σύνταγμα: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(CSV import) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntagma | |Transliteration C=syntagma | ||
|Beta Code=su/ntagma | |Beta Code=su/ntagma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[that which is put together in order]]: </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[body]] of troops [[drawn up in order]], <b class="b3">τὸ σ. τῶν συμμάχων</b> their [[contingent]], <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>3.4.2</span>, cf. <span class="bibl">5.2.20</span>; <b class="b3">σ. ἱππέων</b> [[corps]] of cavalry, <span class="bibl">Plb.9.3.9</span>; <b class="b3">τὸ σ. τῶν πεζῶν</b>, = Lat. [[cohors]], <span class="bibl">Id.11.23.1</span>: metaph., <b class="b3">τὸ σ. τῶν οἰμωξομένων</b> the [[whole army]] of them, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>58</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> [[double]] <b class="b3">τάξις</b> or [[battalion]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.8. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[the constitution of a state]], <b class="b3">σ. πολιτείας</b> [[a form]] of constitution, <span class="bibl">Isoc.7.28</span>, <span class="bibl">12.151</span>; <b class="b3">τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ</b>. <span class="bibl">Plb. 6.50.2</span>; <b class="b3">σ. τῆς πολιτείας τρία</b> three [[classes]] or [[orders]] of men in the state, <span class="bibl">D.S.1.74</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[that which is put together in order]]: </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[body]] of troops [[drawn up in order]], <b class="b3">τὸ σ. τῶν συμμάχων</b> their [[contingent]], <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>3.4.2</span>, cf. <span class="bibl">5.2.20</span>; <b class="b3">σ. ἱππέων</b> [[corps]] of cavalry, <span class="bibl">Plb.9.3.9</span>; <b class="b3">τὸ σ. τῶν πεζῶν</b>, = Lat. [[cohors]], <span class="bibl">Id.11.23.1</span>: metaph., <b class="b3">τὸ σ. τῶν οἰμωξομένων</b> the [[whole army]] of them, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>58</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> [[double]] <b class="b3">τάξις</b> or [[battalion]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.8. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[the constitution of a state]], <b class="b3">σ. πολιτείας</b> [[a form]] of constitution, <span class="bibl">Isoc.7.28</span>, <span class="bibl">12.151</span>; <b class="b3">τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ</b>. <span class="bibl">Plb. 6.50.2</span>; <b class="b3">σ. τῆς πολιτείας τρία</b> three [[classes]] or [[orders]] of men in the state, <span class="bibl">D.S.1.74</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[arrangement of musical notes]], [[scale]] or [[mode]], συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1290a22</span>; <b class="b3">μουσικῷ σ</b>. <span class="title">CIG</span>2722 (Stratonicea). </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> [[treatise]], [[work]], [[book]], <span class="bibl">D.S. 1.3</span>, Plu.2.1036c, Gal.15.490, etc.; [[body of doctrine]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>22</span> (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> = [[σύνταξις]] <span class="bibl">11.3</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.95</span>,97. </span><span class="sense"> <span class="bld">6</span> = [[σύνταξις]] 11.2, <b class="b3">μάχαι αἱ κατὰ σ</b>. battles by [[arrangement]], i.e. matches, <span class="bibl">Ephor. 149J.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">7</span> <b class="b2">a word in a grammatical construction, syntactical element</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>122.17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is put together in order: 1 body of troops drawn up in order, τὸ σ. τῶν συμμάχων their contingent, X. HG3.4.2, cf. 5.2.20; σ. ἱππέων corps of cavalry, Plb.9.3.9; τὸ σ. τῶν πεζῶν, = Lat. cohors, Id.11.23.1: metaph., τὸ σ. τῶν οἰμωξομένων the whole army of them, Luc.Tim.58. b double τάξις or battalion, Ascl.Tact.2.8. 2 the constitution of a state, σ. πολιτείας a form of constitution, Isoc.7.28, 12.151; τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ. Plb. 6.50.2; σ. τῆς πολιτείας τρία three classes or orders of men in the state, D.S.1.74. 3 arrangement of musical notes, scale or mode, συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Arist.Pol.1290a22; μουσικῷ σ. CIG2722 (Stratonicea). 4 treatise, work, book, D.S. 1.3, Plu.2.1036c, Gal.15.490, etc.; body of doctrine, Plu.Num.22 (pl.). 5 = σύνταξις 11.3, Aeschin.3.95,97. 6 = σύνταξις 11.2, μάχαι αἱ κατὰ σ. battles by arrangement, i.e. matches, Ephor. 149J. 7 a word in a grammatical construction, syntactical element, A.D.Adv.122.17.
German (Pape)
[Seite 1032] τό, das Zusammengeordnete, -gestellte; bes. – a) ἱππέων, ὁπλιτῶν, geordnete Abtheilungen von Reitern, von Schwerbewaffneten, Pol. 9, 3, 9. 11, 23, 1 u. öfter; vgl. Xen. Hell. 3, 4, 2; u. ohne bes. Zusatz, ein geordnetes Heer, eine in Schlachtordnung gestellte Heerschaar, D. Sic. 15, 86, s. Schaef. D. Hal. C. V. p. 250; vgl. Aesch. 3, 95 mit σύνταξις. – b) Staatseinrichtung, Staatsverfassung, τῆς πολιτείας, Isocr. 7, 28; Pol. 6, 50, 2, mit κατάστημα vrbdn. – c) eine Sammlung mehrerer zusammengestellter Schriften von. verwandtem Inhalt, u. übh. ein Schriftwerk, Buch, bes. insofern es ein Werk gelehrtes Sammlerfleißes ist.
Greek (Liddell-Scott)
σύνταγμα: τό, τὸ ὁμοῦ συντεταγμένον, εἰς τάξιν τεθειμένον: 1) σῶμα στρατιωτῶν, ἐν τάξει παρατεταγμένων, τὸ σ. τῶν συμμάχων, ἡ παρατεταγμένη δύναμις αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2, πρβλ. 5. 2, 20, Ἀγησ. 1, 7· σ. ἱππέων, σῶμα ἢ ἴλη ἱππέων, Πολύβ. 9. 3, 9· τὸ σ. τῶν πεζῶν, τὸ παρὰ Ρωμαίοις cohors, ὁ αὐτ. 11. 23, 1· ― μάχαι αἱ κατὰ τὸ σ., τακτικαί, ἐκ παρατάξεως μάχαι, Ἔφορ. παρὰ Στράβ. 480· ― μεταφ., σ. τῶν οἰμωξομένων, ὁλόκληρος στρατιὰ αὐτῶν, Λουκ. Τίμ. 58. 2) τὸ σύνταγμα πολιτείας τινός, σ. πολιτείας, εἶδος πολιτεύματος, Ἰσοκρ. 145Β, 264C· τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ. Πολύβ. 6. 50, 2· σ. τῆς πολιτείας τρία, τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων ἐν τῇ πολιτείᾳ, Διόδ. 1. 74. 3) ἐν τῇ μουσικῇ, ἦχος, ἁρμονία, συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 7· μουσικῷ σ. Συλλ. Ἐπιγραφ 2722, πρβλ. ἁρμονία IV. 3. 4) σύγγραμμα, βιβλίον, Διόδ. 1. 3, Πλούτ. 2. 1036C, κτλ.· ― διδασκαλία, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 22. 5) = σύνταξις ΙΙ. 3, Αἰσχίν. 67. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. en parl. de pers.
1 corps de troupes, contingent;
2 troupe d’hommes en gén.
II. en parl. de choses;
1 composition, ouvrage ; doctrine;
2 constitution politique;
3 contribution, taxe.
Étymologie: συντάσσω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταγμα Α συντάσσω
νεοελλ.
1. ο καταστατικός χάρτης μιας χώρας, που καθορίζει την πολιτειακή μορφή του κράτους, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τών εξουσιών τους καθώς και τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τών πολιτών
2. στρ. α) οργανική στρατιωτική μονάδα, η ανώτερη από τις μικρές μονάδες, με δύναμη 3.000 περίπου ανδρών που αποτελείται από ορισμένο αριθμό ταγμάτων, ιλών ή πυροβολαρχιών
β) συνεκδ. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει η παραπάνω στρατιωτική μονάδα
3. αρχαιολ. σύνολο αγαλμάτων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο και πάνω σε κοινή βάση
4. συλλογή ιστορικών ή άλλων μνημείων μεθοδικά ταξινομημένων («σύνταγμα θείων και ιερών κανόνων» — συλλογή τών πηγών του κανονικού δικαίου της ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας)
5. γλωσσ. λειτουργική ομάδα της γλώσσας η οποία συγκροτείται με τη σύναψη λέξεων προκειμένου να σχηματιστούν μεγαλύτερα κομμάτια λόγου, δηλαδή προτάσεις, φράσεις, λ.χ. στη φρ. το παιδί παίζει στον κήπο σύνταγμα αποτελεί ο συνδυασμός του άρθρου και του ονόματος το + παιδί, καθώς και ο συνδυασμός της ονοματικής φρ. και του ρήματος το παιδί + παίζει
6. ως κύριο όν. το Συντανμα
(στην Αθήνα) η φερώνυμη πλατεία και η γύρω από αυτήν περιοχή
αρχ.
1. α) σώμα στρατιωτών παρατεταγμένων με τάξη, παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη («τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων», Ξεν.)
2. διπλή τάξη ή τάγμα στρατιωτών
3. το σύνολο τών νόμων, η νομοθεσία («οὔτε ἐστὶν οὔτε γέγονεν οὐδὲν αἱρετώτερον τοῡ Λακωνικοῡ καταστήματος καὶ συντάγματος», Πολ.)
4. τάξη ανθρώπων, κοινωνική τάξη
5. συλλογή συγγραμμάτων με συγγενικό περιεχόμενο
6. (γενικά) σύγγραμμα, βιβλίο
7. το βασικό μέρος επιστήμης ή της διδασκαλίας κάποιου
8. υποχρεωτική συνδρομή, συνεισφορά («ὡς ἥκοι ἐκ Πελοποννήσου νεωστὶ σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)
9. συμφωνία
10. μουσ. συμφωνία μουσικών φθόγγων, αρμονία
11. γραμμ. η λέξη ως συντακτικό στοιχείο σε μία γραμματική δομή
12. δήλωση, διακήρυξη
13. μτφ. πλήθος ανθρώπων, συρφετός («Βλεψίας ἐκεῑνος καὶ Λάχης καὶ Γνίφων καὶ ὅλως τὸ σύνταγμα τῶν οἰμωξομένων», Λουκιαν.)
14. φρ. α) «τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων» — η παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη τών συμμάχων (Ξεν.)
β) «σύνταγμα πεζῶν» — στρατιωτική μονάδα του πεζικού (Πολ.)
γ) «σύνταγμα ἱππέων» — στρατιωτική μονάδα του ιππικού (Πολ.).
Greek Monotonic
σύνταγμα: τό, αυτό που έχει τοποθετηθεί μαζί σε τάξη, σε σειρά·
1. στρατιωτικό σώμα, παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη, ίλη ιππικού, η τακτική, δηλ. η κατά παράταξη, μάχη, σε Ξεν.
2. συνταγματικός χάρτης μιας πολιτείας· σύνταγμα πολιτείας, είδος πολιτεύμταος, σε Ισοκρ.
3. μουσική κλίμακα, ήχος, αρμονία, σε Αριστ.
4. συλλογή γραπτών κειμένων, σύγγραμμα, βιβλίο ή διδασκαλία, σε Πλούτ.
5. = σύνταξις II. 3, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνταγμα -ατος, τό [συντάττω] rangschikking, ordening, milit.:; συντάγματα στρατιωτικά legerafdelingen Plut. Rom. 13.1; overdr.: τὸ σύνταγμα τῶν οἰμωξομένων het leger van lieden die gaan jammeren Luc. 25.58. opstel, verhandeling:. ἐν τῷ περὶ ψυχῆς συντάγματι in de verhandeling over de ziel Plut. Cam. 22.3. toonsoort. Aristot. Pol. 1290a22.
Russian (Dvoretsky)
σύνταγμα: ατος τό
1) строй, устройство (πολιτείας Isocr., Luc.);
2) синтагма, войсковая часть, отряд, корпус (τῶν συμμάχων Xen.; ἱππέων Polyb.): τὸ σ. τῶν πεζῶν Polyb. (лат. cohors) когорта;
3) войско, армия Diod.;
4) толпа (τῶν οἰμωξομένων Luc.);
5) муз. строй, лад (τὰ Φρύγια συντάγματα Arst.);
6) класс населения (συντάγματα τῆς πολιτείας τρία Diod.);
7) сочинение, книга Diod., Plut.;
8) подать, побор Aeschin.;
9) положение, учение (τὰ συντάγματα, sc. τῶν Πυθαγορικῶν Plut.).
Middle Liddell
σύνταγμα, ατος, τό,
that which is put together in order:
1. a body of troops, squadron, contingent, Xen.
2. the constitution of a state, ς. πολιτείας a form of constitution, Isocr.
3. an arrangement of musical notes, Arist.
4. a regular collection of writings, a work, book, doctrine, Plut.
5. = σύνταξις II. 3, Aeschin.