τίλλω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(41)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] με βίαιο τρόπο τις [[τρίχες]] μου, [[μαδώ]] («πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ [[τρίχας]] ἕλκετο χερσί, [[τίλλων]] ἐκ κεφαλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) <i>τίλλομαι</i> [[ξεριζώνω]] τις [[τρίχες]] της κεφαλής μου ως [[ένδειξη]] λύπης, ψυχικού πόνου ή απελπισίας<br /><b>3.</b> [[μαδώ]] τα φτερά πτηνού<br /><b>4.</b> [[ξαίνω]], [[λαναρίζω]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με δένδρα) [[αποσπώ]], [[κόβω]] τα φύλλα ή τα κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σχετικά με ύφασμα) [[ξεφτώ]], [[ξεφτίζω]], [[κουρελιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα) [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]], [[γδέρνω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με [[στεφάνι]]) [[αποσπώ]] τα [[άνθη]], [[μαδώ]]<br /><b>3.</b> [[απολεπίζω]], [[ξεφλουδίζω]] («τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χόρτο]])<br />[[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κομματιάζω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λυπώ]], [[δυσαρεστώ]]<br />β) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ὑπὸ συκοφαντῶν τίλλεσθαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στέφανον [[τίλλω]]» — [[μεταβάλλω]] τους νόμους [[προς]] το χειρότερο <b>(Πορφ.)</b><br />β) «[[τίλλω]] [[μέλη]]» — [[παίζω]] μελωδίες με έγχορδο όργανο (<b>Κρατίν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[τίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τίλ</i>-<i>jω</i> έχει σχηματιστεί πιθ. από τη λ. [[πτίλον]] «[[πούπουλο]], [[φτερό]]» <b>βλ. λ.</b>, με ανομοιωτική [[αποβολή]] του αρκτικού <i>π</i>- από τα σύνθ. (<i>ἀπο</i>-[[π]][[τίλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀπο</i>-[[τίλλω]] <span style="color: red;"><</span> [[τίλλω]])].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] με βίαιο τρόπο τις [[τρίχες]] μου, [[μαδώ]] («πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ [[τρίχας]] ἕλκετο χερσί, [[τίλλων]] ἐκ κεφαλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) <i>τίλλομαι</i> [[ξεριζώνω]] τις [[τρίχες]] της κεφαλής μου ως [[ένδειξη]] λύπης, ψυχικού πόνου ή απελπισίας<br /><b>3.</b> [[μαδώ]] τα φτερά πτηνού<br /><b>4.</b> [[ξαίνω]], [[λαναρίζω]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με δένδρα) [[αποσπώ]], [[κόβω]] τα φύλλα ή τα κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σχετικά με ύφασμα) [[ξεφτώ]], [[ξεφτίζω]], [[κουρελιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα) [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]], [[γδέρνω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με [[στεφάνι]]) [[αποσπώ]] τα [[άνθη]], [[μαδώ]]<br /><b>3.</b> [[απολεπίζω]], [[ξεφλουδίζω]] («τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χόρτο]])<br />[[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κομματιάζω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λυπώ]], [[δυσαρεστώ]]<br />β) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ὑπὸ συκοφαντῶν τίλλεσθαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στέφανον [[τίλλω]]» — [[μεταβάλλω]] τους νόμους [[προς]] το χειρότερο <b>(Πορφ.)</b><br />β) «[[τίλλω]] [[μέλη]]» — [[παίζω]] μελωδίες με έγχορδο όργανο (<b>Κρατίν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[τίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τίλ</i>-<i>jω</i> έχει σχηματιστεί πιθ. από τη λ. [[πτίλον]] «[[πούπουλο]], [[φτερό]]» <b>βλ. λ.</b>, με ανομοιωτική [[αποβολή]] του αρκτικού <i>π</i>- από τα σύνθ. (<i>ἀπο</i>-[[π]][[τίλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀπο</i>-[[τίλλω]] <span style="color: red;"><</span> [[τίλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίλλω:''' μέλ. <i>τῐλῶ</i>, αόρ. <i>ἔτῑλα</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτίλθην</i>, παρακ. <i>τέτιλμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποσπώ]] ή «[[μαδώ]]» [[τρίχες]], Λατ. [[vello]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., <i>χαίτας τίλλεσθαι</i>, [[μαδώ]] τα μαλλιά μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ. από το οποίο αποσπώνται οι [[τρίχες]] ή τα φτερά, <i>τίλλειν πέλειαν</i>, στο ίδ.· [[κάρα]] [[τίλλω]], σε Αισχύλ.· [[τίλλω]] πλάτανον, [[αποσπώ]] τα φύλλα του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω τα μαλλιά κάποιου αποκομμένα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>τίλλεσθαί τινα</i>, [[μαδώ]] τις [[τρίχες]] μου ως [[σημάδι]] θλίψης για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λυπώ, [[δυσαρεστώ]], Λατ. vellicare, Παθ., σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλλω Medium diacritics: τίλλω Low diacritics: τίλλω Capitals: ΤΙΛΛΩ
Transliteration A: tíllō Transliteration B: tillō Transliteration C: tillo Beta Code: ti/llw

English (LSJ)

Il.22.78, etc.: fut. τῐλῶ (ἀπο-) Cratin.123, (παρα-) Ar.Eq. 373: aor.

   A ἔτῑλα Theoc.3.21, (ἀπ-) Ar.Lys.578. Fr.686: pf. τέτιλκα PCair.Zen.782 (b.).121 (iii B.C.):—Med., Ep. impf. τιλλέσθην Il.24.711: fut. τῐλοῦμαι (παρα-) Men.363.5:—Pass., aor. ἐτίλθην Ar.Nu. 1083: 2 aor. ἐτίλην [ῐ] LXX Da.7.4; 3sg. imper. τιλήτωι PFay.131.18 (iii/iv A.D.); part. τειλείς (i.e. τιλ-) PFlor.322.36 (iii A.D.): pf. τέτιλμαι LXXIs.18.7, (ἐκ-) Anacr.21.10, (ἀπο-) Anaxil.22.20, (παρα-) Ar.Ra.516:—pluck or pull outhair, etc., πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς Il.22.78; τίλλε κόμην ib.406; τρίχας Men. Epit.271, Her.5; ἐρέβινθον PCair.Zen.719.6 (iii B.C.); τ. στάχυας καὶ ἐσθίειν Ev.Matt.12.1; τ. χόρτον τοῖς κτῆσι PFlor.321.47 (iii A.D.):— Med., Χαίτας τίλλεσθαι pluck out one's hair, Od.10.567.    2 with acc. of that from which the hair or feathers are plucked, τίλλειν πέλειαν, of birds of prey, 15.527, cf. Hdt.3.76; κίρκον εἰσορῶ . . χηλαῖς κάρα τίλλοντα A.Pers.209; τίλλουσι τὴν γλαῦκα, of small birds attacking the owl, Arist.HA609a15; so of the cuckoo, ib.618a29 (Pass.); as a description of an idle fellow, τίλλων ἑαυτόν Ar.Pax 546, cf. Ra.428; of a cook, pluck a fowl, Eub.150.5, cf. Plu.2.233a; also τ. λαγών Ar.Fr.212; τ. πλάτανον pluck its leaves off, Plu.Them. 18; τὸν στέφανον τῖλαί με κατ' αὐτίκα λεπτὰ ποησεῖς Theoc. l.c.; κῴδια τ. PPetr.2p.108 = 3p.78 (iii B.C.); also, pluck live sheep, instead of shearing, τοῖς τίλλουσιν τὰ ὑποδίφθερα (sc. πρόβατα) PCair.Zen.430.3 (iii B.C.), cf. Suid. s.v. πεκτῆρες:—Pass., have one's hair plucked out, Ar.Th.593; τέφρᾳ τιλθῆναι, as a punishment of adulterers, Id.Nu.1083; v. παρατίλλω, τέφρα.    3 c. acc. cogn., τίλματα τ. Plu.2.48b, cf. Herod.2.70.    4 τ. μέλη pluck the harp-strings, play harp-tunes, Cratin.256 (lyr.).    5 pick so as to extract fibre, τετίλκασι στιππύου δέσμας σ PCair.Zen.l.c.    6 νεφέλιον παρατεταμένον καὶ τιλλόμενον cirrous, Thphr.Sign.43.    II since tearing the hair was a usual expression of sorrow, τίλλεσθαί τινα tear one's hair in sorrow for any one, τόν γ' ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ τιλλέσθην Il.24.711: without acc., τιλλόμενοι καὶ κλαίοντες Phld.Ir. p.36 W.    III metaph., pluck, vex, annoy, Anacr.13B; στέφανον τ., = τοὺς νόμους λυμαίνεσθαι, Pythag. ap. Porph.VP42:—Pass., ὑπὸ συκοφαντῶν τίλλεσθαι, with allusion to a bird's feathers, Ar.Av.285. (Not found in Att. Prose.)

German (Pape)

[Seite 1113] rupfen, raufen, zupfen, ausraufen; πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσίν, τίλλων ἐκ κεφαλῆς, Il. 22, 78; μήτηρ τίλλε κόμην, 406; vom Habicht, ἐν δὲ πόδεσσιν τίλλε πέλειαν ἔχων, Od. 15, 527; κίρκον εἰσορῶ χηλαῖς κάρα τίλλοντα, Aesch. Pers. 205; ἑαυτόν, Ar. Pax 538; Λυδιστὶ τιλλουσῶν μέλη, Cratin. bei Ath. XIV, 638 f, die Haare am Leibe ausrupfen; öfter im med., γόων τίλ- λοντό τε χαίτας, Od. 10, 567; auch mit dem accus. der Person, um derentwillen man sich das Haar rauft, sie betrauernd, Einen durch Haare ausraufen betrauern, πρῶται τόν γ' ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ τιλλέσθην, Il. 24, 711; vgl. κόπτεσθαι u. τύπτεσθαι; einzeln bei Folgdn. – Uebh. pflücken, abpflücken, abreißen; zerreißen, Theocr. 3, 21; u. übertr., zerren, necken, plagen, τίλλεσθαι ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν, Ar. Av. 285; τίλματα, zerzausen, von Hunden, Plut. de audit. g. E.

Greek (Liddell-Scott)

τίλλω: μέλλ. τῐλῶ (ἀπο-) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἀόριστ. ἔτῑλα (ἀπ-) Ἀριστοφ. Λυσ. 578, ἐν Ἀδήλ. 546. - Μέσ., μέλλ. τῐλοῦμαι (παρα-) Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 1. 5. - Παθ., ἀόριστ. ἐτίλθην Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· πρκμ. τέτιλμαι (ἀπο-) Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 20, (παρα-) Ἀριστοφ. Βάτρ. 516. Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις), ἀποσπῶ ἢ «μαδῶ» τρίχας, Λατ. velo, πολιὰς δ’ ἄρ’ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσίν, τίλλων ἐκ κεφαλῆς Ἰλ. Χ. 78· τίλλε κόμην αὐτόθι 406· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τίλλοντο χαίτας, ἔτιλλον τὴν ἑαυτῶν κόμην, Ὀδ. Κ. 567. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ πράγματος ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες ἢ τὰ πτερὰ ἀποσπῶνται, τίλλειν πέλειαν, ἐπὶ πτηνῶν ἁρπακτικῶν, ἐν δὲ πόδεσσιν τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κίρκου, Ο. 527, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 76· κίρκον εἰσορῶ... χηλαῖς κάρα τίλλοντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 209· τίλλουσι τὴν γλαῦκα, ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν ἐπιτιθεμένων κατὰ τῆς γλαυκός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15· οὕτως ἐπὶ τοῦ κόκκυγος (κούκκου), αὐτόθι 9. 29, ἐν τέλει· εἰς περιγραφὴν ὀκνηροῦ ἀνθρώπου, τίλλων ἑαυτὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 546, πρβλ. Ἀχ. 31· ἐπὶ μαγείρου μαδῶντος πτηνά, τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a, Πλούτ. 2. 233A· ὡσαύτας, τ. λαγὼν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 11· τ. πλάτανον ἀποσπᾶν τὰ φύλλα αὐτοῦ, Πλουτ. Θεμ. 18. - Παθ., τις δ’ οὕτως ἀνὴρ ἠλίθιος ὅστις τιλλόμενος ἠνείχετ’ ἄν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 593· τι δ’ ἢν ῥαφανιδωθῇ. τέφρᾳ τε τιλθῇ, «οὕτω γὰρ τοὺς ἁλόντας μοιχοὺς ᾐκίζοντο ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων καὶ παρατίλλοντες αὐτοὺς τέφραν θερμὴν ἐπέπασσον, βασάνους ἱκανοὺς ἐργαζόμενοι (Σχόλ.), ὡς τιμωρία τῶν μοιχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1083, πρβλ. Βατρ. 424· ἴδε ἐν λ. παρατίλλω, τέφρα. 3) τίλλω μέλη, παίζω μέλη εἰς τὴν κιθάραν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2. ΙΙ. ἐπειδὴ τὸ τίλλειν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς ἐθεωρεῖτο ὡς ἐκδήλωσις θλίψεως, ἡ φράσις τίλλομαί τινα σημαίνει τίλλω τὰς τρίχας μου ὡς σημεῖον θλίψεως διά τινα, ὡς τὸ κόπτεσθαί τινα, τύπτεσθαί τινα, Λατ. plangere aliquem, τόν γ’ ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ τιλλέσθην Ἰλ. Ω. 711. ΙΙΙ. μεταφορ., λυπῶ, δυσαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. vellicare, Bgk. Ἀνακρ. 34· στέφανον τ. = τοὺς νόμους λυμαίνεσθαι, Πυθαγ. παρὰ Πορφ. 42. - Παθητ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 285, πρβλ. Θεόκρ. 3. 21.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔτιλα, pf. inus.
Pass. ao. ἐτίλθην, pf. τέτιλμαι;
arracher poil à poil, feuille à feuille, etc., d’où :
1 épiler : κόμην IL, τρίχας IL arracher les cheveux à qqn ; τ. κάρα ESCHL arracher les cheveux ; τ. πέλειαν OD arracher les plumes d’une colombe;
2 effeuiller : πλάτανον PLUT ôter les feuilles d’un platane;
3 fig. cribler de piqûres, taquiner, harceler;
Moy. τίλλομαι;
1 épiler sur soi : χαίτας OD s’arracher les cheveux de chagrin;
2 s’arracher les cheveux de douleur : τινα pour la perte de qqn.
Étymologie: DELG pê dérivé de πτίλον.

English (Autenrieth)

ipf. τίλλε, mid. ipf. τιλλέσθην, -οντο: pluck out, mid., one's own hair; w. acc. of the person mourned for in this way, Il. 24.711.

English (Strong)

perhaps akin to the alternate of αἱρέομαι, and thus to σύρω; to pull off: pluck.

English (Thayer)

imperfect ἔτιλλον; from Homer down; to pluck, pluck off: στραχυας, Luke 6:1.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου ως ένδειξη λύπης, ψυχικού πόνου ή απελπισίας
3. μαδώ τα φτερά πτηνού
4. ξαίνω, λαναρίζω
5. (σχετικά με δένδρα) αποσπώ, κόβω τα φύλλα ή τα κλαδιά
νεοελλ.
(σχετικά με ύφασμα) ξεφτώ, ξεφτίζω, κουρελιάζω
αρχ.
1. (σχετικά με ζώα) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
2. (κυρίως σχετικά με στεφάνι) αποσπώ τα άνθη, μαδώ
3. απολεπίζω, ξεφλουδίζω («τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν», ΚΔ)
4. (σχετικά με χόρτο)
κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω
5. μτφ. α) λυπώ, δυσαρεστώ
β) καταστρέφω, αφανίζω («ὑπὸ συκοφαντῶν τίλλεσθαι», Αριστοφ.)
6. φρ. α) «στέφανον τίλλω» — μεταβάλλω τους νόμους προς το χειρότερο (Πορφ.)
β) «τίλλω μέλη» — παίζω μελωδίες με έγχορδο όργανο (Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. τίλλω (< τίλ- έχει σχηματιστεί πιθ. από τη λ. πτίλον «πούπουλο, φτερό» βλ. λ., με ανομοιωτική αποβολή του αρκτικού π- από τα σύνθ. (ἀπο-πτίλλω < ἀπο-τίλλω < τίλλω)].

Greek Monotonic

τίλλω: μέλ. τῐλῶ, αόρ. ἔτῑλα — Παθ., αόρ. ἐτίλθην, παρακ. τέτιλμαι·
I. 1. αποσπώ ή «μαδώ» τρίχες, Λατ. vello, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., χαίτας τίλλεσθαι, μαδώ τα μαλλιά μου, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. του πράγμ. από το οποίο αποσπώνται οι τρίχες ή τα φτερά, τίλλειν πέλειαν, στο ίδ.· κάρα τίλλω, σε Αισχύλ.· τίλλω πλάτανον, αποσπώ τα φύλλα του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω τα μαλλιά κάποιου αποκομμένα, σε Αριστοφ.
II. Μέσ., τίλλεσθαί τινα, μαδώ τις τρίχες μου ως σημάδι θλίψης για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
III. μεταφ., λυπώ, δυσαρεστώ, Λατ. vellicare, Παθ., σε Αριστοφ.