ἀλλόκοτος: Difference between revisions
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[eccentric]], [[odd]], [[unnatural]] | |woodrun=[[eccentric]], [[odd]], [[unnatural]] | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[monstruosus]], [[inauditus]]'', [[monstrous]], [[unheard of]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.49.4/ 3.49.4],<br>''[[rem inusitalae saevitiae]]'', [[a deed of unaccustomed cruelty]]. | |lthtxt=''[[monstruosus]], [[inauditus]]'', [[monstrous]], [[unheard of]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.49.4/ 3.49.4],<br>''[[rem inusitalae saevitiae]]'', [[a deed of unaccustomed cruelty]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:47, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀλλόκοτον, of unusual nature or of unusual form, strange, portentous, Hp.Fract.1, Ar.V.71, Crates Com.43, etc.; ἀλλόκοτον πρᾶγμα unwelcome, against the grain, Th.3.49; ἀλλόκοτον ὄνομα strange, uncouth word, Pl.Tht.182a: c. gen., ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος with purpose utterly different from... S.Ph. 1191; of persons, Pl.Euthd.306e, etc.: Comp. and Sup. ἀλλοκώτερος, ἀλλοκώτατος Pl.Com.28. Adv. ἀλλοκότως Pherecr.201, Pl.Ly.216a (v.l.). (κότος = ὀργή, i.e. temper, Phryn.PSp.23 B.)
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀλό- Hsch.
I 1adverso, contrario, opuesto c. gen. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος con opinión opuesta a la de hace un momento S.Ph.1191, c. dat. τοῖς νόμοις ἀ. Artaxerxes 1
•abs. extraño, ajeno, maligno σάρξ Hp.Mul.1.40, ἄνεμοι D.C.68.24.2, θεοί Sm.1Re.26.19.
2 desfavorable τόποι Pl.Lg.747d
•que contraría, odioso, antipático, horrible νεὼς ... πλεούσης ἐπὶ πρᾶγμα ἀλλόκοτον Th.3.49, ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀ. Pl.Hp.Ma.292c
•esp. de pers. cruel, aborrecible, odioso, monstruoso πατήρ Pl.Prt.346a, cf. Euthd.306e, ἀ. ... καὶ ἄγροικος Plu.Sol.27, Νομαντίνοι ... ἠγριωμένοι τε καὶ ἀλλόκοτοι App.Hisp.95.
II 1desusado, singular, raro βρώματα en los antojos de mujeres embarazadas, Hp.Mul.1.34, νόσος Ar.V.71, ὄνειρον Crates Com.43, ποιότης ... ἀ. ... ὄνομα «cualidad» (puede parecer) un nombre raro Pl.Tht.182a, πόαις ... ἀλλοκότοις ... χρώμενοι D.C.55.33.1
•subst. τὸ ἀλλόκοτον = lo raro Hp.Fract.1, οὐκ ἀλλόκοτον Pl.Ly.216a.
2 asombroso, portentoso, prodigioso φαντάσματα Hp.Gland.12, cf. Pl.Com.228, φάσματα Plu.Num.15, ἐν ἀ. ἰδέαις Orph.H.71.7, ἐν ἀλλοκότοις ... πράγμασι D.C.71.36.3, cf. Orph.H.86.18, Heph.Astr.2.1.30
•absurdo, increíble ἀλλόκοτους ἐννοίας τοῦ αἰτίου S.E.P.3.13, διάθεσιν ἀ. τε καὶ ἄτακτος Simp.in Ph.626.35
•subst. (τὸ) ἀλλόκοτον = cosa prodigiosa ἀλλόκοτον, ὁ Θέωρος κόραξ γενόμενος Ar.V.47.
III adv. ἀλλοκότως
1 aborreciblemente, odiosamente Pherecr.201, πρὸς τὰς τύχας καὶ τὰ θεῖα πράγματα ἀ. καὶ ἀθέως ἔχοντος Aeschin.Socr.8.55.
2 de manera extraña καὶ περὶ τῶν ἀλλοκότως δοκούντων γίγνεσθαι Plot.4.4.30, ἀ. οἶμαι συνάπτει τούτοις Simp.in Ph.1142.21.
German (Pape)
[Seite 104] ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von κότος in allgemeiner Bdtg von ἦθος, wie ὀργή, VLL. ἐναντίον, ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. γνώμη τῶν πάρος, anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; ὄνομα Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für πονηρός; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, πατήρ Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; πρᾶγμα ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ βαρύ Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. -τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 différent de, gén.;
2 extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.
Étymologie: ἄλλος, -κοτος ; cf. νεόκοτος, παλίγκοτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόκοτος:
1 другой, иной, отличный: ἀ. τῶν πάρος Soph. отличный от прежнего;
2 странный, необычный (ὄνομα Plat.; φωνή Plut.);
3 чудовищный, ужасный (πρᾶγμα Thuc.; ἔργον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόκοτος: -ον, ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἢ μορφήν, παράδοξος, διάστροφος, κακοσχημάτιστος, τερατώδης, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Σφ. 71, Κράτης ἐν Α. Β. 15, Πλάτ., κτλ., ἀλλ. πρᾶγμα, δυσάρεστον, στρεβλόν, «ἀνάποδον», Θουκ. 3. 49· ἀλλ. ὄνομα = παράδοξος, ἀσυνήθης λέξις, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α: μ. γεν. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος, γνώμῃ ἐντελῶς διαφόρῳ τῶν..., Σοφ. Φ. 1191. ― Ἐπίρρ. -τως, Φερεκρ. Ἄδηλ. 26, Πλάτ. Λυσ. 216Α. ― Πρβλ. Ruhnk Τίμ. (πιθ. παράγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ ἄλλος, τὸ δὲ -κότος εἶναι ἁπλῶς κατάληξις, πρβλ. νεόκοτος, παλίγκοτος· διότι δυσκολίας παρέχει ἡ ὑπόθεσις ἡ ἐν Α. Β. 14. 28, ὅτι τῇ λέξει κότος δυνάμεθα νὰ δώσωμεν τὴν πρώτην σημασίαν τῆς λέξεως ὀργὴ = ἦθος, χαρακτήρ, διάθεσις).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόκοτος, -ον)
ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης
αρχ.
φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη
«ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + κότος «οργή, έχθρα, μίσος», με εξασθενημένη τη σημασία του β' συνθετικού πρβλ. και τον τ. νεό-κοτος «ασυνήθιστος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοκοτία
νεοελλ.
αλλοκοτιά].
Greek Monotonic
ἀλλόκοτος: -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη φύση ή σχήμα, παράξενος, τερατώδης, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. πρᾶγμα, παράδοξη, στρεβλή εργασία, σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν πάρος, με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ. (από το ἄλλος, η κατάληξη -κοτος, είναι αμφίβολη).
Middle Liddell
of unusual nature or form, strange, monstrous, Ar., Plat., etc.; ἀλλ. πρᾶγμα an unwelcome business, Thuc.: c. gen., ἀλλοκότῳ γνώμαι τῶν πάρος with purpose utterly different from . ., Soph. adv. -τως, Plat. [From ἄλλος, the termin. -κοτος being uncertain.]
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
monstruosus, inauditus, monstrous, unheard of, 3.49.4,
rem inusitalae saevitiae, a deed of unaccustomed cruelty.