ἐκτενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(T22)
(11)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐκτενές ([[ἐκτείνω]]), [[properly]], stretched [[out]]; [[figuratively]], [[intent]], [[earnest]], [[assiduous]]: [[προσευχή]], R G ([[εὐχή]], Ignatius (interpolated) ad Ephesians 10 [ET]; [[δέησις]] καί [[ἱκεσία]], Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 59,2 [ET]); [[ἀγάπη]], [[ἐκτενέστερον]], as adverb, [[more]] [[intently]], [[more]] [[earnestly]], L brackets WH [[reject]] the [[passage]]). ([[ἐκτενής]] [[φίλος]], [[Aeschylus]] suppl. 983; [[Polybius]] 22,5, 4; [[then]] [[very]] [[often]] from [[Philo]] on; cf. Lob. ad Phryn., p. 311.)  
|txtha=ἐκτενές ([[ἐκτείνω]]), [[properly]], stretched [[out]]; [[figuratively]], [[intent]], [[earnest]], [[assiduous]]: [[προσευχή]], R G ([[εὐχή]], Ignatius (interpolated) ad Ephesians 10 [ET]; [[δέησις]] καί [[ἱκεσία]], Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 59,2 [ET]); [[ἀγάπη]], [[ἐκτενέστερον]], as adverb, [[more]] [[intently]], [[more]] [[earnestly]], L brackets WH [[reject]] the [[passage]]). ([[ἐκτενής]] [[φίλος]], [[Aeschylus]] suppl. 983; [[Polybius]] 22,5, 4; [[then]] [[very]] [[often]] from [[Philo]] on; cf. Lob. ad Phryn., p. 311.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ἐκτενής]], -ές)<br />αυτός που απλώνεται σε [[έκταση]], [[εκτεταμένος]] («[[εκτενής]] [[αγρός]], [[οδός]], [[μελέτη]], [[λόγος]], [[συζήτηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή [[τάση]] να εκτείνεται [[προς]] άλλους ή άλλα, και επομ. [[μεταδοτικός]], [[βοηθητικός]], [[φιλικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που επεκτείνει την [[ενέργεια]] ή τη [[φροντίδα]] του, [[δραστήριος]], [[επιμελής]]<br /><b>3.</b> (για [[πράξη]]) [[συνεχής]], [[ακατάπαυστος]], [[έντονος]], [[επίμονος]]<br /><b>4.</b> αυτός που παρέχει ή παρέχεται εκτεταμένα, [[επομένως]] ο [[άφθονος]] («ἐκτενὲς [[γάλα]]»)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> «ἐκτενὴς [[δέησις]]» ή [[απλώς]] [[μετά]] τα αναγνώσματα, [[υπέρ]] τών κτιτόρων και ευεργετών του ναού, του επισκόπου, τών ευσεβών χριστιανών κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτενής Medium diacritics: ἐκτενής Low diacritics: εκτενής Capitals: ΕΚΤΕΝΗΣ
Transliteration A: ektenḗs Transliteration B: ektenēs Transliteration C: ektenis Beta Code: e)ktenh/s

English (LSJ)

ές,

   A strained: hence of persons, warmly attached, friendly, Plb.21.22.4 (Sup.), cf. D.S.34.2.39, Socr. ap. Stob.4.31.130 ; assiduous, περί τινα Supp.Epigr.2.277.5 (Delph., ii B.C.): Comp. -έστερος τῇ προθυμίᾳ IGRom.4.293aii 38 (Pergam., ii B.C.): Sup. -εστάτη προθυμία Chrysipp.Stoic.2.293, cf. Vit.Philonid.p.9C.; πρόνοια UPZ110.46(ii B. C.).    2 extended, Dam.Pr.64; capable of extension, ἐ. ἐστι τὸ μεταδίδον τῶν ἑαυτοῦ καὶ τοῖς ἄλλοις Herm.in Phdr.p.121A.    3 abundant, γάλα Sor.1.94.    II Adv. -νῶς (Elean ἐκτενέωρ GDI 1172.12 ; Cret. ἐκτενίως ib.5138.13 ; Ion. -έως Ps.-Hdt.Vit.Hom.7) earnestly, zealously, ἀγαπᾶσθαι Machoap.Ath.13.579e; ποιεῖν τι Arist. MM1210a27 ; συναγωνίζεσθαι IG22.945, cf. SIG538.17 (Delph., iii B. C.); εὐχὴ ἐ. γινομένη Act.Ap.12.5 : Comp. -έστερον Cic.Att.13.9.1 : Sup.-έστατα D.S.29.4.    2 in Adv. also, eagerly, freely, splendidly (condemned by Phryn.285), προσδέξασθαί τινα Plb.8.19.1, cf. D.S. 2.24, etc.; of public duties, λαμπρῶς καὶ ἐ. τετελεκότα CIG2771ii14 (Aphrodisias): Comp., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Agatharch. Fr.Hist.6J.—Not in early writers, corrupt in A.Supp.983.

German (Pape)

[Seite 780] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben δαψιλής, dem φειδωλός entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς , angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; νοσηλεύω Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτενής: -ές, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐνθέρμως ἀγαπώντων, φιλικός, φιλόφρων, Λατ. prolixus, Πολύβ. 22. 5, 4, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 600. 75· - ἐπὶ πράξεων, διηνεκής, ἀκατάπαυστος καὶ ἔνθερμος, προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν Πράξ. Ἀπ. ιβ΄, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἐνθέρμως μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας, ἀγαπᾶσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 570Ε· ποιεῖν τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 11, 28· ἀγωνίζεσθαι Συλλογ. Ἐπιγρ. 2270. 15· ὑπερθ. ἐκτενέστατα, Διοδ. Ἐκλογ. 620. 11. 2) ἐν τῷ ἐπιρρ. ὡσαύτως, προθύμως, ἐλευθέρως, λαμπρῶς, προσδέξασθαί τινα Πολύβ. 8. 21, 1, πρβλ. Διόδ. 2. 24, κτλ.· ἐπὶ δημοσίων καθηκόντων, λαμπρῶς καὶ ἐκτ. τετελεκότα Συλλογ. Ἐπιγρ. 2771. 11, 14· συγκριτικ., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 527C· λέξις μεταγεν., ὥστε τὸ ἐκτενεῖς φίλους ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 983 εἶναι λίαν ἀμφίβολον, ὁ δὲ Heath προτείνει ἐγγενεῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
attentif, assidu, empressé ; en parl. de ch. (vœu, prière, etc.) pressant, véhément.
Étymologie: ἐκτείνω.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): adv. el. -έωρ IO 39.12 (III/II a.C.); cret. -ίως ICr.1.24.2.13 (Prianso II a.C.)
I 1de pers. o ref. pers. solícito, diligente, entregado, presto a ayudar o colaborar en todo momento o circunstancia γεγόνασι πάντων ἐκτενέστατοι τῶν ἐπὶ τῆς Ἀσίας αὐτονομουμένων Plb.21.22.4, φίλος ἐ. Socr.Dict.306
frec. en decr. honoríf. y de proxenía ἐμ πᾶσιν ἐγίνετο ἐ. καὶ φιλότιμος HTCarie 89.9 (II a.C.), αὑτὸν ἐκτενῆ καὶ εὔχρηστον παρεχόμενος IG 12(7).388.5 (Egiale II a.C.), cf. FD 4.428.2.5 (II a.C.), περὶ τὴν πολιτείαν ἐ. καὶ φιλάγαθος IClaros 1.M.3.32 (II a.C.), ἐ. καὶ πρόθυμος IKeramos 6.2 (I a.C.), cf. IGR 4.293a.2.38 (Pérgamo I a.C.), τὴν παρὰ σοῦ ἐπιστολὴν ... οὖσαν ἐκτενῆ καὶ φιλικήν IPessinous 4.9 (II a.C.), ἐκτενὴν προσενηνεγμένος τὴν πρὸς τὸν δῆμον εὔνοιαν ἐμ παντὶ καιρῷ Ath.Decr.261.7 (II a.C.)
subst. τὸ ἐ. diligencia, celo πᾶν ἐκτενές προσοίσεσθαι πρὸς ἀντίλημψιν que pondrían todo su empeño en la defensa LXX 3Ma.3.10
neutr. compar. como adv. -έστερον con mayor empeño ζῆν πολυτελῶς ἐ. ζητοῦσι τῶν ἄλλων Agatharch.Fr.Hist.6, sup. -έστατα: συνηγωνισμένοι τῷ βασιλεῖ ἐκτενέστατα habiendo apoyado con el máximo celo al rey D.S.29.4.
2 de abstr. constante, perseverante en alguna actitud positiva (frec. difícil de distinguir de I 1) ἐκτενεστάτην ... περὶ αὐτὰ προθυμίαν τε καὶ σπουδὴν εἰσφέρεσθαι Chrysipp.Stoic.2.293.1, cf. UPZ 110.46 (II a.C.), τὴν εἰς ἑαυτοὺς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες 1Ep.Petr.4.8, προσευχή Pamph.Mon.Soter.91, ὀλολυγμός Iust.Phil.Dial.107.2
subst. τὸ ἐ. constancia, aplicación τὸ ἐ. εἰς ἀρετήν Cyr.Al.M.69.1121D.
3 fil. susceptible de tener extensión o prolongación, que se extiende o prolonga en el espacio, definido como τὸ μεταδίδον τῶν ἑαυτοῦ καὶ τοῖς ἄλλοις Herm.in Phdr.121
subst. τὸ ἐ. extensión, prolongación Dam.Pr.64.
4 de cosas producido con regularidad, abundante a lo largo del tiempo πρὸς γάλακτος ἀπόδοσιν ἐκτενοῦς Sor.2.10.50.
II adv. -ῶς
1 solícitamente, con dedicación o diligencia ὑπ' αὐτῆς ἐ. ἀγαπώμενος Macho 265, cf. Arist.MM 1210a27, τὰς χρείας παρέχεται ... ἐ. πᾶσι τοῖς παραγινομένοις ποτὶ τὸν θεόν CID 4.96.17 (III a.C.), ἐπιμελόμενος τε τῶν πολιτᾶν ... φιλοτιμίως καὶ ἐ. κατὰ τὰν τέχναν ICr.4.168*.10 (Gortina III a.C.), cf. IO 39.12 (III/II a.C.), ἐνοσήλευεν αὐτὸν ἐ. Ps.Hdt.Vit.Hom.7, τὰς δημοτελεῖς θυσίας ἐπιτελέσασαν ἐκ τῶν ἰδίων ἐ. Sardis 52.11 (II d.C.), cf. SEG 43.451.15 (Pidna II a.C.), πάντα δαψιλῶς καὶ ἐ. ἐξετέλεσα IKeramos 36.7 (III d.C.?), cf. CIG 2771.2.14 (Afrodisias I/II d.C.)
cordial, atentamente προσδεξάμενος ἐ. καὶ φιλοφρόνως τὸν Βῶλιν Plb.8.19.1, cf. I.AI 6.341, παρεκάλει δὲ ἁμὲ ἐ. καὶ φιλοτίμως ICr.1.24.2.13 (Prianso II a.C.), πρὸς τὰς ἑστιάσεις ... ἐ. ἅπαντας παρελάμβανε D.S.2.24.
2 sin descanso, insistentemente ἐκράξατε πρὸς κύριον ἐ. LXX Il.1.14, προσευχὴ δὲ ἦν ἐ. γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν περὶ αὐτοῦ Act.Ap.12.5.

• Etimología: Cf. ἀτενής, τείνω.

English (Strong)

from ἐκτείνω; intent: without ceasing, fervent.

English (Thayer)

ἐκτενές (ἐκτείνω), properly, stretched out; figuratively, intent, earnest, assiduous: προσευχή, R G (εὐχή, Ignatius (interpolated) ad Ephesians 10 [ET]; δέησις καί ἱκεσία, Clement of Rome, 1 Corinthians 59,2 [ET]); ἀγάπη, ἐκτενέστερον, as adverb, more intently, more earnestly, L brackets WH reject the passage). (ἐκτενής φίλος, Aeschylus suppl. 983; Polybius 22,5, 4; then very often from Philo on; cf. Lob. ad Phryn., p. 311.)

Greek Monolingual

-ες (AM ἐκτενής, -ές)
αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένοςεκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση»)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός
2. (για πρόσ.) αυτός που επεκτείνει την ενέργεια ή τη φροντίδα του, δραστήριος, επιμελής
3. (για πράξη) συνεχής, ακατάπαυστος, έντονος, επίμονος
4. αυτός που παρέχει ή παρέχεται εκτεταμένα, επομένως ο άφθονος («ἐκτενὲς γάλα»)
5. εκκλ. «ἐκτενὴς δέησις» ή απλώς μετά τα αναγνώσματα, υπέρ τών κτιτόρων και ευεργετών του ναού, του επισκόπου, τών ευσεβών χριστιανών κ.λπ.