κερδαίνω: Difference between revisions
(strοng) |
(T21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[κέρδος]]; to [[gain]] ([[literally]] or [[figuratively]]): ([[get]]) [[gain]], [[win]]. | |strgr=from [[κέρδος]]; to [[gain]] ([[literally]] or [[figuratively]]): ([[get]]) [[gain]], [[win]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[future]] κερδήσω, bez elz L T Tr WH; [[see]] [[also]] [[below]]); 1st aorist [[ἐκέρδησα]] (an Ionic [[form]] from κερδάω, [[which]] [[later]] writers [[use]] for the earlier ἐκερδανα, [[see]] Lob. ad Phryn., p. 740; [[Alexander]] Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. ii., p. 215; Winer s Grammar, 87 (83); (Veitch, [[under]] the [[word]])), [[once]] 1st aorist subjunctive κερδάνω (L T Tr ([[but]] WH (cf. [[also]] Griesbach [[note]]) [[read]] the [[future]] κερδάνω, cf. Buttmann, 60 (53); § 139,38)); 1future [[passive]] κερδηθήσομαι (the subjunctive κερδηθήσωνται, R G is a clerical [[error]] (cf. references [[under]] the [[word]] [[καίω]], at the [[beginning]]), for [[which]] L T Tr WH [[have]] restored κερδηθήσονται (cf. Buttmann, § 139,38)); (from [[Hesiod]] [[down]]); (from [[κέρδος]]); to [[gain]], [[acquire]]; (Vulg. passim lucrifacio ([[also]] lucro, etc.));<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: [[τόν]] κόσμον, L T WH),17,20,22; [[absolutely]], to [[get]] [[gain]], α. [[with]] nouns signifying [[loss]], [[damage]], [[injury]], it is used of the [[gain]] arising from shunning or escaping from the [[evil]] ([[where]] we [[say]] to [[spare]] [[oneself]], be spared): [[τήν]] ὕβριν ταύτην καί ζημίαν, τό γέ μιανθῆναι τάς χεῖρας κερδαίνειν, to [[avoid]] the [[crime]] of [[fratricide]], Josephus, Antiquities 2,3, 2; ζημίαν, to [[escape]] a [[loss]], [[Euripides]], Cycl. 312; [[other]] examples in Kypke, Observations, ii., p. 139f β. τινα, to [[gain]] anyone i. e. to [[win]] him [[over]] to the [[kingdom]] of God, [[which]] [[none]] [[but]] the [[placable]] [[enter]], Χριστόν, to [[gain]] Christ's favor and fellowship, Philippians 3:8. Not [[found]] in the O. T. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 28 August 2017
English (LSJ)
fut. -
A ᾰνῶ A.Pr.876, Lys.8.20, etc.; Ion. -ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ; κερδήσω AP9.390 (Menecr.), Ep.Jac.4.13, κερδήσομαι Hdt.3.72: aor. 1 ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27, And.1.134 codd., etc.; Ion. -ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, also ἐκέρδησα Id.4.152, Hld.4.13, etc.: pf. κεκέρδαγκα D.C.53.5, κεκέρδᾰκα Aristid.1.366 J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc., κεκέρδηκα D.56.30 (προς-), J.BJ1.20.2:— Pass., aor. part. κερδανθείς Phld.Oec.p.67 J.: pf. κεκερδημένος J.AJ 18.6.5: (κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op.352; μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu.259; κ. τινί gain by a thing, E.HF604; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag.1301; κέρδος κ. S.OT889 (lyr.); κ. ἓξ τάλαντα And. l. c.; τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Lys.13.84; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr.231: c. part., gain by doing... εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel.1051 (prob.); πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av.1591, cf. Th.5.93; οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr.876; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι . . Hp. Art.46:—Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c. 2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl.520; τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant.312, X.Mem.2.9.4; παρά τινων Lys.20.7; πρὸς σοῦ S.Tr.191; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant.1037. II in bad sense, reap disadvantage from a thing, διπλᾶ δάκρυα κ. E.Hec.518; κερδᾶναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου X.Ap.9. III save or spare oneself, avoid, μεγάλα κακά Philem. 92.10; ὕβριν Act.Ap.27.21; τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2; ἐνόχλησιν D.L.7.14, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1423] fut. κερδανῶ, Xen. Mem. 2, 6, 4, aor. ἐκέρδανα, κερδῆναι Hom. ep. 14, 6, auch κερδήσομαι, Her. 3, 72, ἐκέρδησα, 4, 152, Sp. häufig, vgl. Lob. zu Phryn. 740; perf. προσκεκέρδηκα Dem. 56, 30; auch κεκέρδακα, Sp., u. κεκέρδαγκα, Phot. bibl. p. 237, 22; – gewinnen, Gewinn (κέρδος) ziehen, Vortheil haben; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Aesch. Ag. 1274; Prom. 878; λόγον ἐκέρδαναν Pind. I. 4, 29; οὐκ ἐξ ἅπαντος χρὴ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Soph. Ant. 312; εἰ μὴ τὸ κέρδος κερδανεῖ δικαίως O. R. 889, wie Plat. Legg. VIII, 846 a; χρηστὰ ἔπη Trach. 230; τί κερδανῶ Ar. Nubb. 260; τῇ ἀσφαλείᾳ κερδανεῖς Eur. Herc. Fur. 604; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waaren ziehen, Her. 4, 152, der es auch c. dat. vrbdt, Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, aus der Erhaltung Megara's, 8, 60, 3; ἀπό τινος, Xen. Hem. 2, 9, 3; – c. partic., Ar. Av. 1591 Eur. Hel. 1051; Arist., der es Eth. 5, 5 erkl.: τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ ἑαυτοῦ, setzt es dem ζημιοῦσθαι entgegen. – Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Thränen ernten, Eur. Hec. 518.
Greek (Liddell-Scott)
κερδαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ Τραγ., Θουκ, Ἰων. -ανέω, Ἡρόδ. 1. 35., 8. 60· τύπος οὐχὶ Ἀττ. κερδήσω Ἀνθ. Π. 9. 390, καὶ κερδήσομαι, Ἡρόδ. 3. 72· ― ἀόρ. ἐκέρδᾱνα Πίνδ., Ἀττ.· Ἰων. -ηνα Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 6, Ἡρόδ. 8. 5· τύπος οὐχὶ Ἀττ. ἐκέρδησα ὁ αὐτ. 4. 152, Ἡλιόδ., κτλ.· ― πρκμ. κεκέρδαγκα Δίων Κ. 53. 5· κεκέρδᾰκα Ἀχ. Τάτ. 5. 25, Φάλαρ., κτλ.· ἀλλὰ προσκεκέρδηκα Δημ. 1292. 6. ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. κερδανθεὶς Φιλόδημ. 22· πρκμ. κεκερδημένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 6, 5· (κέρδος). Κερδαίνω, κοινῶς «κερδίζω», πορίζομαι κέρδος ἢ ὠφέλειαν ἔκ τινος, κακὰ κ., πορίζομαι ἄδικα κέρδη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 350· κ. ἔκ ἢ ἀπό τινος Ἡρόδ. 4. 152, Σοφ. Ἀντ. 312, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4· παρά τινος Λυσ. 158. 28· πρός τινος Σοφ. Τρ. 191· κ. τινί, διά τινος πράγματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 604· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1301· τί κερδανῶ; τί θὰ κερδήσω δι’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 259· ― μετὰ μετοχ., κερδίζω, πράττω τι, εἰ δὲ κερδανῶ λέγων Εὐρ. Ἠλ. 1051· πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1591, κτλ.· οὕτω μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 876· Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, θὰ κερδήσωμεν, ἐὰν σωθῶσι τὰ Μέγαρα, Ἡρόδ. 8. 60, 3· οὕτω, κ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812. 2) ἀπολ., πορίζομαι κέρδος ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, ἀντίθ. τῷ ζημίαν λαβεῖν, Ἡρόδ. 8. 5, Σοφ. Ἀποσπ. 26. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 520, Θουκ. 5. 93· τὸ κερδαίνειν, ἡ ἐπιδίωξις κέρδους, ἀντίθ. τῷ τὸ τιμᾶσθαι, ὁ αὐτ. 2. 44· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κέρδος κερδ. Σοφ. Ο. Τ. 889· κ. τρία τάλαντα Ἀνδοκ. 17. 26· τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Λυσ. 137. 41· ― ἐμπορεύομαι, κάμνω ἐμπόριον, Σοφ. Ἀντ. 1037· ― κ. λόγον, ἀποκτῶ φήμην, Πινδ. Ι. 5 (4). 33· χρηστὰ κ. ἔπη, δέχομαι καλοὺς λόγους, Σοφ. Τρ. 231. II. ὡς τὰ ἀπολαύω, καρπόομαι, πορίζομαι ζημίαν, ζημιοῦμαι ἔκ τινος, οἷον, διπλᾶ δάκρυα κερδᾶναι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου renovare dolorem, Εὐρ. Ἑκ. 518, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 91, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 3, 2, κτλ. III. ὡς τὸ Λατ. compendi facere, σῴζω ἐμαυτόν, ἀποφεύγω, μεγάλα κακὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 10· θανάτου προσδοκίαν Ἀνθ. Π. 10. 59· ἐνόχλησιν Διογ. Λ. 7. 14
French (Bailly abrégé)
f. κερδανῶ, ao. ἐκέρδανα, pf. κεκέρδηκα ou κεκέρδαγκα;
1 gagner, faire un gain, un profit : ἔκ τινος, ἀπό τινος, πρός τινος, tirer un profit de qqn ; τι κ. τινι, gagner qch par (la fuite, etc.) ; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι HDT nous gagnerons que Mégare sera sauvé ; κέρδος κ. SOPH faire un gain ; τὸ κερδαίνειν THC la poursuite du gain;
2 ironiq. gagner en parl. de choses fâcheuses : δάκρυα EUR gagner à qch des larmes.
Étymologie: κέρδος.
English (Slater)
κερδαίνω
1 gain καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (I. 5.27)
English (Strong)
from κέρδος; to gain (literally or figuratively): (get) gain, win.
English (Thayer)
(future κερδήσω, bez elz L T Tr WH; see also below); 1st aorist ἐκέρδησα (an Ionic form from κερδάω, which later writers use for the earlier ἐκερδανα, see Lob. ad Phryn., p. 740; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. ii., p. 215; Winer s Grammar, 87 (83); (Veitch, under the word)), once 1st aorist subjunctive κερδάνω (L T Tr (but WH (cf. also Griesbach note) read the future κερδάνω, cf. Buttmann, 60 (53); § 139,38)); 1future passive κερδηθήσομαι (the subjunctive κερδηθήσωνται, R G is a clerical error (cf. references under the word καίω, at the beginning), for which L T Tr WH have restored κερδηθήσονται (cf. Buttmann, § 139,38)); (from Hesiod down); (from κέρδος); to gain, acquire; (Vulg. passim lucrifacio (also lucro, etc.));
a. properly: τόν κόσμον, L T WH),17,20,22; absolutely, to get gain, α. with nouns signifying loss, damage, injury, it is used of the gain arising from shunning or escaping from the evil (where we say to spare oneself, be spared): τήν ὕβριν ταύτην καί ζημίαν, τό γέ μιανθῆναι τάς χεῖρας κερδαίνειν, to avoid the crime of fratricide, Josephus, Antiquities 2,3, 2; ζημίαν, to escape a loss, Euripides, Cycl. 312; other examples in Kypke, Observations, ii., p. 139f β. τινα, to gain anyone i. e. to win him over to the kingdom of God, which none but the placable enter, Χριστόν, to gain Christ's favor and fellowship, Philippians 3:8. Not found in the O. T.