [[ὀλολυγή]]), ἢν μὲν ἔλθῃ [[πύστις]] εὐτυχὴς [[σέθεν]], ὀλολύξεται πᾶν [[δῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 691, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1327, Θεόκρ. 17. 64· μὴ φλαῦρόν τι γρύζειν, ἀλλ’ ὀλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 97· ἐπὶ τῷ μηδένα [[πώποτε]] τηλικοῦτ’ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος Δημ. 313. 20· ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Ἠλιόδ. 3. 5· ― σπανίως ἐπὶ λύπης, ὡς τὸ Λατ. ululare, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1218. (Πρβλ. ὀλολῡγή, ὀλολυγμός, -μα, ὀλολυγών· Σανσκρ. ulul-is (ululatus), ulûk-as (γλαῦξ, Ἀγγλ. owl), Λατ. ulul-o, ulul-atus, ulul-a ([[ὀλολύζω]], Ἀγγλ. howl).) ― Σημ. Καὶ νῦν ἔτι ἐν Παλαιστίνῃ καὶ Αἰγύπτῳ αἱ γυναῖκες καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν πένθει ὀλολύζουσιν ἐκπέμπουσαι διὰ τοῦ λάρυγγος ὀξεῖς ὀλολυγμοὺς. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. ὀλόλυξα: [[cry | |auten=aor. ὀλόλυξα: [[cry out]] [[cry aloud]], only of women, either with [[jubilant]] [[voice]] or in [[lamentation]], Od. 22.408, Od. 4.767. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=an onomatopoetic [[verb]] (cf. the [[similar]] ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German [[term]].-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to [[howl]], [[wail]], [[lament]]: | |txtha=an onomatopoetic [[verb]] (cf. the [[similar]] ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German [[term]].-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to [[howl]], [[wail]], [[lament]]: Homer down of a [[loud]] [[cry]], [[whether]] of [[joy]] or of [[grief]]; the Sept. for הֵילִיל.) (Synonym: cf. [[κλαίω]], at the [[end]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλολύζω]] και [[ολολύττω]])<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές, [[θρηνώ]] [[γοερά]], [[οδύρομαι]], [[ολοφύρομαι]], [[σκούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[ιδίως]] για [[επίκληση]] [[γυναικών]] [[προς]] τους θεούς ή ως [[εκδήλωση]] χαράς («ὡς | |mltxt=(ΑΜ [[ὀλολύζω]] και [[ολολύττω]])<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές, [[θρηνώ]] [[γοερά]], [[οδύρομαι]], [[ολοφύρομαι]], [[σκούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[ιδίως]] για [[επίκληση]] [[γυναικών]] [[προς]] τους θεούς ή ως [[εκδήλωση]] χαράς («ὡς εἰποῦσ' ὀλόλυξε<br />θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα που έχει προέλθει από [[ονοματοποιία]] με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -<i>ύζω</i>, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>βαΰζω</i>, [[γογγύζω]], <i>ιΰζω</i>, [[κοκκύζω]]). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>ululo</i> «[[ουρλιάζω]], [[ολολύζω]]», <i>ulula</i> «[[κουκουβάγια]]», αρχ. ινδ. <i>ululi</i>- «αυτός που ουρλιάζει», <i>ul</i><i>ū</i><i>ka</i>- «[[κουκουβάγια]]», λιθουαν. <i>ulula</i> (<i>ba</i><i>ň</i><i>gos</i>) «ουρλιάζουν τα κύματα» (<b>βλ.</b> και λ. <i>υλώ</i>). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε [[κοινή]] [[ρίζα]] <i>ul</i>- «[[κλαίω]], [[ουρλιάζω]]». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. [[ὀλολύζω]] ανάγεται σ' αυτήν τη [[ρίζα]], θα [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το επιφών. [[ἐλελεῦ]] «πολεμική [[κραυγή]], [[κραυγή]] πόνου, χαράς», [[οπότε]] η [[διαφορά]] στον φωνηεντισμό θα [[πρέπει]] να οφείλεται σε [[ετεροίωση]]. Το ρ. [[ὀλολύζω]] έχει ιδιαίτερη τελετουργική [[αξία]], χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται [[κυρίως]] από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. [[ἀλαλάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. | |lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ὀλόλυξα</i>· [[κραυγάζω]] επικαλούμενος τους θεούς, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to cry out loudly; to call]], [[to shout with joy]], [[to moan (to the gods)]], especially of women (mostly poet.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ύττω</b> Men.), aor. <b class="b3">ὀλολ-ύξαι</b> (Od.), fut. <b class="b3">-ύξομαι</b> (E.), <b class="b3">-ύξω</b> (LXX).<br />Compounds: Also w. prefix, esp. <b class="b3">ἀν-</b>, <b class="b3">ἐπ-</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">ὀλολυγ-ή</b> f. (Z 301) with <b class="b3">-αία</b> f. surn. of the [[νυκτερίς]] (tomb-epigr.), <b class="b3">-μός</b> m. (A.), <b class="b3">-μα</b> (E.) <b class="b2">loud outcry (of joy)</b>, mostly of women, that invoke a God; <b class="b3">-ών</b>, <b class="b3">-όνος</b> f. <b class="b2">quacking of a frog etc.</b> (Arist., Ael., Plu.), also name of an unknown animal (bird), Lat. [[acredula]] (Eub., Theoc., Arat.), s. Harder Glotta 12, 137 ff., also Thompson Birds s.v.; <b class="b3">ὀλολύκ-τρια</b> f. [[professional mourning woman]] (Pergam. IIa), <b class="b3">-τόλης</b> m. [[crier]] (An. Ox.; cf. e.g. [[σκωπτόλης]], <b class="b3">ὑλα-κτ-έω</b>). Backformations [[ὄλολοι]] m. pl. = <b class="b3">δεισι-δαίμονες</b> (Theopomp. Com., Men.), [[ὄλολυς]] m. after Phot. = <b class="b3">ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος</b> (Anaxandr., Men.).<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation with the same ending as in [[ἰύζω]], [[βαΰζω]] etc. (Schwyzer 716); on the reduplication Schw. 423, Chantraine Gramm. hom. 1, 376. Similar, genetically or elementarily cognate, formations are Lat. [[ululāre]] [[howl]], [[ulula]] f. [[owl]], Skt. <b class="b2">ululí-</b> [[loudly crying]], <b class="b2">úlūka-</b> m. [[owl]], Lith. [[ulula]] (<b class="b2">bañgos</b>) <b class="b2">(the waves) howl</b>, all with [[u]]; s. WP. 1, 194, W.-Hofmann s. [[ulula]] w. further forms. Besides [[ὀλολύζω]] with dissimilation <b class="b3">ο--υ</b> or ablauting to [[ἐλελεῦ]] (s. v.), cf. Pok. 306 a. 1105. Cf. also Theander Eranos 15, 98ff. with debatable or rejectable combinations (s. on [[ἔλεγος]] w. lit., also v. Windekens Le Pelasgique 63 a. 65); Deubner BerlAkAbh. 1941 : 1. -- Cf. [[ὀλοφύρομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':ÑlolÚzw 哦羅呂索< | |sngr='''原文音譯''':ÑlolÚzw 哦羅呂索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':哀號 相當於: ([[יָלַל]]‎)<br />'''字義溯源''':哀號^,喊叫,哭號,號咷<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 號咷(1) 雅5:1 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=βγάζω δυνατή [[κραυγή]]). Λέξη ὀνοματοποιημένη ἀπό τή ρίζα ολ μέ ἀναδιπλασιασμό: ολ-ολύγ-j-ω → [[ὀλολύζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλολυγή]] (=δυνατή [[κραυγή]]), [[ὀλόλυγμα]], [[ὀλολυγμός]], [[ὀλολυγών]] (=[[κραυγή]] τοῦ ἀρσενικοῦ βατράχου, γιά νά φανέρωσει τήν [[ἀγάπη]] του στό θηλυκό), [[ὀλολυγαία]] (=[[νυχτερίδα]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 16 December 2024
English (LSJ)
Od.22.411, etc.: fut. ὀλολύξομαι E.El.691, later ὀλολύξω LXX Is.16.7, Am.8.3: aor. ὠλόλυξα, Ep. ὀλόλυξα (v. infr.):—cry with a loud voice, in Hom. especially of women crying aloud to the gods in prayer or thanksgiving, ὣς εἰποῦσ' ὀλόλυξε· θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς Od.4.767, cf. h.Ap.445; αἱ δ' ὀλόλυξαν, at a sacrifice, Od.3.450; of a cry of exultation, ἴθυσέν ῥ' ὀλολύξαι 22.408, cf. 411; also of the cries of goddesses, h.Ap.119; so later, mostly of women crying to the gods, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς A.Eu.1043 (lyr.); ὠλόλυξεν ἐν μέσαις σταθεῖσα Βάκχαις E.Ba.689; mostly in sign of joy (cf. ὀλολυγή), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα Id.El.691, cf. Ar.Eq.1327, Theoc. 17.64; μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν, ἀλλ' ὀ. Ar.Pax97; ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ' ὀλολύξαι σεμνυνόμενος D.18.259; ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5; of nymphs crying aloud to Hecate, A.R.3.1218.
German (Pape)
[Seite 325] (λύζω), fut. ὀλολύξω, mit lauter Stimme schreien; eigtl. von der ὀλολυγών, Eust. 1399, 49; bes. zu den Göttern schreien, sowohl um sie anzuflehen, als ihnen zu danken, αἱ δ' ὀλόλυξαν θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη παράκοιτις, Od. 3, 450. 4, 767. 22, 408. 411 H. h. Apoll. 445, immer von Frauen gesagt, wie auch H. h. Apoll. 119 von schreienden Göttinnen; ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς, Aesch. Eum. 995, jauchzet auf, vor Freude; Eur. Bacch. 688; auch im med., ὀλολύξεται πᾶν δῶμα, El. 691; Ar. Pax. 97; bei Dem. 28, 259 est bes. der laute Ton des Schreiens damit bezeichnet, μὴ γὰρ οἴεσθ' αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δὲ οὐχ ὑπέρλαμπρον; in späterer Prosa, Luc. D. D. 12, 1.
French (Bailly abrégé)
f. ὀλολύξομαι, réc. ὀλολύξω, ao. ὠλόλυξα, épq. ὀλόλυξα, pf. inus.
1 pousser des cris aigus et prolongés;
2 pousser des cris de joie ou de douleur.
Étymologie: ὀλυγ-, avec redoubl. ; cf. lat. ulalo, mot formé par onomatopée.
Russian (Dvoretsky)
ὀλολύζω: атт. ὀλολύττω (fut. ὀλολύξομαι, aor. ὠλόλυξα - эп. ὀλόλυξα) издавать крики (радости или скорби), кричать, вопить Hom., Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλολύζω: Ἀριστοφ. Εἰρ. 97, Δημ.· μέλλ. -ύξομαι Εὐρ. Ἠλ. 691, -ύξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ὠλόλυξα, Ἐπικ. ὀλ-, ἴδε κατωτ.· ― πρβλ. ἀν-, ἐπολολύζω. Ἐκπέμπω λιγυρὰν φωνήν, κράζω μεγαλοφώνως, ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν ἐπικαλουμένων τοὺς θεοὺς ἐν δεήσεσιν ἢ εὐχαριστίαις, ὡς εἰποῦσ’ ὀλόλυξε· θεὰ δὲ οἰ. ἔκλυεν ἀρῆς Ὀδ. Δ. 767· αἱ δ’ ὀλολύξαν, ἐν θυσίᾳ, Γ. 450· ἴθυσέν ῥ, ὀλολύξαι Χ. 408, ἔνθα σημαίνει κραυγὴν χαρᾶς, πρβλ. 411, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 445· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν θεαινῶν, ὁ αὐτ. 119· ― οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν εὐχομένων πρὸς τοὺς θεοὺς, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1043· ὠλόλυξεν ἐν μέσαις, σταθεῖσα Βάκχαις Εὐρ. Βάκχ. 689 καὶ τὸ πλεῖστον εἰς σημεῖον χαρᾶς (πρβλ. ὀλολυγή), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 691, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1327, Θεόκρ. 17. 64· μὴ φλαῦρόν τι γρύζειν, ἀλλ’ ὀλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 97· ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ’ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος Δημ. 313. 20· ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Ἠλιόδ. 3. 5· ― σπανίως ἐπὶ λύπης, ὡς τὸ Λατ. ululare, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1218. (Πρβλ. ὀλολῡγή, ὀλολυγμός, -μα, ὀλολυγών· Σανσκρ. ulul-is (ululatus), ulûk-as (γλαῦξ, Ἀγγλ. owl), Λατ. ulul-o, ulul-atus, ulul-a (ὀλολύζω, Ἀγγλ. howl).) ― Σημ. Καὶ νῦν ἔτι ἐν Παλαιστίνῃ καὶ Αἰγύπτῳ αἱ γυναῖκες καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν πένθει ὀλολύζουσιν ἐκπέμπουσαι διὰ τοῦ λάρυγγος ὀξεῖς ὀλολυγμοὺς.
English (Autenrieth)
aor. ὀλόλυξα: cry out cry aloud, only of women, either with jubilant voice or in lamentation, Od. 22.408, Od. 4.767.
English (Strong)
a reduplicated primary verb; to "howl" or "halloo", i.e. shriek: howl.
English (Thayer)
an onomatopoetic verb (cf. the similar ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German term.-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to howl, wail, lament: Homer down of a loud cry, whether of joy or of grief; the Sept. for הֵילִיל.) (Synonym: cf. κλαίω, at the end.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω)
βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω
αρχ.
κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῦσ' ὀλόλυξε
θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα που έχει προέλθει από ονοματοποιία με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -ύζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (πρβλ. βαΰζω, γογγύζω, ιΰζω, κοκκύζω). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. λατ. ululo «ουρλιάζω, ολολύζω», ulula «κουκουβάγια», αρχ. ινδ. ululi- «αυτός που ουρλιάζει», ulūka- «κουκουβάγια», λιθουαν. ulula (baňgos) «ουρλιάζουν τα κύματα» (βλ. και λ. υλώ). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε κοινή ρίζα ul- «κλαίω, ουρλιάζω». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. ὀλολύζω ανάγεται σ' αυτήν τη ρίζα, θα πρέπει να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφών. ἐλελεῦ «πολεμική κραυγή, κραυγή πόνου, χαράς», οπότε η διαφορά στον φωνηεντισμό θα πρέπει να οφείλεται σε ετεροίωση. Το ρ. ὀλολύζω έχει ιδιαίτερη τελετουργική αξία, χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται κυρίως από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. ἀλαλάζω.
Greek Monotonic
ὀλολύζω: μέλ. -ύξομαι· Επικ. αόρ. αʹ ὀλόλυξα· κραυγάζω επικαλούμενος τους θεούς, φωνάζω δυνατά, λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to cry out loudly; to call, to shout with joy, to moan (to the gods), especially of women (mostly poet.).
Other forms: (-ύττω Men.), aor. ὀλολ-ύξαι (Od.), fut. -ύξομαι (E.), -ύξω (LXX).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἀν-, ἐπ-.
Derivatives: ὀλολυγ-ή f. (Z 301) with -αία f. surn. of the νυκτερίς (tomb-epigr.), -μός m. (A.), -μα (E.) loud outcry (of joy), mostly of women, that invoke a God; -ών, -όνος f. quacking of a frog etc. (Arist., Ael., Plu.), also name of an unknown animal (bird), Lat. acredula (Eub., Theoc., Arat.), s. Harder Glotta 12, 137 ff., also Thompson Birds s.v.; ὀλολύκ-τρια f. professional mourning woman (Pergam. IIa), -τόλης m. crier (An. Ox.; cf. e.g. σκωπτόλης, ὑλα-κτ-έω). Backformations ὄλολοι m. pl. = δεισι-δαίμονες (Theopomp. Com., Men.), ὄλολυς m. after Phot. = ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος (Anaxandr., Men.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation with the same ending as in ἰύζω, βαΰζω etc. (Schwyzer 716); on the reduplication Schw. 423, Chantraine Gramm. hom. 1, 376. Similar, genetically or elementarily cognate, formations are Lat. ululāre howl, ulula f. owl, Skt. ululí- loudly crying, úlūka- m. owl, Lith. ulula (bañgos) (the waves) howl, all with u; s. WP. 1, 194, W.-Hofmann s. ulula w. further forms. Besides ὀλολύζω with dissimilation ο--υ or ablauting to ἐλελεῦ (s. v.), cf. Pok. 306 a. 1105. Cf. also Theander Eranos 15, 98ff. with debatable or rejectable combinations (s. on ἔλεγος w. lit., also v. Windekens Le Pelasgique 63 a. 65); Deubner BerlAkAbh. 1941 : 1. -- Cf. ὀλοφύρομαι.
Middle Liddell
to cry to the gods with a loud voice, cry aloud, of women crying aloud to the gods in prayer or thanksgiving, Od., Hhymn. Apoll.; so also in Aesch., Eur., etc.
Frisk Etymology German
ὀλολύζω: {ololúzō}
Forms: (-ύττω Men.), Aor. ὀλολύξαι (seit Od.), Fut. -ύξομαι (E.), -ύξω (LXX),
Grammar: v.
Meaning: ‘laut aufschreien, (zu den Göttern) rufen, aufjauchzen, aufjammern’, bes. von Weibern (fast nur poet.).
Composita : auch m. Präfix, bes. ἀν-, ἐπ-,
Derivative: Davon ὀλολυγή f. (seit Z 301) mit -αία f. Bein. der νυκτερίς (Grabepigr.), -μός m. (A. usw.), -μα (E. u.a.) ‘lautes Aufschreien (vor Freude)’, meist von Weibern, die einen Gott anrufen (vorw. poet.); -ών, -όνος f. das Quaken eines Frosches (Arist., Ael., Plu.), auch Bez. eines unbekannten Tieres (Vogels), lat. acredula (Eub., Theok., Arat.u.a.),s.Harder Glotta 12, 137 ff., auch Thompson Birds s.v.; ὀλολύκτρια f. berufliches Klageweib (Pergam. IIa), -τόλης m. Schreier (An. Ox.; vgl. z.B. σκωπτόλης, ὑλακτέω). Rückbildungen ὄλολοι m. pl. = δεισιδαίμονες (Theopomp. Kom., Men.), ὄλολυς m. nach Phot. = ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος (Anaxandr., Men.).
Etymology : Onomatopoetische Reduplikationsbildung mit demselben Ausgang wie in ἰύζω, βαΰζω usw. (Schwyzer 716); zur Reduplikation Schw. 423, Chantraine Gramm. hom. 1, 376. Ähnliche, genetisch oder elementar verwandte, Bildungen sind. lat. ululāre heulen, ulula f. Kauz, aind. ululí- laut schreiend, úlūka- m. Eule, lit. ulula (bañgos) ‘es heulen (die Wellen)’, alle indessen mit u; s. WP. 1, 194, W.-Hofmann s. ulula m. weiteren Formen und Lit. Daneben ὀλολύζω mit Dissimilation ο—υ oder ablautend zu ἐλελεῦ (s. d.), vgl. Pok. 306 u. 1105. Vgl. noch Theander Eranos 15, 98ff. mit anfechtbaren oder abzulehnenden Kombinationen (s. zu ἔλεγος m. Lit., auch v. Windekens Le Pelasgique 63 u. 65); Deubner BerlAkAbh. 1941 : 1. — Vgl. ὀλοφύρομαι.
Page 2,379-380
Chinese
原文音譯:ÑlolÚzw 哦羅呂索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:哀號 相當於: (יָלַל)
字義溯源:哀號^,喊叫,哭號,號咷
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 號咷(1) 雅5:1
Mantoulidis Etymological
(=βγάζω δυνατή κραυγή). Λέξη ὀνοματοποιημένη ἀπό τή ρίζα ολ μέ ἀναδιπλασιασμό: ολ-ολύγ-j-ω → ὀλολύζω.
Παράγωγα: ὀλολυγή (=δυνατή κραυγή), ὀλόλυγμα, ὀλολυγμός, ὀλολυγών (=κραυγή τοῦ ἀρσενικοῦ βατράχου, γιά νά φανέρωσει τήν ἀγάπη του στό θηλυκό), ὀλολυγαία (=νυχτερίδα).