πλούσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πλούσιος]], -ία, -ιον, ΝΜΑ, και [[πλούτιος]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, [[μεγάλη]] κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]], [[εύπορος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]], σε [[πλησμονή]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[ιδιότητα]] (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[χώρα]] πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ [[δαίμων]] δ' εἴς με [[πλούσιος]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυπληθής]], [[άφθονος]] (α. «πλούσια [[συγκομιδή]]» β. «[[πλούσιον]] [[ὕδωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο πλούσια παρασκευασμένος, [[πολυτελής]] (α. «[[πλούσιος]] [[διάκοσμος]]» β. «σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλούσια [[γλώσσα]]» — [[γλώσσα]] που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο<br />β) «πλούσια [[ρίμα]]» — [[ρίμα]] που συνηχεί [[πριν]] από το τονιζόμενο [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με [[γενναιοδωρία]] ή [[αφθονία]] πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[χαίρω]] πλουσίῳ γένει» — [[χαίρομαι]], [[είμαι]] [[ευτυχής]] για την πλούσια και αγέρωχη [[γενιά]] μου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι [[εἶεν]]» — [[ούτε]] και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσίως</i> ΝΜΑ και <i>πλούσια</i> Ν<br />με τρόπο πλούσιο, με [[αφθονία]] (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ [[λόγος]] τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῑν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολυτελώς («[[εἶδον]] ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]] («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλούσιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλουτ</i>-<i>ιος</i>) παράγεται από τη λ. [[πλοῦτος]] με κατάλ. -<i>ιος</i> και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i><span style="color: red;"><</span> [[δημότης]])].
|mltxt=-α, -ο / [[πλούσιος]], -ία, -ιον, ΝΜΑ, και [[πλούτιος]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, [[μεγάλη]] κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]], [[εύπορος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]], σε [[πλησμονή]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[ιδιότητα]] (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[χώρα]] πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ [[δαίμων]] δ' εἴς με [[πλούσιος]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυπληθής]], [[άφθονος]] (α. «πλούσια [[συγκομιδή]]» β. «[[πλούσιον]] [[ὕδωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο πλούσια παρασκευασμένος, [[πολυτελής]] (α. «[[πλούσιος]] [[διάκοσμος]]» β. «σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλούσια [[γλώσσα]]» — [[γλώσσα]] που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο<br />β) «πλούσια [[ρίμα]]» — [[ρίμα]] που συνηχεί [[πριν]] από το τονιζόμενο [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με [[γενναιοδωρία]] ή [[αφθονία]] πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[χαίρω]] πλουσίῳ γένει» — [[χαίρομαι]], [[είμαι]] [[ευτυχής]] για την πλούσια και αγέρωχη [[γενιά]] μου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι [[εἶεν]]» — [[ούτε]] και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσίως</i> ΝΜΑ και <i>πλούσια</i> Ν<br />με τρόπο πλούσιο, με [[αφθονία]] (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ [[λόγος]] τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολυτελώς («[[εἶδον]] ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]] («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλούσιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλουτ</i>-<i>ιος</i>) παράγεται από τη λ. [[πλοῦτος]] με κατάλ. -<i>ιος</i> και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i><span style="color: red;"><</span> [[δημότης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:45, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλούσιος Medium diacritics: πλούσιος Low diacritics: πλούσιος Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: ploúsios Transliteration B: plousios Transliteration C: ploysios Beta Code: plou/sios

English (LSJ)

Lacon. πλούτιος EM156.20: α, ον: (πλοῦτος):— A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc.171, Thgn. 621, etc.; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT455; ἐμοὶ πένης… πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El.395; μέγα π. Hdt.1.32; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT1070: prov., οὐδ' εἰ Μίδου -ώτεροι εἶεν Pl.R. 408b. 2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν E.Or.394; π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R.521a; -ώτερος εἰς τὸ γῆρας… φρονήσεως Id.Plt.261e. 3 c. dat., π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18; εἴκοσι μύξαις π… λύχνος Call.Epigr.56; π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4. II of things, σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω richly furnished, S.El.361; ample, abundant, κτερίσματα E.Tr.1249; ὕδωρ Id.Fr.316.3: Sup., θησαυρὸς ἀνάκειται ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57. Adv. -ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44; π. ταφήσεται E.Alc.56; κοίτας… π. σεσαγμένας Eup.76, cf. Ph.2.400, etc.; νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1.

German (Pape)

[Seite 638] reich, begütert; Hes. op. 22; Ggstz πτωχός, Soph. O. R. 455, wie Plat. Theaet. 175 a; πένης, Eur. El. 395, wie Plat. prot. 319 d; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 37 ff.; reich an Etwas, τινός, wie dives opum, κακῶν, Eur. Or. 394; πλουσιώτερος ἀναφανήσει φρονήσεως, Plat. Polit. 261 e; Xen. auch = vornehm. Uebh. reichlich, überflüssig, Sp. – Adv.; πλουσίως θάπτειν, Eur. Alc. 57; Her. 2, 44.

Greek (Liddell-Scott)

πλούσιος: -α, -ον, (πλοῦτος) ὡς καὶ νῦν, ὁ κεκτημένος πολλά, ὁ ἔχων πλοῦτον, ἀντίθετον τῷ πένης, πενιχρός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 22, Θέογν. 621, κτλ., καὶ Ἀττ.· πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Σοφ. Ο. Τ. 455· ἐμοὶ πένης... πλουσίου μᾶλλον ξένος Εὐρ. Ἠλ. 394· μέγα πλ. Ἡρόδ. 1. 32· πλουσίῳ χαίρειν γένει, ἐπὶ τῇ πλουσίᾳ γενεᾷ του, Σοφ. Ο. Τ. 1070· παροιμ., οὐ δ’ εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν Πλάτ. Πολ. 408Β. 2) μετὰ γεν. πράγμ., πλούσιος εἴς τι πρᾶγμα, Λατ. dives opum, ὁ δαίμων δ’ ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν Εὐρ. Ὀρ. 394· πλ. οὐ χρυσίου, ἀλλ’ οὖ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Πλάτ. Πολ. 521Α· πλουσιώτερος εἰς τὸ γῆρας... φρονήσεως ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 261Ε. 3) ὡσαύτως μετὰ δοτ., πλ. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 10· λύχνος... εἴκοσι μύξαις πλ. Ἀνθ. Π. 6. 148· πλ. ἐν ἐλέει Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σοὶ δὲ πλουσία κείσθω τράπεζα, πολυτελής, Σοφ. Ἠλ. 361, 192· ἄφθονος, κτερίσματα Εὐρ. Τρῳ. 1249· ὕδωρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 318. Ἐπίρρ. -ίως, Ἡρόδ. 2. 44· πλ. τραφήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 56· τὰς κοίτας γ’ ἔχουσι πλουσίως σεσαγμένας Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 riche, opulent ; τινος, τινι riche de qch;
2 p. ext. copieux, abondant;
Cp. πλουσιώτερος.
Étymologie: πλοῦτος.

English (Strong)

from πλοῦτος; wealthy; figuratively, abounding with: rich.

English (Thayer)

πλουσία, πλούσιον (πλοῦτος), from Hesiod, Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, rich;
a. properly, wealthy, abounding in material resources: ὁ πλούσιος, substantively, οἱ πλούσιοι, πλούσιος, without the article, a rich Prayer of Manasseh , abounding, abundantly supplied: followed by ἐν with a dative of the thing in which one abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. note), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, of Christ, 'although as the ἄσαρκος λόγος he formerly abounded in the riches of a heavenly condition, by assuming human nature he entered into a state of (earthly) poverty,' 2 Corinthians 8:9.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλούσιος, -ία, -ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α
1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος
2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» Ερωτόκρ.
β. «χώρα πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ δαίμων δ' εἴς με πλούσιος κακῶν», Ευρ.)
3. πολυπληθής, άφθονος (α. «πλούσια συγκομιδή» β. «πλούσιον ὕδωρ», Ευρ.)
4. ο πλούσια παρασκευασμένος, πολυτελής (α. «πλούσιος διάκοσμος» β. «σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω», Σοφ.)
νεοελλ.
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος
2. φρ. α) «πλούσια γλώσσα» — γλώσσα που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο
β) «πλούσια ρίμα» — ρίμα που συνηχεί πριν από το τονιζόμενο φωνήεν
3. παροιμ. φρ. «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με γενναιοδωρία ή αφθονία πραγμάτων
αρχ.
1. φρ. «χαίρω πλουσίῳ γένει» — χαίρομαι, είμαι ευτυχής για την πλούσια και αγέρωχη γενιά μου
2. παροιμ. φρ. «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν» — ούτε και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (Πλάτ.).
επίρρ...
πλουσίως ΝΜΑ και πλούσια Ν
με τρόπο πλούσιο, με αφθονία (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)
αρχ.
1. πολυτελώς («εἶδον ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», Ηρόδ.)
2. μεγαλοπρεπώς («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλούσιος (< πλουτ-ιος) παράγεται από τη λ. πλοῦτος με κατάλ. -ιος και συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. δημόσιος < δημότιος< δημότης)].

Greek Monotonic

πλούσιος: -α, -ον (πλοῦτος),·
I. 1. πλούσιος, αυτός που έχει άφθονα αγαθά, εύπορος, πολυτελής, σε Ησίοδ., Θέογν., Αττ.
2. με γεν. πράγμ., πλούσιος σε κάτι, Λατ. dives opus, σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., σε Πλούτ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυτελής, άφθονος, πλούσιος, σε Σοφ., Ευρ.
III. επίρρ. -ίως, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πλούσιος:
1) богатый: πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Soph. (он станет) нищим из богатого; Μίδου πλουσιώτερος Plat. богаче (самого) Мидаса;
2) перен. богатый, обильный, пышный (τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.): π. τινος Eur., Plat., τινι Plut., Anth. и ἔν τινι NT богатый (изобилующий) чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλούσιος -α -ον [πλοῦτος] van pers. rijk (aan); met gen..; πλούσιος κακῶν rijk aan rampen Eur. Or. 394; met dat..; π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς rijk aan nutteloze en overbodige zaken Plut. CMa 18; met ἐν + dat..; π. ἐν ἐλέει rijk aan erbarming NT Eph. 2.4; adv. πλουσίως zoals de rijken doen. Aristoph. Ve. 1168. van zaken rijk, goed gevuld, overvloedig:. π. τράπεζα een rijke tafel Soph. El. 361.

Middle Liddell

πλούσιος, η, ον πλοῦτος
I. rich, wealthy, opulent, Hes., Theogn., attic
2. c. gen. rei, rich in a thing, Lat. dives opum, Eur., Plat.:—also c. dat., Plut.
II. of things, richly furnished, ample, abundant, Soph., Eur.
III. adv. -ίως, Hdt., Eur.

Chinese

原文音譯:ploÚsioj 普魯西哦士
詞類次數:形容詞(28)
原文字根:富有 相當於: (כָּבֵד‎) (עָשִׁיר‎)
字義溯源:富裕的,有錢的,財,財主,財富,有財富的人,豐富,富,富戶,富有,富足,富足的人;源自(πλοῦτος)=財富);而 (πλοῦτος)出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(28);太(3);可(2);路(11);林後(1);弗(1);提前(1);雅(5);啓(4)
譯字彙編
1) 財主(8) 太19:23; 太19:24; 可10:25; 可12:41; 路16:21; 路16:22; 路18:25; 路21:1;
2) 富足的人(4) 路6:24; 提前6:17; 雅1:11; 雅5:1;
3) 富足的(4) 路14:12; 雅1:10; 啓2:9; 啓3:17;
4) 富足(2) 林後8:9; 雅2:5;
5) 財(2) 路16:1; 路16:19;
6) 豐富的(1) 弗2:4;
7) 富足人(1) 雅2:6;
8) 富的(1) 啓13:16;
9) 富戶(1) 啓6:15;
10) 富有(1) 路18:23;
11) 富有的(1) 太27:57;
12) 富(1) 路12:16;
13) 有財富的人(1) 路19:2

English (Woodhouse)

rich, fruitful in, prolific in, rich in, teeming with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)