παρήορος: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> suspendu en dehors, <i>d'où</i><br /><b>1</b> ὁ [[παρήορος]] ([[ἵππος]]) cheval de volée <i>ou</i> de main;<br /><b>2</b> étendu à côté, hors du chemin;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui a l'esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[παραείρω]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> suspendu en dehors, <i>d'où</i><br /><b>1</b> ὁ [[παρήορος]] ([[ἵππος]]) cheval de volée <i>ou</i> de main;<br /><b>2</b> étendu à côté, hors du chemin;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui a l'esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[παραείρω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρήορος -ον, Dor. παρᾱ́ορος en πάρᾱρος [παρά, ἀείρω] erbij hangend; subst. ὁ παρήορος bijpaard. uitgestrekt:. ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα hij lag uitgestrekt naar alle kanten Il. 7.156. overdr. dwaas. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρήορος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная лошадь Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρήορος:''' Δωρ. -άορος, -ον ([[παραείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> κρεμασμένος ή δεμένος δίπλα· [[παρήορος]] (ενν. [[ἵππος]]), [[άλογο]] δεμένο, ζευγμένο στο πλάι άλλου αλόγου στην [[άμαξα]] ([[ξυνωρίς]]), [[προώστης]], [[αλλού]] [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ξαπλωμένος, [[τεντωμένος]], εκτεινόμενος δίπλα, στο ίδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ. (από το [[γεγονός]] ότι ο [[ἵππος]] σηκώνεται στα [[δύο]] του πόδια), [[παράτολμος]], [[αλλόφρων]], [[τρελός]], [[παλαβός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''παρήορος:''' Δωρ. -άορος, -ον ([[παραείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> κρεμασμένος ή δεμένος δίπλα· [[παρήορος]] (ενν. [[ἵππος]]), [[άλογο]] δεμένο, ζευγμένο στο πλάι άλλου αλόγου στην [[άμαξα]] ([[ξυνωρίς]]), [[προώστης]], [[αλλού]] [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ξαπλωμένος, [[τεντωμένος]], εκτεινόμενος δίπλα, στο ίδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ. (από το [[γεγονός]] ότι ο [[ἵππος]] σηκώνεται στα [[δύο]] του πόδια), [[παράτολμος]], [[αλλόφρων]], [[τρελός]], [[παλαβός]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 23:35, 2 October 2022
English (LSJ)
so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [ρᾱ], ον (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος Theoc.15.8: (παραείρω, cf. συνήορος): -A joined or hung beside: hence παρήορος (sc. ἵππος), horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς), outrunner, = σειραφόρος, Il.16.471,474, D.H.7.73. II lying along, outstretched, sprawling, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα 11.7.156; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται A.Pr.365. III metaph., reckless, senseless, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων Il.23.603, cf. Theoc. l.c.; π. ὄμμα τιταίνειν Tryph.371; νόου παρήορος distraught, Archil.56.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. suspendu en dehors, d'où
1 ὁ παρήορος (ἵππος) cheval de volée ou de main;
2 étendu à côté, hors du chemin;
3 fig. qui a l'esprit égaré.
Étymologie: παραείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρήορος -ον, Dor. παρᾱ́ορος en πάρᾱρος [παρά, ἀείρω] erbij hangend; subst. ὁ παρήορος bijpaard. uitgestrekt:. ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα hij lag uitgestrekt naar alle kanten Il. 7.156. overdr. dwaas.
Russian (Dvoretsky)
παρήορος: II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная лошадь Hom.
Greek (Liddell-Scott)
παρήορος: (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. παράορος, ον, ὁ δεύτερος οὗτος τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως παρηόριος, ον. (παραείρω, πρβλ. συνήορος, μετήορος = μετέωρος)˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος· ὅθεν παρήορος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες ζεῦγος, (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ παράσειρος, σειραφόρος, Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. παρηορία. ΙΙ. εἰς μῆκος ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - οὕτως ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν ῥόος, μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ ῥοῦς τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ παρήορος ἵππος συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), ἀπερίσκεπτος, ἄφρων, ἀνόητος, ἐπεὶ οὔ τι παρήορος οὐδ’ ἀεσίφρων ἦσθα πάρος Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον νόημα Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου παρήορος, ἔξω φρενῶν, παράφρων, - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον πάραρος ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «παρηρία˙ μωρία» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. παραείρω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.
English (Autenrieth)
(ἀείρω): hanging or floating beside; stretched out, sprawling, Il. 7.156; met., flighty, foolish, Il. 23.603; esp. παρήορος (ἵππος), a third or extra horse, harnessed by the side of the pair drawing the chariot, but not attached to the yoke, and serving to take the place of either of the others in case of need, Il. 16.471, 474. (Plate I. represents the παρήορος in the background as he is led to his place. See also the adj. cut, the first horse.)
Greek Monolingual
και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, -ον, Α
1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος
το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα
2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος
3. (μτφ. α) απερίσκεπτος, ανόητος
β) παράφρονας, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -άορ-ος (< ετεροιωμένη βαθμίδα ἀορ- του θ. ἀερ- του ἀείρω «σηκώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. επ-ήορος, κατ-ήορος)].
Greek Monotonic
παρήορος: Δωρ. -άορος, -ον (παραείρω)·
I. κρεμασμένος ή δεμένος δίπλα· παρήορος (ενν. ἵππος), άλογο δεμένο, ζευγμένο στο πλάι άλλου αλόγου στην άμαξα (ξυνωρίς), προώστης, αλλού παράσειρος, σειραφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ξαπλωμένος, τεντωμένος, εκτεινόμενος δίπλα, στο ίδ., Αισχύλ.
III. μεταφ. (από το γεγονός ότι ο ἵππος σηκώνεται στα δύο του πόδια), παράτολμος, αλλόφρων, τρελός, παλαβός, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: (horse) in the same harness (Il.), metaph. walking beside the track, irrational, also aprox. outstretched (through false interpretation of Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).
Other forms: -άορος (A. Pr. 363; v.l. -ή-), -αρος (Theoc. 15, 8), -ῶρος (Tryph., AP).
Derivatives: Rhythm. byform παρηόριος driven out of course, of a ship (A. R.), irrational (AP). -- From there παρηορίαι f. pl. side-traces (Il.), metaph. outlying reaches of a river (Arat. 600); παρηρία (for -ηορία?) μωρία H.
Origin: IE [Indo-European] [1150] *h₂u̯er- bind, connect, hang
Etymology: Verbal noun of παρ-αείρω, s. 2. ἀείρω w. lit.; on the phonetics see Björck Alpha impum 112f., 231, on the facts Delebecque Cheval 99f., 144f.
Middle Liddell
παρ-ήορος, δοριξ -άορος, ον, παραείρω
I. hanging or hung beside: παρήορος (sc. ἵπποσ) a horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίσ), an outrigger, elsewhere παράσειρος, σειραφόρος, Il.
II. lying along, outstretched, sprawling, Il., Aesch.
III. metaph. (from the fact that the ἵππος π. was given to prancing), reckless, distraught, senseless, Il.
Frisk Etymology German
παρήορος: (ep. ion. seit Il.),
{parḗoros}
Forms: -άορος (A. Pr. 363; v.l. -ή-), -αρος (Theok. 15, 8), -ῶρος (Tryph., AP).
Meaning: ‘beigeschirrt(es Pferd)’ übertr. neben der Spur laufend, unvernünftig, auch etwa ausgestreckt (durch falsche Interpretation von Π 471?; s. Leumann Hom. Wörter 222 ff.).
Derivative: Rhythmische Nebenform παρηόριος aus der Bahn geschlagen, von einem Schiff (A. R.), unvernünftig (AP). — Davon παρηορίαι f. pl. Beigeschirr (Il.), übertr. abseits liegende Flußarme (Arat. 600); παρηρία (für -ηορία?)· μωρία H.
Etymology: Verbalnomen von παραείρω, s. 2. ἀείρω m. Lit.; zum Lautlichen noch Björck Alpha impum 112f., 231, zum Sachlichen Delebecque Cheval 99f., 144f.
Page 2,474