ἀπειρέσιος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(1a)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀπειρέσιος
|Full diacritics=ᾰ̓πειρέσῐος
|Medium diacritics=ἀπειρέσιος
|Medium diacritics=ἀπειρέσιος
|Low diacritics=απειρέσιος
|Low diacritics=απειρέσιος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeiresios
|Transliteration C=apeiresios
|Beta Code=a)peire/sios
|Beta Code=a)peire/sios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boundless, immense</b>, <b class="b3">γαῖα, ὀϊζύς</b>, <span class="bibl">Il.20.58</span>, <span class="bibl">Od.11.621</span>; δῆρις <span class="bibl">Batr.4</span>; <b class="b2">countless</b>, ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι <span class="bibl">Od.19.174</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>134.4</span>, <span class="bibl">Theoc.25.100</span>; ὄρνιθες <span class="bibl">Simon.40</span>; <b class="b3">. εἶδος</b> <b class="b2">untold</b> beauty, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>33</span>; once in Trag., . πόνοι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>928</span> (lyr.): neut. as Adv., <span class="bibl">Q.S.2.179</span>, <span class="bibl">3.386</span>. (Like <b class="b3">ἀπερείσιος</b>, by metrical lengthening for <b class="b3">Απερέσιος;</b> root <b class="b2">per-</b> in πεῖραρ, ἄπειρος B.) </span>
|Definition=α, ον, [[boundless]], [[immense]], [[γαῖα]], [[ὀϊζύς]], Il.20.58, Od.11.621; δῆρις Batr.4; [[countless]], ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι Od.19.174, cf. Hes.Fr.134.4, Theoc.25.100; ὄρνιθες Simon.40; ἀπειρέσιον [[εἶδος]] = [[untold]] [[beauty]], Hes.Fr.33; once in Trag., ἀπειρέσιοι πόνοι S.Aj.928 (lyr.): neut. as adverb, Q.S.2.179, 3.386. (Like [[ἀπερείσιος]], by metrical lengthening for [[ἀπερέσιος]]; root περ- in [[πεῖραρ]], [[ἄπειρος]] B.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> c. otro alarg. métr. [[ἀπερείσιος]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, Hes.<i>Fr</i>.198.10; ἀπερίσιος Orph.<i>Fr</i>.31.11, <i>PGurob</i> 1.11 (III a.C.)<br /><b class="num">I</b> en sg.<br /><b class="num">1</b> [[infinito]], [[inmenso]] γαῖα <i>Il</i>.20.58, ὀϊζύς <i>Od</i>.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, [[δῆρις]] <i>Batr</i>.4, [[ἄλγος]] <i>AP</i> 7.363, θοίνη <i>Buc.Anon</i>.13, ἠχώ Nonn.<i>D</i>.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron</i> Q.S.2.179.<br /><b class="num">2</b> fig. [[indecible]], [[prodigioso]] [[εἶδος]] Hes.<i>Fr</i>.22.7, [[Δῆλος]] sagrada Delos</i> Thgn.8.<br /><b class="num">II</b> en plu. [[innumerables]], [[numerosísimos]] [[ἄποινα]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, ἕδνα <i>Il</i>.16.178, <i>Od</i>.19.529, Hes.<i>Fr</i>.198.10, αἶγες <i>Od</i>.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, <i>PGurob</i> [[l.c.]] (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.<i>D</i>.30.220<br /><b class="num"></b>intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι <i>Od</i>.19.174, ἄνδρες Hes.<i>Fr</i>.240.4.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De [[ἀ-]] priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘[[fin]]’, ‘[[término]]’, con alarg. métrico como tb. [[ἀπερείσιος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] α, ον, verlängerte Form von [[ἄπειρος]], vgl. [[ἀπερείσιος]], unbegrenzt, unermeßlich groß, [[γαῖα]] Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] α, ον, verlängerte Form von [[ἄπειρος]], vgl. [[ἀπερείσιος]], unbegrenzt, unermeßlich groß, [[γαῖα]] Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[infini]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄπειρος]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειρέσιος:''' Hom., Hes., Batr., Soph. = [[ἄπειρος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειρέσιος''': -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[σημασία]] ΙΙ), [[ἀπέραντος]], [[ἄπειρος]], [[μέγας]], [[γαῖα]], ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· [[δῆρις]] Βατραχομ. 4: [[ἀναρίθμητος]], [[πολύς]], ἄνθρωποι, ἄνδρες, [[ἔεδνα]], [[ἄποινα]] Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἀπ. [[εἶδος]], [[ἄφατος]] [[καλλονή]], Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. [[ἀπείριτος]], [[ἀπερείσιος]].
|lstext='''ἀπειρέσιος''': -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[σημασία]] ΙΙ), [[ἀπέραντος]], [[ἄπειρος]], [[μέγας]], [[γαῖα]], ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· [[δῆρις]] Βατραχομ. 4: [[ἀναρίθμητος]], [[πολύς]], ἄνθρωποι, ἄνδρες, [[ἔεδνα]], [[ἄποινα]] Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἀπ. [[εἶδος]], [[ἄφατος]] [[καλλονή]], Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. [[ἀπείριτος]], [[ἀπερείσιος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />infini.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄπειρος]]².
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=and [[ἀπερείσιος]], 3 ([[πέρας]], πείρατα): [[unlimited]], [[boundless]], [[infinite]], of [[quantity]] or numbers, γαῖαν ἀπειρεσίην, Il. 20.58; ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, Od. 19.174; ἀπερείσἰ [[ἄποινα]], Il. 1.13.
|auten=and [[ἀπερείσιος]], 3 ([[πέρας]], πείρατα): [[unlimited]], [[boundless]], [[infinite]], of [[quantity]] or numbers, γαῖαν ἀπειρεσίην, Il. 20.58; ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, Od. 19.174; ἀπερείσἰ [[ἄποινα]], Il. 1.13.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> c. otro alarg. métr. [[ἀπερείσιος]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, Hes.<i>Fr</i>.198.10; ἀπερίσιος Orph.<i>Fr</i>.31.11, <i>PGurob</i> 1.11 (III a.C.)<br /><b class="num">I</b> en sg.<br /><b class="num">1</b> [[infinito]], [[inmenso]] γαῖα <i>Il</i>.20.58, ὀϊζύς <i>Od</i>.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, [[δῆρις]] <i>Batr</i>.4, [[ἄλγος]] <i>AP</i> 7.363, θοίνη <i>Buc.Anon</i>.13, ἠχώ Nonn.<i>D</i>.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron</i> Q.S.2.179.<br /><b class="num">2</b> fig. [[indecible]], [[prodigioso]] [[εἶδος]] Hes.<i>Fr</i>.22.7, [[Δῆλος]] sagrada Delos</i> Thgn.8.<br /><b class="num">II</b> en plu. [[innumerables]], [[numerosísimos]] [[ἄποινα]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, ἕδνα <i>Il</i>.16.178, <i>Od</i>.19.529, Hes.<i>Fr</i>.198.10, αἶγες <i>Od</i>.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, <i>PGurob</i> l.c. (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.<i>D</i>.30.220<br /><b class="num">•</b>intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι <i>Od</i>.19.174, ἄνδρες Hes.<i>Fr</i>.240.4.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De ἀ- priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘fin’, ‘término’, con alarg. métrico como tb. [[ἀπερείσιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπειρέσιος]], -α, -ον κ. [[απερείσιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη [[θέση]] της λ. στον στίχο. Ο [[παράλληλος]] τ. [[απείριτος]] απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. [[πόντος]], ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική [[γλώσσα]] χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. [[απειρέσιος]] πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του [[πείρω]] <i>α</i> -<i>πέρ</i> -<i>ετος</i> παρεκτεταμένο με το [[επίθημα]] -<i>ιος</i> ή από το <i>απείρετος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πείραρ]] «[[τέρμα]]». Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[απείριτος]] προέρχεται από τ. <i>α</i> -<i>περι</i> -<i>ιτος</i>, όπου <i>ιτος</i> ρηματ. επίθ. του [[είμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμάξιτος</i>), δεν ικανοποιεί].
|mltxt=[[ἀπειρέσιος]], -α, -ον κ. [[απερείσιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη [[θέση]] της λ. στον στίχο. Ο [[παράλληλος]] τ. [[απείριτος]] απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. [[πόντος]], ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική [[γλώσσα]] χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. [[απειρέσιος]] πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του [[πείρω]] <i>α</i> -<i>πέρ</i> -<i>ετος</i> παρεκτεταμένο με το [[επίθημα]] -<i>ιος</i> ή από το <i>απείρετος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πείραρ]] «[[τέρμα]]». Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[απείριτος]] προέρχεται από τ. <i>α</i> -<i>περι</i> -<i>ιτος</i>, όπου <i>ιτος</i> ρηματ. επίθ. του [[είμι]] ([[πρβλ]]. <i>αμάξιτος</i>), δεν ικανοποιεί].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειρέσιος:''' -α, -ον, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἄπειρος]] (Β), [[απεριόριστος]], [[απέραντος]], απροσμέτρητος, [[αναρίθμητος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀπειρέσιος:''' -α, -ον, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἄπειρος]] (Β), [[απεριόριστος]], [[απέραντος]], απροσμέτρητος, [[αναρίθμητος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειρέσιος:''' Hom., Hes., Batr., Soph. = [[ἄπειρος]] II.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=ἀπερείσιος<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[endless]], [[immense]] (Il.).<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀπείριτος</b> (Od.)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: For <b class="b3">*ἀπερέσιος</b>, a <b class="b3">ιο-</b>derivation of <b class="b3">*ἀ-περ-ετος</b>, a privative verbal adjective to [[πείρω]] (q. v.), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning <b class="b3">ἀπείριτος</b> (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear <b class="b3">-ι-</b>. Not from <b class="b3">*ἀπερι-ι-τος</b> (to <b class="b3">ἰέναι</b>, Bechtel Lex.).
|etymtx=ἀπερείσιος<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[endless]], [[immense]] (Il.).<br />Other forms: Also [[ἀπείριτος]] (Od.)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: For <b class="b3">*ἀπερέσιος</b>, a <b class="b3">ιο-</b>derivation of <b class="b3">*ἀ-περ-ετος</b>, a privative verbal adjective to [[πείρω]] ([[quod vide|q.v.]]), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning [[ἀπείριτος]] (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear <b class="b3">-ι-</b>. Not from <b class="b3">*ἀπερι-ι-τος</b> (to [[ἰέναι]], Bechtel Lex.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄπειρος2]<br />[[boundless]], [[immense]], [[countless]], Hom., Od.
|mdlsjtxt=[ἄπειρος2]<br />[[boundless]], [[immense]], [[countless]], Hom., Od.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀπειρέσιος''': [[ἀπερείσιος]]<br />{apeirésios}<br />'''Meaning''': [[endlos]], [[unermeßlich]] (ep. poet.).<br />'''Etymology''': Metrische Dehnungen, die miteinander rhythmisch abwechseln (Chantraine Gramm. hom. 1, 101), für *ἀπερέσιος, eine erweiternde ιο-Ableitung von *ἀπερετος, das ein privatives Verbaladjektiv zum Präsens [[πείρω]] (s. d.) darstellt. Schulze Q. 245. — In derselben Bedeutung steht [[ἀπείριτος]] (κ 195, Hes. ''Th''. 109 u. a.) mit unklarem -ι-. Die Erklärung aus *ἀπεριι-τος (zu [[ἰέναι]], Schulze Q. 116 A. 3, Bechtel Lex.) überzeugt nicht. Vgl. noch Schwyzer 106 A. 3 (wenig befriedigend).<br />'''Page''' 1,120
}}
{{trml
|trtx====[[ineffable]]===
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]], [[που δεν λέγεται]], [[που δεν τον πιάνω στο στόμα μου]]; Ancient Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος]]; Latin: [[ineffabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: [[inefável]], [[indescritível]]; Romanian: inefabil; Russian: [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Spanish: [[inefable]]; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓πειρέσῐος Medium diacritics: ἀπειρέσιος Low diacritics: απειρέσιος Capitals: ΑΠΕΙΡΕΣΙΟΣ
Transliteration A: apeirésios Transliteration B: apeiresios Transliteration C: apeiresios Beta Code: a)peire/sios

English (LSJ)

α, ον, boundless, immense, γαῖα, ὀϊζύς, Il.20.58, Od.11.621; δῆρις Batr.4; countless, ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι Od.19.174, cf. Hes.Fr.134.4, Theoc.25.100; ὄρνιθες Simon.40; ἀπειρέσιον εἶδος = untold beauty, Hes.Fr.33; once in Trag., ἀπειρέσιοι πόνοι S.Aj.928 (lyr.): neut. as adverb, Q.S.2.179, 3.386. (Like ἀπερείσιος, by metrical lengthening for ἀπερέσιος; root περ- in πεῖραρ, ἄπειρος B.)

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): c. otro alarg. métr. ἀπερείσιος Il.1.13, 6.49, Hes.Fr.198.10; ἀπερίσιος Orph.Fr.31.11, PGurob 1.11 (III a.C.)
I en sg.
1 infinito, inmenso γαῖα Il.20.58, ὀϊζύς Od.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, δῆρις Batr.4, ἄλγος AP 7.363, θοίνη Buc.Anon.13, ἠχώ Nonn.D.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159
neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron Q.S.2.179.
2 fig. indecible, prodigioso εἶδος Hes.Fr.22.7, Δῆλος sagrada Delos Thgn.8.
II en plu. innumerables, numerosísimos ἄποινα Il.1.13, 6.49, ἕδνα Il.16.178, Od.19.529, Hes.Fr.198.10, αἶγες Od.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, PGurob l.c. (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.D.30.220
intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι Od.19.174, ἄνδρες Hes.Fr.240.4.
• Etimología: De ἀ- priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘fin’, ‘término’, con alarg. métrico como tb. ἀπερείσιος.

German (Pape)

[Seite 284] α, ον, verlängerte Form von ἄπειρος, vgl. ἀπερείσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß, γαῖα Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
infini.
Étymologie: cf. ἄπειρος².

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρέσιος: Hom., Hes., Batr., Soph. = ἄπειρος II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρέσιος: -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄπειρος (σημασία ΙΙ), ἀπέραντος, ἄπειρος, μέγας, γαῖα, ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· δῆρις Βατραχομ. 4: ἀναρίθμητος, πολύς, ἄνθρωποι, ἄνδρες, ἔεδνα, ἄποινα Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: ὡσαύτως, ἀπ. εἶδος, ἄφατος καλλονή, Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - ἅπαξ παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. ἀπείριτος, ἀπερείσιος.

English (Autenrieth)

and ἀπερείσιος, 3 (πέρας, πείρατα): unlimited, boundless, infinite, of quantity or numbers, γαῖαν ἀπειρεσίην, Il. 20.58; ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, Od. 19.174; ἀπερείσἰ ἄποινα, Il. 1.13.

Greek Monolingual

ἀπειρέσιος, -α, -ον κ. απερείσιος, -α, -ον (Α)
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αναρίθμητος, πολύς
3. ανείπωτος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος τ. απείριτος απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. πόντος, ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική γλώσσα χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. απειρέσιος πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του πείρω α -πέρ -ετος παρεκτεταμένο με το επίθημα -ιος ή από το απείρετος < πείραρ «τέρμα». Η υπόθεση ότι ο τ. απείριτος προέρχεται από τ. α -περι -ιτος, όπου ιτος ρηματ. επίθ. του είμι (πρβλ. αμάξιτος), δεν ικανοποιεί].

Greek Monotonic

ἀπειρέσιος: -α, -ον, εκτεταμ. τύπος του ἄπειρος (Β), απεριόριστος, απέραντος, απροσμέτρητος, αναρίθμητος, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

ἀπερείσιος
Grammatical information: adv.
Meaning: endless, immense (Il.).
Other forms: Also ἀπείριτος (Od.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *ἀπερέσιος, a ιο-derivation of *ἀ-περ-ετος, a privative verbal adjective to πείρω (q.v.), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning ἀπείριτος (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear -ι-. Not from *ἀπερι-ι-τος (to ἰέναι, Bechtel Lex.).

Middle Liddell

[ἄπειρος2]
boundless, immense, countless, Hom., Od.

Frisk Etymology German

ἀπειρέσιος: ἀπερείσιος
{apeirésios}
Meaning: endlos, unermeßlich (ep. poet.).
Etymology: Metrische Dehnungen, die miteinander rhythmisch abwechseln (Chantraine Gramm. hom. 1, 101), für *ἀπερέσιος, eine erweiternde ιο-Ableitung von *ἀπερετος, das ein privatives Verbaladjektiv zum Präsens πείρω (s. d.) darstellt. Schulze Q. 245. — In derselben Bedeutung steht ἀπείριτος (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) mit unklarem -ι-. Die Erklärung aus *ἀπεριι-τος (zu ἰέναι, Schulze Q. 116 A. 3, Bechtel Lex.) überzeugt nicht. Vgl. noch Schwyzer 106 A. 3 (wenig befriedigend).
Page 1,120

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol