παραδέχομαι: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(T21) |
(30) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[future]] 3rd [[person]] plural παραδέξονταί; deponent [[middle]], [[but]] in Biblical and ecclesiastical Greek [[with]] 1st aorist [[passive]] παρεδεχθην (L T Tr WH; Buttmann, 51 (44));<br /><b class="num">1.</b> in classical Greek from [[Homer]] [[down]], [[properly]], to [[receive]], [[take]] up, [[take]] [[upon]] [[oneself]]. Hence,<br /><b class="num">2.</b> to [[admit]] i. e. [[not]] to [[reject]], to [[accept]], [[receive]]: [[τόν]] λόγον, ἔθη, [[τήν]] μαρτυρίαν, κατηγορίαν, τάς δοκιμους δραχμάς, [[Epictetus]] diss. 1,7, 6); τινα, of a Song of Solomon , to [[acknowledge]] as [[one]]'s [[own]] (A. V. receiveth), רָצָה); of a [[delegate]] or [[messenger]], to [[give]] [[due]] [[reception]] to, L T Tr WH. (Cf. [[δέχομαι]], at the [[end]].) | |txtha=[[future]] 3rd [[person]] plural παραδέξονταί; deponent [[middle]], [[but]] in Biblical and ecclesiastical Greek [[with]] 1st aorist [[passive]] παρεδεχθην (L T Tr WH; Buttmann, 51 (44));<br /><b class="num">1.</b> in classical Greek from [[Homer]] [[down]], [[properly]], to [[receive]], [[take]] up, [[take]] [[upon]] [[oneself]]. Hence,<br /><b class="num">2.</b> to [[admit]] i. e. [[not]] to [[reject]], to [[accept]], [[receive]]: [[τόν]] λόγον, ἔθη, [[τήν]] μαρτυρίαν, κατηγορίαν, τάς δοκιμους δραχμάς, [[Epictetus]] diss. 1,7, 6); τινα, of a Song of Solomon , to [[acknowledge]] as [[one]]'s [[own]] (A. V. receiveth), רָצָה); of a [[delegate]] or [[messenger]], to [[give]] [[due]] [[reception]] to, L T Tr WH. (Cf. [[δέχομαι]], at the [[end]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, ιων. τ. [[παραδέκομαι]], ποιητ. τ. [[παρδέχομαι]]<br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] και [[δίκαιο]], [[συμφωνώ]], [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] («[[ποτέ]] δεν παραδέχεται τα λάθη του»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]] ως άξιο («σέ [[παραδέχομαι]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα παραδεδεγμένα</i><br />όσα ισχύουν [[κατά]] [[παράδοση]], αυτά που θεωρούνται από όλους ως [[ορθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται από κάποιον («[[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τέκνα]]) [[κληρονομώ]] («παραδεξάμενος παρὰ τοῡ πατρὸς τὸν πόλεμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[παράδοση]] («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν [[τότε]] μακαρίας ζωῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρχοντα) [[λαμβάνω]] αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο<br /><b>5.</b> (για μαθητή) [[κάνω]] [[κτήμα]] μου τα διδασκόμενα<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[έργο]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>7.</b> [[υποδέχομαι]]<br /><b>8.</b> (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να εισέλθει<br /><b>10.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[ιδιότητα]] του πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων [[τινάς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[κάτι]] («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ [[πάντα]] [[υἱόν]], ὅv παραδέχεται», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημαίνω]], έχω [[σημασία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. παραδέκομαι, fut.
A -ξομαι Pl.Tht.155c:—receive from another, σῆμα Il.6.178; [Γαῖα] σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνητούς E.Fr.839.4 (anap.); τὰ φερόμενα γράμματα X.Cyr.8.6.17, etc.; of children, receive by inheritance, σοφώτατα νοήματα Pi.O.7.72; τὴν ἀρχήν Hdt.1.102; π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός ib.18; but μάχην π. take up and continue the battle, Id.9.40; receive by way of rumour or tradition, π. φήμην Pl.Lg.713c; ἀκοήν τινος Id.Ti.23d; of magistrates or others, receive articles entered in an inventory, etc., IG12.91.21, al., PHib.1.32.4 (iii B. C.), etc.; of pupils, receive lessons from a master, τοὺς μετὰ πόνου . . παραδεχομένους Plu.Cat.Mi.1. b take over an office or function, BGU1199.3, al. (i B. C.). 2 c. inf., π. τινὶ πράττειν τι take upon oneself or engage to another to do a thing, D.58.38. 3 admit, εἰς τὴν πόλιν Pl.R.394d, 399d, 605b; εἰς [τὴν οἰκίαν] D.40.2; εἰς τοὺς ἀγῶνας Aeschin.1.178; admit to citizenship, τῶν περιοίκων τινάς Arist.Pol.1303a7; admit as a pupil, Pl.Euthd.304b; π. τὸ ἔθνος admit to friendly relations, Plb.38.9.8. 4 admit, allow, τὴν ἀπαγωγήν Lys.13.86, cf. Pl.Tht.155c, Lg.935d; π. σκῆψιν Hyp. Eux.7; π. τὸν λόγον accept the definition, Pl.Chrm.162e, cf. Arist. Cat.4a28; recognize as correct, agree to, συντίμησιν BGU1119.54 (i B. C.); τὸ δαπανηθέν PFay.125.10 (ii A. D.). 5 signify, κτῆσιν A.D. Synt.171.6. II in later writers the aor. παρεδέχθην takes also a pass. sense, Luc.VH2.21, Gloss.; ἀξιῶ παραδεχθῆναί τινα εἰς τοὺς ἐφήβους to be admitted, POxy.477.24 (ii A. D.); also, to be credited as a set-off, BGU831.15 (iii A. D.): so fut. -δεχθήσομαι PAmh.2.86.13 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 476] (s. δέχομαι), annehmen, hinnehmen, bekommen; σῆμα κακὸν παρεδέξατο, Il. 6, 178; σοφώτατα νοήματα, Pind. Ol. 7, 72; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 3, 1. 8, 6, 17 u. Sp.; von einer erblichen Regierung, Her. 1, 102. – Uebertr., φήμην παραδεδέγμεθα, Plat. Legg. VI, 713 c; ἀκοήν, Tim. 23 d; – übernehmen, μάχην, den von Andern angefangenen Kampf aufnehmen und fortsetzen, Her. 9, 40; auch c. inf., Etwas zu thun, Dem. 58, 38; – aufnehmen, εἰς τοὺς ἀγῶνας ἔθος, Aesch. 1, 178; αὐλοποιοὺς παραδέξει εἰς τὴν πόλιν, Plat. Rep. III, 399 d; εἰς οἰκίαν, Dem. 40, 2; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραδέχομαι: Ἰων. -δέκομαι: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ. Δέχομαι παρά τινος (ὅρα παραδίδωμι), αὐτὰρ ἐπειδὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ Ἰλ. Ζ. 178· τὰ φερόμενα γράμματα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17, κτλ.· ἐπὶ τέκνων, δέχομαι, λαμβάνω ὡς κληρονομίαν (πρβλ. ἐκδέχομαι), σοφώτατα νοήματα Πινδ. Ο. 7. 134· τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρὸς ὁ αὐτ. 1. 18· ἀλλά, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι (δηλ. τὴν μάχην) Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι, ἀναλαμβάνοντες καὶ ἐξακολουθοῦντες τὴν μάχην οἱ Π. κ. Μ., Λατ. excipere ἢ suscipere pugnam, ὁ αὐτ. 9. 40· - ὡσαύτως, δέχομαι ὡς φήμην ἢ ὡς παράδοσιν, π. φήμην Πλάτ. Νόμ. 713C· ἀκοήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C· - ἐπὶ ἀρχόντων, παραδέχομαι, παραλαμβάνω πράγματα ἐγγραφόμενα εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 13., 140, 15, κτλ.· πρβλ. παραδίδωμι· - ἐπὶ μαθητῶν, λαμβάνω μαθήματα παρὰ τοῦ διδασκάλου, τοὺς μετὰ πόνου .. παραδεχομένους Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) μετ’ ἀπαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι νὰ πράξω τι, Λατ. reciperc se facturum, Δημ. 1334. 16. 3) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω νὰ εἰσέλθῃ τις, εἰς τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 394D, 399D, 605B (πρβλ. παραδεκτέον)· εἰς τὴν οἰκίαν Δημ. 1008, ἐν τέλ.· εἰς τοὺς ἀγῶνας Αἰσχίν. 25. 25· γῆ. σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνατοὺς Εὐρ. Ἀποσπ. 836 π. τινα, δέχομαι ὡς φίλον, Πολύβ. 38. 1, 8· ἐντεῦθεν, 4) παραδέχομαί τι, ὡς οὕτως ἢ ἄλλως ἔχον, Λυσ. 138. 3· εἴ περ καὶ ταῦτα παραδεξόμεθα Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 935D· π. σκῆψιν Ὑπερείδ. ὑπέρ. Εὐξ. 22· π. τὸν λόγον, παραδέχομαι τὸν ὁρισμόν, Πλάτ. Χαρμ. 162Ε, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 5. 43· πρβλ. ἀπο-, ἐπιδέχομαι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. παρεδέχθην λαμβάνει καὶ παθ. σημασ., Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
I. recevoir de qqn :
1 recevoir de la main à la main, acc.;
2 recevoir par succession : τὴν ἀρχήν HDT le pouvoir ; μάχην HDT reprendre un combat commencé par d’autres et le continuer;
3 recevoir des leçons d’un maître;
II. admettre, accepter, accueillir.
Étymologie: παρά, δέχομαι.
English (Autenrieth)
aor. παρεδέξατο: receive from, or ‘at the hands of,’ Il. 6.178†.
English (Strong)
from παρά and δέχομαι; to accept near, i.e. admit or (by implication) delight in: receive.
English (Thayer)
future 3rd person plural παραδέξονταί; deponent middle, but in Biblical and ecclesiastical Greek with 1st aorist passive παρεδεχθην (L T Tr WH; Buttmann, 51 (44));
1. in classical Greek from Homer down, properly, to receive, take up, take upon oneself. Hence,
2. to admit i. e. not to reject, to accept, receive: τόν λόγον, ἔθη, τήν μαρτυρίαν, κατηγορίαν, τάς δοκιμους δραχμάς, Epictetus diss. 1,7, 6); τινα, of a Song of Solomon , to acknowledge as one's own (A. V. receiveth), רָצָה); of a delegate or messenger, to give due reception to, L T Tr WH. (Cf. δέχομαι, at the end.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαι
δέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω, ομολογώ («ποτέ δεν παραδέχεται τα λάθη του»)
2. θεωρώ, κρίνω ως άξιο («σέ παραδέχομαι»)
3. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα παραδεδεγμένα
όσα ισχύουν κατά παράδοση, αυτά που θεωρούνται από όλους ως ορθά
αρχ.
1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται από κάποιον («σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῡ», Ομ. Ιλ.)
2. (για τέκνα) κληρονομώ («παραδεξάμενος παρὰ τοῡ πατρὸς τὸν πόλεμον», Ηρόδ.)
3. παραλαμβάνω κάτι από την παράδοση («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν τότε μακαρίας ζωῆς», Πλάτ.)
4. (για άρχοντα) λαμβάνω αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο
5. (για μαθητή) κάνω κτήμα μου τα διδασκόμενα
6. αναλαμβάνω έργο ή αξίωμα
7. υποδέχομαι
8. (με απρμφ.) αναλαμβάνω να κάνω κάτι
9. επιτρέπω σε κάποιον να εισέλθει
10. αναγνωρίζω σε κάποιον την ιδιότητα του πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων τινάς», Αριστοτ.)
11. δέχομαι ότι κάποιος είναι κάτι («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ πάντα υἱόν, ὅv παραδέχεται», ΠΔ)
12. γραμμ. σημαίνω, έχω σημασία.