ὀπτάω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ψήνω]]). Ἀπό τό [[ὀπτός]] (=[[ψητός]]) πού παράγεται ἀπό τό [[ἕψω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀπτῶ: [[ὀπταλέος]] (=[[ψητός]]), [[ὀπτανός]], [[ὀπτάνιον]] (=μαγειρεῖο) καί [[ὀπτανεῖον]], [[ὀπτήσιμος]], [[ὄπτησις]] (=[[ψήσιμο]]), [[ὀπτήτειρα]], [[ὀπτητέον]], [[ὀπτητός]], [[ὀπτανεύς]] (=[[μάγειρος]]), [[ἔξοπτος]] (=καλοψημένος).
|mantxt=(=[[ψήνω]]). Ἀπό τό [[ὀπτός]] (=[[ψητός]]) πού παράγεται ἀπό τό [[ἕψω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀπτῶ: [[ὀπταλέος]] (=[[ψητός]]), [[ὀπτανός]], [[ὀπτάνιον]] (=[[μαγειρεῖο]]) καί [[ὀπτανεῖον]], [[ὀπτήσιμος]], [[ὄπτησις]] (=[[ψήσιμο]]), [[ὀπτήτειρα]], [[ὀπτητέον]], [[ὀπτητός]], [[ὀπτανεύς]] (=[[μάγειρος]]), [[ἔξοπτος]] (=καλοψημένος).
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[cocer]] πολλὰ πίνοντα καὶ μὴ μεθύειν· χοιραῖον πνεύμονα ὀπτήσας φάγε <b class="b3">para beber mucho y no emborracharse: cuece pulmón de cerdo y cómelo</b> P VII 181  
|esmgtx=[[cocer]] πολλὰ πίνοντα καὶ μὴ μεθύειν· χοιραῖον πνεύμονα ὀπτήσας φάγε <b class="b3">para beber mucho y no emborracharse: cuece pulmón de cerdo y cómelo</b> P VII 181  
}}
}}

Revision as of 08:30, 18 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτάω Medium diacritics: ὀπτάω Low diacritics: οπτάω Capitals: ΟΠΤΑΩ
Transliteration A: optáō Transliteration B: optaō Transliteration C: optao Beta Code: o)pta/w

English (LSJ)

pf.
A ὤπτηκα Euphro 1.5 : irreg. part. Pass. ὀπτεύμενος Theoc.7.55: Dor. pres. part. ὀπτᾶντες Epich.164: fut. Med. ὀπτήσομαι (in pass. sense) Luc.Asin.31 : aor. Pass., ὀπτηθῆναι Od.20.27 : pf. Pass. ὤπτημαι Ar.Fr.627: (ὀπτός (A), q.v.) :—roast, broil, κρέα ὤπτων Od.3.33, etc.; σπλάγχνα δ' ἄρ' ὀπτήσαντες ἐνώμων 20.252; ὤπτησάν τε περιφραδέως Il.1.466,2.429 : also c. gen. partit., ὀπτῆσαί τε κρεῶν roast some meat, Od.15.98; then in Hdt.9.120, Ar.Av.1690, X.Cyr.8.2.6, etc.; broil or fry fish, Ar.Fr.l.c., Crates Com.17, al.; fry an egg, PLit.Lond. 170 (i A. D.); toast cheese, Eub.150.2.—Hence it appears that ὀπτᾶν was used of all kinds of cooking by means of fire or dry heat, opp. ἕψω (boil in water), which never appears in Hom., whose heroes ate only roast meat, κρέα δὲ μόνον ὤπτων, ἐπεὶ ἕψοντά γ' οὐ πεποίηκεν αὐτῶν οὐδένα Eub.120.
2 bake bread, Hdt.2.47; ὅκως ὀπτῷτο (v.l. ὀπτῴη) ὁ ἄρτος Id.8.137, cf. X.An.5.4.29; ὀπτᾶν πλακοῦντας Ar.Ra.507; also of bricks or pottery, bake, burn, Hdt.1.179; καλῶς ὠπτημένη χύτρα Pl.Hp.Ma.288d; ὁ ὀπτώμενος κέραμος Arist. Mete.383a21.
3 bake, scorch, of the sun, ἐπεὶ τόκα μ' ἅλιος ὀπτῇ BionFr.15.12; ἡ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου X.Oec.16.14.
4 metaph. (as we say), 'roast' a man, τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν Ar.Lys. 839, cf. Sopat.6.9 (Pass.):—Pass., of the fire of love, ὀπτεύμενον ἐξ Ἀφροδίτας Theoc.7.55, cf. 23.34, AP12.92.7 (Mel.): so, prob., in Act., Sapph.115.

German (Pape)

[Seite 363] poet. auch ὀπτέω (verwandt mit ἕψω), braten, rösten; bei Hom. immer vom Zubereiten des Fleisches über dem Feuer, κρέα ὤπτων, Od. 3, 33 u. öfter, ὤπτησαν δὲ περιφραδέως, Il. 2, 429 u. öfter, auch mit dem gen. partit., ὀπτῆσαί τε κρεῶν, Od. 15, 98, auch pass., ὀπτηθῆναι, 20, 27; κρέα, Ar. Av. 1689; Comic. bei Ath. öfter; vom Brote, ὅκως ὀπτῷτο ὁ ἄρτος, Her. 8, 137, wie Xen. An. 5, 4, 29; πλακοῦντας, Ar. Ran. 508; τὰ κρέα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν, Plat. Euthvd. 301 c; Folgde; von ἕψειν unterschieden, Philochor. bei Ath. XIV, 656 a; Xen. Cyr. 8, 2, 6. – Übertr. sagt Ar. ὀπτᾶν καὶ στρέφειν τινά, Lys. 839; vgl. Xen. Oec. 16, 14, wo es von dem Ausdörren des Landes durch die Sonne gesagt ist; von der Liebesglut, wie torrere, Theocr. 7, 55, ὀπτεύμενον ἐξ Ἆφροδίτης, vgl. 23, 34; ὀπτᾶσθ' ἐν κάλλει, Mel. 4 (XII, 92); vgl. Callim. 12 (XII, 134). – Auch von irdenen Geschirren, Töpferwaaren, brennen; καλῶς ὠπτημένη χύτρα, Plat. Hipp. mai. 288 d; Sp., wie Luc. Lexiph. 7, der ὀπτήσομαι pass. gebraucht, Asin. 31.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὤπτων, f. ὀπτήσω, ao. ὤπτησα, pf. inus.
Pass. ao. ὠπτήθην, pf. ὤπτημαι;
1 faire rôtir ou griller : κρέα ou κρεῶν OD des viandes;
2 faire cuire;
3 brûler, dessécher.
Étymologie: ὀπτός¹.

Russian (Dvoretsky)

ὀπτάω: ион. ὀπτέω
1) жарить (κρέα Hom., Xen., Plat.);
2) печь (πλακοῦντας Arph.: ἄρτους Xen.);
3) обжигать (χύτρα ὠπτημένη Plat.; ὁ ὀπτώμενος κέραμος Arst.);
4) жечь, выжигать, сушить (ἡ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου Xen.);
5) перен. иссушать, томить, pass. сохнуть (ἐκ Ἀφροδίτης Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτάω: Ἰων.-έω, Ἡρόδ. 9. 120· ― ἀνώμαλός τις μετοχ. ἐνεστ. ὀπτεύμενος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ.· καὶ μέσ. μέλλ. ὀπτήσομαι (ἐπὶ παθ. σημασ.) ἐν Λουκ. Ὄνῳ 31· (ὀπτός, ὃ ἴδε) Ὀπτῷ, κοινῶς «ψήνω», κρέα ὤπτων Ὀδ. Γ. 33, κτλ.· σπλάγχνα δ’ ἄρ’ ὀπτήσαντες ἐνώμων Υ. 252· ὤπτησάν τε περιφαδέως Ἰλ. Α. 466, Β. 429· ὡσαύτως μετὰ γεν. διαιρετ., ὀπτῆσαί τε κρεῶν, μέρος τῶν κρεῶν, Ὀδ. Ο. 98· ― ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6, κτλ.· παρὰ τοῖς Κωμ. συχνάκις «ψήνω» ἢ τηγανίζω ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 524· ἰχθῦς τ’ ὀπτᾶν Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, κ. ἀλλ.· ψήνω τυρόν, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ― Ἐντεῦθεν καταφαίνεται ὅτι μετεχειρίζοντο τὸ ὀπτᾶν ἐπὶ τοῦ μαγειρεύειν διὰ ξηρᾶς θερμότητος ἤτοι διὰ πυρὸς ἄνευ ὕδατος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἕψω, βράζω ἐν ὕδατι, ὅπερ οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμήρῳ ἀπαντᾷ· καὶ ὁ Εὔβουλ. (ἐν Ἀδήλ. 2) παρατηρεῖ ὅτι οἱ τοῦ Ὁμήρου ἥρωες ἔτρωγον μόνον ὀπτὸν κρέας, ― κρέα δὲ μόνον ὤπτων, ἐπεὶ ἕψοντά γ’ οὐ πεποίηκεν αὐτῶν οὐδένα. ― Παθ., ὀπτηθῆναι Ὀδ. Υ. 27. 2) ψήνω ἄρτον, Ἡρόδ. 2. 47· ὅκως ὀπτῷτο ὁ ἄρτος ὁ αὐτ. 8. 137, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ὀπτᾶν πλακοῦντας Ἀριστοφ. Βάτρ. 507· ― ὡσαύτως ἐπὶ πλίνθων ἢ πηλίνων ἀγγείων, Ἡρόδ. 1.179· καλῶς ὠπτημένη (χύτρα) Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 288D· ὁ ὀπτώμενος κέραμος Ἀριστ. Μετεωρ. 4.6,6. 3) «ψήνω», σκληρύνω, ἐπεὶ τόκα μ’ ἥλιος ὀπτῇ Βίων 612· ἡ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου (οὕτως ὁ Οὐεργίλ. terram excoquere), Ξεν. Οἰκ. 16. 14. 4) μεταφορ. (ὡς καὶ νῦν ἔτι), «ψήνω»τινά, βασανίζω, τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν Ἀριστ. Λυσ. 839. ― Παθ., ὡς τὸ Λατ. uror, ἐπὶ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 7. 55., 23. 34, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 92, 7.

English (Autenrieth)

(ὀπτός), ipf. ὄπτων (ὤπτων), aor. ὤπτησα, ὄπτησα, pass. aor. inf. ὀπτηθῆναι: roast on the spit; w. part. gen., κρεῶν, Od. 15.98.

English (Slater)

ὀπτάω, roast πυρὶ δ' ὤπτων σώματα (coni. Snell: πυρὶ δ' ὑπνόωντε codd.: ὕπνωον Turyn) fr. 168. 3.]

Spanish

cocer

Greek Monotonic

ὀπτάω: (ὀπτός), Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὤπτησα· μτχ. Παθ. παρακ. ὀπτεύμενος, σε Θεόκρ.
1. ψήνω, ψήνω στη σχάρα, στα κάρβουνα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. διαιρ., ὀπτῆσαί τεκρεῶν, ψήνω ένα κομμάτι κρέατος, σε Ομήρ. Οδ.· το ὀπτᾶνλέγεται για μαγείρεμα με χρήση φωτιάς ή θερμότητας χωρίς νερό, σε αντίθ. προς το ἕψω, βράζω σε νερό, το οποίο δεν απαντά ποτέ στον Όμηρ.· και ένας κωμ. ποιητής επισημαίνει ότι οι ήρωες του Ομήρου έτρωγαν μόνο ψητό κρέας — Παθ., απαρ. αόρ. αʹ ὀπτηθῆναι, σε Ομήρ. Οδ.
2. ψήνω ψωμί, σε Ηρόδ., Ξεν., Αριστοφ.· επίσης, λέγεται για πλίνθους ή κεραμικά σκεύη, φουρνίζω, σε Ηρόδ.
3. ψήνω, σκληραίνω, λέγεται για τον ήλιο, σε Βίωνα
4. μεταφ., στην Παθ., καίγομαι από έρωτα, σε Θεόκρ., Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to fry, to roast, to bake (Od.).
Other forms: ὀπτεύμενος (Theoc.), aor. ὀπτῆσαι (Il.), ὀπτηθῆναι (Od.), perf. ὤπτηκα, -ημαι (Euphro resp. Ar.), fut. ὀπτήσομαι (Luc.).
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἐπ-, ἐξ-, κατ-, παρ-.
Derivatives: ὄπτησις f. the frying (Miletos Va, Hp., Arist.) with ὀπτήσιμος fit for frying (Eub., Arbenz 82), ὀπτ-ήτειρα f. adjunct of κάμινος (Call.). -ητήρια H. as explanation of ὠψά (alphabet. in wrong place, very doubtful); also ὀπτευτήρ m. smith, of Hephaistos (Coluth. 54 [V--VIp]) as if from *ὀπτεύω; cf. καμινευτήρ a.o. As 2. member in γαστρ-όπτης, f. -όπτις sausage fryer (Delos IV--IIIa; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 243 a. 2, 115 with wrong root-analysis). Backformation ἔξ-οπτος well done (Hp.), from ἐξ-οπτάω (IA.). -- Beside ὀπτός fried, roasted, baked (Od.); with ὀπτ-αλέος fried, roasted (Hom., Ath.), first after αὑαλέος a. o. from ὀπτός enlarged; or with old λ : ν-variation(?) with ὀπτανός fried, fit for frying (com., Arist.), formed like ἑψανός with related meaning; on the type (Schwyzer 490 n. 3 w. lit.). To ὀπτανός further ὀπτάν-ιον kitchen (com., inscr.), -ικός fit for frying (pap. IIIp), -εύς m. kitchen master (pap.; Bosshardt 66) with -εῖον (-ήϊον) kitchen (Plu., Luc., Hdn. Gr.); ὀπτανάριος assator, coctarius Gloss. -- On itself ὀπτασία f. about the roasting, kiln (PHolm. 9, 39 δὸς εἰς ὀπτασίαν ὀπτᾶσθαι), prob. to ὀπτάω after θερμασία v.t.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As to the formation ὀπτάω belongs to the verbs in -τάω, ἀρτάω, φοιτάω, οὑτάω etc. (Schwyzer 705). As basis is generally considered and prob. correctly the verbal adj. ὀπτός (τὰ ὀπτά? Risch $ 112b, questioning). -- Further unclear. The connection with ὀβελός (Schwyzer Festschr. Kretschmer 251) has as root-etymolog a very limited worth. Diff. attempts to connect ὀπτός with πέσσω, in Prellwitz (s. Bq) and Benveniste Origines 157f. - Furnée 263 compares ὄψον any cooked food, which seems a good possibility; the variation will be Pre-Greek.

Middle Liddell

ὀπτάω, [a part. pass. ὀπτεύμενος in Theocr.] ὀπτός
1. to roast, broil, Hom., etc.; c. gen. partit., ὀπτῆσαί τε κρεῶν to roast some meat, Od.:— ὀπτᾶν was used of cooking by means of fire or dry heat, opp. to ἕψω to boil in water, which never appears in Hom.; and a Com. poet remarks that Homer's heroes ate only roast meat:—Pass., aor1 inf. ὀπτηθῆναι Od.
2. to bake bread, Hdt., Xen., Ar.:—also of bricks or pottery, to bake, burn, Hdt.
3. to bake, harden, of the sun, Bion.
4. metaph. in Pass. to be burned by love, Theocr., Anth.

Frisk Etymology German

ὀπτάω: {optáō}
Forms: (seit Od.), ὀπτεύμενος (Theok.), Aor. ὀπτῆσαι (seit Il.), ὀπτηθῆναι (seit Od.), Perf. ὤπτηκα, -ημαι (Euphro bzw. Ar.). Fut. ὀπτήσομαι (Luk.),
Grammar: v.
Meaning: braten, rösten, backen;
Composita : auch m. Präfix, z.B. ἐπ-, ἐξ-, κατ-, παρ-,
Derivative: davon ὄπτησις f. das Braten (Miletos Va, Hp., Arist. usw.) mit ὀπτήσιμος zum Braten geeignet (Eub., Arbenz 82), ὀπτήτειρα f. Beiwort von κάμινος (Kall.). -ητήρια H. als Erklärung von ὠψά (alphabetisch unrichtig eingeordnet, sehr fraglich); auch ὀπτευτήρ m. Schmied, von Hephaistos (Koluth. 54 [V—VIp]) wie von *ὀπτεύω; vgl. καμινευτήρ u. a. Als Hinterglied in γαστρόπτης, f. -όπτις Gefässzum Wurstbraten (Delos IV—IIIa; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 243 u. 2, 115 mit unrichtiger Wurzelanalyse). Rückbildung ἔξοπτος wohlgebacken (Hp. u.a.), aus ἐξοπτάω (ion. att.). —Daneben ὀπτός gebraten, geröstet, gebacken (seit Od.); davon ὀπταλέος gebraten, geröstet (Hom., Ath.), zunächst nach αὐαλέος u. a. aus ὀπτός erweitert; in Betracht kommt auch alter λ : ν-Wechsel mit ὀπτανός gebraten, zum Braten geeignet (Kom., Arist. u.a.), wie das sinnverwandte ἑψανός gebildet; Typus allerdings altererbt (Schwyzer 490 A. 3 m. Lit.). Zu ὀπτανός ferner ὀπτάνιον Küche (Kom., Inschr.), -ικός zum Braten geeignet (Pap. IIIp), -εύς m. Küchenmeister (Pap.; Bosshardt 66) mit -εῖον (-ήϊον) Küche (Plu., Luk., Hdn.Gr.); ὀπτανάριος· assator, coctarius Gloss. — Für sich steht ὀπτασία f. etwa Röstung, Röstofen (PHolm. 9, 39 δὸς εἰς ὀπτασίαν ὀπτᾶσθαι), wohl zu ὀπτάω nach θερμασία o.ä.
Etymology : Der Bildung nach reiht sich ὀπτάω den Verba auf -τάω, ἀρτάω, φοιτάω, οὐτάω usw. (Schwyzer 705) an. Als Grundlage wird indessen allgemein und wohl mit Recht das Verhaladj. ὀπτός (τὰ ὀπτά? Risch ̨ 112b, fragend) angesehen. — Sonst dunkel. Die Anknüpfung am ὀβελός (eig. "am Spieß"; Schwyzer Festschr. Kretschmer 251) hat als Wurzeletymologie einen sehr beschränkten Wert. Wechselnde Versuche, ὀπτός mit πέσσω zu verbinden, bei Prellwitz (s. Bq) und Benveniste Origines 157f., auch bei Austin Lang. 17, 88.
Page 2,406-407

Mantoulidis Etymological

(=ψήνω). Ἀπό τό ὀπτός (=ψητός) πού παράγεται ἀπό τό ἕψω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀπτῶ: ὀπταλέος (=ψητός), ὀπτανός, ὀπτάνιον (=μαγειρεῖο) καί ὀπτανεῖον, ὀπτήσιμος, ὄπτησις (=ψήσιμο), ὀπτήτειρα, ὀπτητέον, ὀπτητός, ὀπτανεύς (=μάγειρος), ἔξοπτος (=καλοψημένος).

Léxico de magia

cocer πολλὰ πίνοντα καὶ μὴ μεθύειν· χοιραῖον πνεύμονα ὀπτήσας φάγε para beber mucho y no emborracharse: cuece pulmón de cerdo y cómelo P VII 181