ὁπότε: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(29)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁπότε]], επικ. τ. [[ὁππότε]], ιων. τ. [[ὁκότε]], δωρ. ποιητ. τ. [[ὁππόκα]], [[κυρηναϊκός]] τ. ὁπόκα)<br />(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια [[στιγμή]], όταν («[[ὁπότε]] μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[περίπτωση]] αυτή, και [[τότε]] («θα [[δεις]] πώς [[είναι]] τα πράγματα, [[οπότε]] αποφασίζεις»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' [[ὁπότε]]... ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με υποτ., όπως το [[ὁπόταν]], σε [[σχέση]] με το [[παρόν]] ή το [[μέλλον]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>ἂν</i> («ὁππότ' [[ἔρις]] καὶ νεῑκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]] προκειμένου να δηλώσει αόριστη [[επανάληψη]] στο [[παρελθόν]] («[[ὁπότε]] Κρήτηθεν ἵκοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρ. που δηλώνουν [[αναμονή]] («ἷζε... [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) [[πότε]] («ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]] [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] νεῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) [[επειδή]] βέβαια, [[αφού]], [[διότι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[ὁπότε]]» — όταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὁπότε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> και το ερωτ. επίρρ. [[πότε]] / [[κότε]] / [[πόκα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
|mltxt=(Α [[ὁπότε]], επικ. τ. [[ὁππότε]], ιων. τ. [[ὁκότε]], δωρ. ποιητ. τ. [[ὁππόκα]], [[κυρηναϊκός]] τ. ὁπόκα)<br />(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια [[στιγμή]], όταν («[[ὁπότε]] μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[περίπτωση]] αυτή, και [[τότε]] («θα [[δεις]] πώς [[είναι]] τα πράγματα, [[οπότε]] αποφασίζεις»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' [[ὁπότε]]... ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με υποτ., όπως το [[ὁπόταν]], σε [[σχέση]] με το [[παρόν]] ή το [[μέλλον]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>ἂν</i> («ὁππότ' [[ἔρις]] καὶ νεῑκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]] προκειμένου να δηλώσει αόριστη [[επανάληψη]] στο [[παρελθόν]] («[[ὁπότε]] Κρήτηθεν ἵκοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρ. που δηλώνουν [[αναμονή]] («ἷζε... [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) [[πότε]] («ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]] [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] νεῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) [[επειδή]] βέβαια, [[αφού]], [[διότι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[ὁπότε]]» — όταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὁπότε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> και το ερωτ. επίρρ. [[πότε]] / [[κότε]] / [[πόκα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπότε:''' Επικ. [[ὁππότε]], Ιων. [[ὁκότε]], Δωρ. ὁππόκᾰ· επίρρ. χρόνου, συσχετικό προς το [[πότε]], [[σχεδόν]] όπως το [[ὅτε]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> με οριστ., όταν, όποτε, Λατ. [[quando]], σε Όμηρ.· εἰς [[ὁπότε]], με μέλ., [[πότε]], σε ποια χρονική [[στιγμή]], λέγειν εἰςὁπότ' [[ἔσται]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]], [[οποτεδήποτε]], λέγεται για να εκφράσει ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί πολλές φορές, [[ὁπότε]] [[Κρήτηθεν]] ἵκοιτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σε πλάγιο λόγο σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> σε πλάγιες φράσεις, προτάσεις, [[ἴδμεν]], [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] [[νεῖται]], [[πότε]] πρόκειται να επιστρέψει, σε Ομήρ. Οδ.· με ευκτ., [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> με αιτιολογική [[σημασία]], γι' αυτό, [[επειδή]], [[καθώς]], όπως το Λατ. [[quando]] αντί [[quoniam]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπότε]] γε, Λατ. [[quandoquidem]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπότε Medium diacritics: ὁπότε Low diacritics: οπότε Capitals: ΟΠΟΤΕ
Transliteration A: hopóte Transliteration B: hopote Transliteration C: opote Beta Code: o(po/te

English (LSJ)

Ep. ὁππότε, both in Hom. ; Ion. ὁκότε; Cyrenaic ὁπόκᾰ Berl.Sitzb.1927.164 ; in Dor. Poets ὁππόκᾰ Theoc.5.98 : Adv. of Time, correlat. to πότε, used much

   A like ὅτε, exc. that the sense is less definite (cf. X.Cyr.1.6.3), though the two were freq. used without distinction :    I Relat., with the ind., mostly with reference to the past, when, Il.1.399,3.173, etc. ; the ind. ἦστε is omitted, 8.230 : in Class. Att. Prose only ὅτε is so used, when referring to a particular time, but later ὁπότε returns, as ὁπότε περιῆν when she was alive, POxy.243.10(i A. D.): with the pres. in a simile, ὡς δ' ὁπότε . . ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι Il.11.492 : with subj., like ὁπόταν, with reference to an indef. number of occasions in the pres. or to the future, ὁππότ' Ἀχαιοὶ Τρώων ἐκπέρσωσ' εὖ ναιόμενον πτολίεθρον 1.163, cf.13.817, 21.112, Od.14.170, Hes.Th.782 : sts. in similes, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Il.11.305, cf. Od.4.335 ; but ὁπότ' ἄν, Ep. ὁπότε or ὁππότε κεν, is more common with subj., and in Att. Prose ἄν must be used, v. ὁπόταν: Cyrenaic ὁπόκα κα δήληται Berl.Sitzb. l. c.    2 with opt. :    a to express an event that occurred often, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Il.3.233, cf. 10.189, 15.284, Od.11.591, Th.1.99,2.15, Pl.Smp.220a, X.An.3.4.28.    b after a verb of waiting, of a time future relatively to the past, ἷζε . . δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Il.2.794, cf. 4.334,7.415,9.191,18.524.    c in orat. obliq., S.Tr.824 (lyr.), X.An.4.6.20 ; in implied orat. obliq., Od.24.344 (of a past promise) ; ἀποδοτέον . . ὁ. μανεὶς ἀπαιτοῖ we were not [as you remember] to... Pl.R.332a.    d where the principal clause has an opt., μηδ' ἀντιάσειας ἐκείνῳ ὁππότε νοστήσειε Od.18.148, cf. Pl.R.396c, X.Cyr.1.6.3.    II in indirect questions, with ind., ἦ ῥά τι ἴδμεν . . ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται; when he is to return, Od. 4.633 ; εἰς ὁ. by what time, Aeschin.3.99 : rarely after a past tense, προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί, ὁππότε δὴ . . ἐφήσει (for ἐφείη, v. supr. 1.2 b) Od.20.386 ; εἰς σὲ βλέψαι καὶ τὸν ταμίαν ὁπότ' ἄριστον παραθήσει Ar.V.613.    III ὁποτεοῦν at any time whatever, Arist.Metaph. 1049a1.    B in causal sense, because, since, with ind., Thgn.749 (s. v.l.), Hdt.2.125, Pl.Lg.895c, etc. ; also ὁπότε γε S.OC1699 (lyr.), X.Cyr. 8.3.7.

German (Pape)

[Seite 362] ep. ὁππότε, ion. ὁκότε, correl. zu πότε, relativ u. indirect fragend, dann wann, wenn, als; – c. indic., Hom. u. Folgde überall; οὐδ' ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε μ' ἀνεγεῖραι, ὁππότ' ἐκεῖνος ἔβη, als jener ging, Od. 4, 729; ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ' ἐκ Πύλου, wissen wir, wann Telemach heimkehrt, ib. 633; Hes. O. 496 Th. 431. 595; Pind. Ol. 1, 37 u. öfter; ὁπότε γε καὶ τὸν ἐν χεροῖν κατεῖχον, da ich ja, Soph. O. C. 1696; Plat. Prot. 356 e Polit. 301 d u. sonst; – häufig im Vergleich, ὡς ὁπότε, wie wenn, Il. 11, 492. 23, 630; in welcher Vrbdg auch der conj. dabei steht, Il. 11, 305 Od. 4, 335. 17, 126; vgl. Heyne exc. IV zu Il. IX; – in der Betheuerung, ὡς ὄφελεν θάνατός μοι ἁδεῖν, ὁππότε υἱέι σῷ ἑπόμην, Il. 3, 173; – c. ἄν u. conj., zeitbedingend, dann, wann, so oft als, Il. 16, 62. 20, 316. Daher ist Il. 21, 340 ὁπότ' ἂν δὴ φθέγξομ' ἐγών conj., wie ἱμείρεται Od. 1, 41; ὁππότε κεν – θήσει, Od. 16, 282, ist ein verdächtiger Vers. – Nach Homer wird daraus ὁπόταν, welches m. vgl.; einzeln findet sich auch der conj. ohne ἄν in dieser Vbdg, ὁππότ' ἐγώ περ ἴω, Il. 16, 245; ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ, Od. 14, 170; Hes. Th. 435. 782; ὁπότ' ἀθρήσωσιν, Qu. Sm. 7, 410; – c. optat. in indirecter Rede, Soph. Trach. 821, Plat. Theaet. 143 c, Xen. An. 4, 6, 20; od. Ausdruck der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, so oft, πολλάκι μιν ξείνισσεν, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο, Il. 3, 233; ὁπότε ἀναγκασθείη, πάντας ἐκράτει, Plat. Conv. 220 a; ὁπότε τις εἴποι τὸ μὴ ὄν, ἀκριβῶς ᾤμην ξυνιέναι, Soph. 243 b; πάλιν δὲ ὁπότε ἀπίοιεν, ταὐτὸ ἔπασχον, Xen. An. 3, 4, 28, vgl. 7, 7, 6; εἰώθει γοῦν, ὁπότε δεῦρ' ἐμβάλλοι, Cyr. 2, 1, 5; auch ὁπότε πρῶτον ὑμῶν τῳ σοφῶν ἐντύχοιμι, Plat. Hipp. mai. 286 d, sobald ich nur. Erst bei Sp. so auch in Beziehung auf die Gegenwart, Luc. D. mort. 21, 1. – Auch wie quoniam, da, da einmal, ὁπότε ἐνταῦθά ἐσμεν τοῦ λόγου, τόδε ἀποκρινώμεθα, Plat. Legg. X, 895 b; τότε μὲν ἦτε ἀγαθοί, νῦν δ', ὁπότε περὶ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὁ ἀγών ἐστι, πολὺ προσήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; χαλεπὰ τὰ παρόντα, ὁπότε στρατηγῶν τοιούτων στερόμεθα, da wir solcher Feldherren beraubt sind, 3, 2, 2, vgl. Cyr. 6, 1, 8; u. so ὁπότε γε, da ja, An. 7, 6, 11, μέγας δὴ σύ γε, ὁπότε γε καὶ ἡμῖν τάξεις, ἃ ἂν δέῃ ποιεῖν, Cyr. 8, 3, 7; – ἦν δὲ ὁπότε, bisweilen, Xen. An. 4, 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπότε: Ἐπικ. ὁππότε, ἀμφότερα παρ’ Ὁμήρῳ: Ἰων. ὁκότε· παρὰ τοῖς Δωρ. ποιηταῖς ὁππόκᾰ, Θεόκρ. 5. 98., 24. 128. - Ἐπίρρ. χρόνου συσχετικὸν τοῦ πότε, ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὅτε, πλὴν ὅτι κυρίωςἔννοια εἶναι ἧττον ὡρισμένη (πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3), ἂν καὶ καθόλου ἀμφότερα εἶναι ἐν χρήσει ἀδιακρίτως· Ι. ἀναφορ., μεθ’ ὁριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς τὸ παρελθόν, ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι Ἰλ. Α. 299· ὅππότε Τηλέμαχος νεῖτ’ ἐκ Πύλου ἡμαθόεντος Ὀδ. Δ. 633, κτλ· ἡ ὁριστ. ἦμεν παραλείπεται, Ἰλ. Θ. 230· μετὰ τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παρομοιώσεως, ὡς δ’ ὁπότε ... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν Λ. 492· - εἰς ὁπότε, μετὰ μέλλ., ὡς τὸ Ἐπικ. εἰσόκε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, τολμᾷ λέγειν εἰς ὁπότ’ ἔσται Αἰσχίν. 67. 39· - μεθ’ ὑποτακτ., ὡς τὸ ὁπόταν, ἐν σχέσει πρὸς τὸ μέλλον, ὁππότ’ Ἀχαιοὶ Τρώων ἐκπέρσωσ’ ἐὺ ναιόμενον πτολίεθρον Ἰλ. Α. 163, πρβλ. Ν. 817, Φ. 112, Ὀδ. Ξ. 170, Ἡσ. Θ. 782· ἐνίοτε ἐν παρομοιώσεσιν, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Ἰλ. Λ. 305, πρβλ. Ὀδ. Δ. 335, Ρ. 126· - ὡσαύτως, ὁπότε περ Ἰλ. Π. 245· - ἀλλὰ τὸ ὁπότ’ ἄν, Ἐπικ. ὁπότε ἢ ὁππότε κεν, εἶναι συνηθέστερον μετὰ τῆς ὑποτακτ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ ἂν ἀναγκαίως δέον νὰ ὑπάρχῃ, ἴδε ἐν λ. ὁπόταν. 2) μετ’ εὐκτ. ἐν σχέσει πρὸς τὸ παρελθόν, ὁποτεδήποτε· α) εἰς δήλωσιν γεγονότος συμβάντος πολλάκις, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Ἰλ. Γ. 233, πρβλ. Κ. 189, Ο. 284, Ὀδ. 591, κτλ· οὕτω καὶ Ἀττ., Θουκ. 1. 99., 2. 15, Πλάτ. Συμπ. 220Α, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 28· οὕτω, μέχρι τοσούτου ὁπότε, μέχρι τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ..., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23· - ἐνίοτε ἐπὶ τυχαίων συμβεβηκότων οὐχὶ ἐν τῷ παρελθόντι, Ὀδ. Πολ. 332Α (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἀπαιτεῖ)· οὕτω ἡγουμένης εὐκτικῆς ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει, Ὀδ. Σ. 148, Πλάτ. Πολ. 396C, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3. β) ἐν πλαγίῳ λόγῳ, Σοφ. Τρ. 124, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 20. ΙΙ. ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν ἢ φράσεσι, 1) μεθ’ ὁριστ., ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται, πότε πρόκειται να ἐπανέλθῃ, Ὀδ. Δ 633· σπανίως παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου, προσεδέρκετο δέγμενος αἰεὶ, ὁππότε δὴ ... ἐφήσει (ἀντὶ ἐφείη, ἴδε κατωτ. 2) Υ. 386 2. μετ’ εὐκτ., ἷζε ... δέγμενος ὁππότε ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν Ἰλ. Β. 794, πρβλ. Δ. 331, Ι. 191, κτλ.· ΙΙΙ. ὁποτεοῦν, καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 1. Β. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασ., ἐπειδὴ, ἀφοῦ, ὡς τὸ Λατ. quando ἀντὶ quoniam, μεθ’ ὁριστ., Θέογν. 747, Ἡρόδ. 2. 125, Πλάτ. Νόμ. 895, κτλ· - ὡσαύτως ὁπότε γε, Λατ. quandoquidem, Σοφ. Ο. Κ. 1699, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

épq. ὁππότε;
conj.
I. avec idée de temps quand :
1 dans l’interrog. indir. : ἢ ῥὰ τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται ; OD est-ce que nous pouvons savoir quand Télémaque reviendra ? ; avec l’opt. après un temps secondaire : ἵζε, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖν Ἀχαιοί IL il était assis attendant que les Grecs se fussent élancés des vaisseaux;
2 au sens relat. : quand par hasard : ἔστιν ὁπότε XÉN il y a des temps où, en bien des cas, etc. ; avec l’opt. obl., pour marquer une énumération : toutes les fois que, aussi souvent que ; en gén. quand, lorsque : ὁπότ’ ἐν Λήμνῳ (s.e. ἦτε) IL lorsque vous étiez à Lemnos;
II. avec idée de cause puisque, comme, avec l’ind. ; ὁπότε γε XÉN attendu que;
III. avec idée de supposition ou de condition si, avec l’ind. ou l’opt.
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. ὅς et πότε ; ὁππότε de *ὁτπότε de *ὁδπότε de ὁδ- neutre primit.

English (Autenrieth)

whenever, when; w. the same constructions as other rel. words, see ἄν, κέν.

English (Slater)

ὁπότε (v. also ὁπόταν.)
   1 when
   a introducing temp. cl.,
   I c. aor. ind. σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, ὁπότ ἐκάλεσε πατὴρ, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (O. 1.37) ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν (P. 3.91) ὁπότ' ἀπ Ἄργεος ἤλυθονδευτέραν ὁδὸν Επίγονοι P.8.41. Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ ἄγων (P. 12.11) ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν, ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; (I. 7.6) ἀλλ ἁ Κοιογενὴς ὁπότ' ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν fr. 33d. 3.
   II c. impf. ind. φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου, καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97) ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος, ὁπότε πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.19) οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: ἐν Hermann: ὁπότε codd.) (I. 1.25)
   b introducing indir. quest. κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (O. 2.32) οὐ λανθάνει, φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτά νεκτάρεα fr. 75. 14.
   c frag. ]ων ὁπότε[ Πα. 13. b. 19.

English (Strong)

from ὅς and ποτέ; what(-ever) then, i.e. (of time) as soon as: when.

English (Thayer)

(πότε with the relative ὁ) (from Homer down), when (cf. Buttmann, § 139,34; Winer's Grammar, § 41b. 3): R G T (where L Tr WH ὅτε).

Greek Monolingual

ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα)
(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι τα πράγματα, οπότε αποφασίζεις»)
2. κάθε φορά που, οσάκις
αρχ.
(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' ὁπότε... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ», Ομ. Ιλ.)
2. με υποτ., όπως το ὁπόταν, σε σχέση με το παρόν ή το μέλλον κατά παράλειψη του ἂν («ὁππότ' ἔρις καὶ νεῑκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», Ησίοδ.)
3. με ευκτ. σε σχέση με το παρελθόν προκειμένου να δηλώσει αόριστη επανάληψη στο παρελθόνὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο», Ομ. Ιλ.)
4. με ρ. που δηλώνουν αναμονή («ἷζε... δέγμενος ὁππότε ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», Ομ. Ιλ.)
5. (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) πότε («ἦ ῥά τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῑται», Ομ. Οδ.)
(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) επειδή βέβαια, αφού, διότι
2. φρ. «εἰς ὁπότε» — όταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὁπότε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , και το ερωτ. επίρρ. πότε / κότε / πόκα (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα βλ. λ. πο-].

Greek Monotonic

ὁπότε: Επικ. ὁππότε, Ιων. ὁκότε, Δωρ. ὁππόκᾰ· επίρρ. χρόνου, συσχετικό προς το πότε, σχεδόν όπως το ὅτε·
Α. I. 1. με οριστ., όταν, όποτε, Λατ. quando, σε Όμηρ.· εἰς ὁπότε, με μέλ., πότε, σε ποια χρονική στιγμή, λέγειν εἰςὁπότ' ἔσται, σε Αισχίν.
2. με ευκτ. σε σχέση με το παρελθόν, οποτεδήποτε, λέγεται για να εκφράσει ένα γεγονός που έχει συμβεί πολλές φορές, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σε πλάγιο λόγο σε Σοφ. κ.λπ.
II. σε πλάγιες φράσεις, προτάσεις, ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται, πότε πρόκειται να επιστρέψει, σε Ομήρ. Οδ.· με ευκτ., δέγμενος ὁππότε ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν, σε Ομήρ. Ιλ. Β. με αιτιολογική σημασία, γι' αυτό, επειδή, καθώς, όπως το Λατ. quando αντί quoniam, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ὁπότε γε, Λατ. quandoquidem, σε Σοφ., Ξεν.