ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Autenrieth)
m (1 revision imported)
 
(26 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onomastos
|Transliteration C=onomastos
|Beta Code=o)nomasto/s
|Beta Code=o)nomasto/s
|Definition=ή, όν, in dialects ὀνῠμ- <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.38</span> (as pr. n. of a Delphian, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.158 (Cyrene)):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">named, to be named</b>, and <b class="b3">οὐκ ὀνομαστός</b> <b class="b2">not to be named</b> or <b class="b2">mentioned</b>, i.e. <b class="b2">abominable</b>, Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν <span class="bibl">Od.19.260</span>,<span class="bibl">597</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of name</b> or <b class="b2">note, famous</b>, <span class="bibl">Thgn.23</span>, Pi.l.c., <span class="bibl">Hdt.4.47</span>, <span class="bibl">Isoc.12.261</span>, <span class="bibl">Phoen.2.11</span>, etc. : Comp. and Sup., <span class="bibl">Hdt.6.126</span>,<span class="bibl">2.178</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, <b class="b2">notable</b>, ὀνομαστὰ πράσσων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>509</span>.</span>
|Definition=ὀνομαστή, ὀνομαστόν, in dialects ὀνῠμ- Pi.''P.''1.38 (as pr. n. of a Delphian, ''Berl.Sitzb.''1927.158 (Cyrene)):—<br><span class="bld">A</span> [[named]], [[to be named]], and [[οὐκ ὀνομαστός]] = [[not to be named]] or [[not to be mentioned]], i.e. [[abominable]], Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.''Th.''148.<br><span class="bld">II</span> [[of name]] or [[of note]], [[famous]], Thgn.23, Pi.l.c., [[Herodotus|Hdt.]]4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc.: Comp. and Sup., [[Herodotus|Hdt.]]6.126,2.178.<br><span class="bld">2</span> of things, [[notable]], ὀνομαστὰ πράσσων E.''HF''509.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] genannt, zu nennen, οὐκ [[ὀνομαστός]], unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, [[τέμενος]] οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] genannt, zu nennen, οὐκ [[ὀνομαστός]], unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, [[τέμενος]] οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut nommer <i>ou</i> prononcer : [[οὐκ ὀνομαστός]] OD [[dont il ne faut pas parler]] <i>ou</i> [[dont il ne faut pas prononcer le nom]];<br /><b>2</b> [[renommé]], [[célèbre]];<br /><i>Cp.</i> ὀνομαστότερος, <i>Sp.</i> ὀνομαστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομαστός:''' ион. [[οὐνομαστός]] 3<br /><b class="num">1</b> (легко) [[выразимый]]: [[οὐκ ὀνομαστός]] Hom. [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]];<br /><b class="num">2</b> [[славный]], [[знаменитый]], [[замечательный]] ([[τέμενος]] Her.; [[ἄνδρες]] Plat.; [[μάχη]] Plut.): ὀνομαστὰ πράττειν Eur. пользоваться славой.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομαστός''': Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, [[ἄξιος]] νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ [[ὀνομαστός]], [[ἀνάξιος]] νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], δηλ. [[βδελυκτός]], Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων [[ὄνομα]] [[ἐπίσημον]] ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνομαστός]], [[ἐπιφανής]], [[περίφημος]], Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔνδοξος]] [[πρᾶξις]], περιβόητον [[πρᾶγμα]], ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
|lstext='''ὀνομαστός''': Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, [[ἄξιος]] νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ [[ὀνομαστός]], [[ἀνάξιος]] νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], δηλ. [[βδελυκτός]], Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων [[ὄνομα]] [[ἐπίσημον]] ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνομαστός]], [[ἐπιφανής]], [[περίφημος]], Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔνδοξος]] [[πρᾶξις]], περιβόητον [[πρᾶγμα]], ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut nommer <i>ou</i> prononcer : [[οὐκ]] [[ὀνομαστός]] OD dont il ne faut pas parler <i>ou</i> prononcer le nom;<br /><b>2</b> renommé, célèbre;<br /><i>Cp.</i> ὀνομαστότερος, <i>Sp.</i> ὀνομαστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=to be named, w. neg., of a [[name]] [[not]] to be uttered [[for]] the illomen it contains. (Od.)
|auten=to be named, w. neg., of a [[name]] [[not]] to be uttered [[for]] the illomen it contains. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνομαστός]] και ιων. τ. [[οὐνομαστός]] και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) [[ονομάζω]]<br />αυτός που το όνομά του [[είναι]] γνωστό, αυτός που έχει [[φήμη]], φημισμένος, [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[άξιος]] να ονομάζεται<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀνομαστά</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομαστός:''' Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν ([[ὀνομάζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ [[ὀνομαστός]], αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. [[ακατονόμαστος]], [[βδελυρός]], Λατ. [[infandus]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ξακουστό όνομα ή [[φήμη]], [[αξιομνημόνευτος]], [[ξακουστός]], [[επιφανής]], [[περίφημος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀνομάζω]]<br /><b class="num">I.</b> named, to be named, and οὐκ [[ὀνομαστός]] not to be named or mentioned, i. e. [[abominable]], Lat. [[infandus]], Od.<br /><b class="num">II.</b> of [[name]] or [[note]], [[notable]], [[famous]], Theogn., Hdt., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[celebrated]], [[famous]], [[illustrious]]
}}
{{trml
|trtx====[[famous]]===
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀριήκοος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[γνωτός]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημοαδής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαλάλητος]], [[διαπρεπής]], [[διάσημος]], [[διαφανής]], [[διάφημος]], [[διωνομασμένος]], [[δόκιμος]], [[ἐκβεβοημένος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
===[[distinguished]]===
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: [[卓著]]; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: [[voortreffelijk]], [[eminent]], [[voornaam]]; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: [[distingué]]; Galician: distinguido; German: [[bedeutend]], [[hervorragend]]; Greek: [[επιφανής]], [[διαπρεπής]], [[εξέχων]]; Ancient Greek: [[ἀξιόλογος]], [[διάδηλος]], [[διαπρεπής]], [[διαφανής]], [[διάφορος]], [[δόκιμος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἔνδοξος]], [[ἔξοχος]], [[ἐπίδηλος]], [[ἐπικυδής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[κλεινός]], [[λαμπρός]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόητος]], [[περίοπτος]], [[πρεπτός]], [[ὑπείροχος]], [[ὑπέροχος]]; Italian: [[emerito]], [[distinto]]; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: [[egregius]], [[amplus]], [[notatus]]; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: [[distinto]]; Romanian: distinct; Russian: [[видный]], [[выдающийся]], [[именитый]]; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: [[distinguido]]; Tocharian B: ṣotarye
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 11 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστός Medium diacritics: ὀνομαστός Low diacritics: ονομαστός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: onomastós Transliteration B: onomastos Transliteration C: onomastos Beta Code: o)nomasto/s

English (LSJ)

ὀνομαστή, ὀνομαστόν, in dialects ὀνῠμ- Pi.P.1.38 (as pr. n. of a Delphian, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene)):—
A named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός = not to be named or not to be mentioned, i.e. abominable, Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.Th.148.
II of name or of note, famous, Thgn.23, Pi.l.c., Hdt.4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc.: Comp. and Sup., Hdt.6.126,2.178.
2 of things, notable, ὀνομαστὰ πράσσων E.HF509.

German (Pape)

[Seite 349] genannt, zu nennen, οὐκ ὀνομαστός, unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, τέμενος οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut nommer ou prononcer : οὐκ ὀνομαστός OD dont il ne faut pas parler ou dont il ne faut pas prononcer le nom;
2 renommé, célèbre;
Cp. ὀνομαστότερος, Sp. ὀνομαστότατος.
Étymologie: ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομαστός: ион. οὐνομαστός 3
1 (легко) выразимый: οὐκ ὀνομαστός Hom. невыразимый, несказанный, неописуемый;
2 славный, знаменитый, замечательный (τέμενος Her.; ἄνδρες Plat.; μάχη Plut.): ὀνομαστὰ πράττειν Eur. пользоваться славой.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστός: Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, ἄξιος νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ ὀνομαστός, ἀνάξιος νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, δηλ. βδελυκτός, Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων ὄνομα ἐπίσημον ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, ὀνομαστός, ἐπιφανής, περίφημος, Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔνδοξος πρᾶξις, περιβόητον πρᾶγμα, ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.

English (Autenrieth)

to be named, w. neg., of a name not to be uttered for the illomen it contains. (Od.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) ονομάζω
αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνομαστά
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.

Greek Monotonic

ὀνομαστός: Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν (ὀνομάζω),·
I. φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ ὀνομαστός, αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. ακατονόμαστος, βδελυρός, Λατ. infandus, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για ξακουστό όνομα ή φήμη, αξιομνημόνευτος, ξακουστός, επιφανής, περίφημος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὀνομάζω
I. named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i. e. abominable, Lat. infandus, Od.
II. of name or note, notable, famous, Theogn., Hdt., etc.

English (Woodhouse)

celebrated, famous, illustrious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах

distinguished

Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye