τόξον: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(T22)
(6)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τόξου, τό, from [[Homer]] [[down]], the Sept. [[often]] for קֶשֶׁת, a [[bow]]: Revelation 6:2.
|txtha=τόξου, τό, from [[Homer]] [[down]], the Sept. [[often]] for קֶשֶׁת, a [[bow]]: Revelation 6:2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τόξον:''' τό (τυγ-χάνω)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόξο]], σε Όμηρ.· [[συχνά]] στον πληθ. [[γιατί]] το αρχαίο [[τόξο]] αποτελούνταν από [[δύο]] τμήματα από [[κέρατο]], ενωμένα στη [[μέση]] με τον <i>πήχυν</i>· <i>τόξα τιταίνειν</i> ή <i>ἕλκειν</i>, [[σύρω]] το [[τόξο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καθώς]] το [[τόξο]] ήταν το [[κυρίως]] όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου [[ῥῦμα]], σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]] (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., <i>τόξῳ</i>, από [[εικασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. επίσης, [[τόξο]] και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>τόξα ἡλίου</i>, οι ακτίνες του, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόξον Medium diacritics: τόξον Low diacritics: τόξον Capitals: ΤΟΞΟΝ
Transliteration A: tóxon Transliteration B: toxon Transliteration C: tokson Beta Code: to/con

English (LSJ)

τό,

   A bow, Il.4.124, etc.: freq. in pl. τόξα for sg., τόξ' ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην 1.45, al., cf. Pi.P.3.101, S.Ph.654; sts. in Prose, Heraclit. 51, Hdt.2.106, PEleph.5.8 (iii B. C.); ἐτιταίνετο . . τόξα drew the bow, Il.5.97; also τόξον τιταίνει B.9.43; τόξον ἕλκετ' (v.l. εἷλκεν) Il.11.582; τόξου πῆχυν ἀνέλκειν 13.583; τόξον τείνειν, ἐντείνειν, A.Ag.364 (anap.), Fr.83; τ . . . ἐντανύσαι Od.21.245, cf. Hdt.2.173; κυκλοτερὲς μέγα τ. ἔτεινε Il.4.124, cf. E.Ba.1066; τόξου ῥῦμα (i.e. the Persians, the bow being an oriental weapon), opp. λόγχης ἰσχύς (i.e. the Greeks), A.Pers.147 (anap.).    2 τόξῳ by guess, Id.Ch.1033.    3 bowmanship, archery, τόξων ἐῢ εἰδώς Il.2.718, al.; τόξοισιν πίσυνος 5.205, cf. 13.716; ἡ τέχνη τῶν τ. Hdt.1.73; πρὸς τόξου κρίσιν S.Tr.266; τόξῳ (sc. νικῶν) SIG1061.10 (Samos, ii B. C.).    II in pl. also, bow and arrows, τόξα πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα Il.21.502, cf. Hdt.3.78, S.Ph.68, al.; sts. in pl. for the arrows only, ib.652, Pl.Lg.815a.    III metaph., τόξα ἡλίου its rays, E.HF 1090; ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες, of the effects of wine, Pi.Fr.218; τόξον μερίμνης Trag.Adesp.354; κότταβος . . ὃν σκοπὸν ἐς λατάγων τόξα καθιστάμεθα for shooting of liquor from the cup, Critias 2.2.    IV rainbow, Aeschrio 4, LXXGe.9.13, Hsch. s.v. εἴρη.    2 arch, AP9.694.    3 curved support, cradle used in amputations, Archig. ap. Orib.47.13.6; part of a carriage or cart, PPetr.2p.133, 3p.144 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1128] τό, der Bogen, von dem man Pfeile, ὀϊστοί, ἰοί schoß; Hom., der wie Her. häufig den plur. statt des sing. braucht, τόξ' ὤμοισιν ἔχων, Il. 1, 45; der Bogen der homerischen Helden ist von Horn, ἐΰξοος 4, 105, κερόδετα Eur. Rhes. 33, gebogen, καμπύλον, παλίντονα (w. m. s.); am Ende, κορῶναι, die Sehne, νευρά od. νεῦρα βόεια, angeknüpft; beim Spannen, τιταίνειν τόξον, Il. 5, 97. 8, 266, auch ἕλκειν, 11, 582, u. ἀνέλκειν, 11, 375. 13, 583 (s. die Verba), in Prosa gew. τείνειν, ἐντείνειν, auch νευρὰν ἕλκειν, faßte man ihn in der Mitte, πῆχυς, Il. 11, 375, u. zog die Sehne an sich, 4, 123, so daß der Bogen kreisrund wurde, κυκλοτερής, 4, 124; ἔπεχε τόξον, Pind. Ol. 2, 89 u. oft, wie Tragg., die es ebenfalls im plur. brauchen, so daß es, wie bei Hom. oft, den Bogen mit den Pfeilen bedeutet, obwohl auch τόξα neben ἰοί der Bogen allein ist, Soph. Phil. 702; auch die Pfeile, ἐν τοῖς τῶν τόξων βολαῖς καὶ ἀκοντίων, Plat. Legg. VII, 815 a; vgl. Eur. Ion 524; – τόξων εὖ εἰδώς, der sich gut auf den Bogen versteht, des Bogenschusses kundig, Il. 2, 718; οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων, Od. 8, 225; – ἡ τέχνη τῶν τόξων, Her. 1, 73; πρὸς τόξου κρίσιν, Soph. Tr. 265. – Uebh. alles Gebogene, Gewölbte, der Bogen, das Gewölbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τόξον: τό, (ἴδε ἐν τέλει)· - ὡς καὶ νῦν, τόξον, χυδ. «δοξάρι», τὰ δὲ βέλη καλοῦνται ὀϊστοί, ἰοί, Ὁμηρ., ὅστις ἀγαπᾷ νὰ μεταχειρίζηται τὸ πληθ. τόξα ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Τραγικ., ἐνίοτε δὲ καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε Ἡρόδ. 2. 106., 3. 78· - τὸ Ὁμηρικὸν τόξον ἀποτελεῖται ἐκ δύο τμημάτων ἐξεσμένων ἐκ κέρατος καὶ συνημένων κατὰ τὸ μέσον διὰ τοῦ πήχεως (πρβλ. ἴξαλος), Ἰλ. Λ. 365· ἡ νευρὰ κατεσκευάζετο ἐκ συνεστραμμένων τενόντων (νεῦρα βόεια), ἐπὶ δὲ τῶν ἄκρων τοῦ τόξου ὑπῆρχον αἱ κορῶναι, ἐφ’ ὧν προσεδένετο ἡ νευρά· - περιγραφὴ ἀνδρὸς σύροντος τὸ τόξον ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Δ. 123 κἑξ.· τόξα τιταίνω, τανύω τὸ τόξον, Ε. 97· οὕτω, τόξον ἕλκειν Λ. 582· ἀνέλκειν Ν. 583· ὕστερον, τόξον τείνειν, ἐντείνειν, τανύειν, ἴδε τὰς λέξεις· ἂν καὶ ταῦτα πολλάκις σημαίνουσι μόνον τὸ ἐφοδιάζειν τὸ τόξον διὰ νευρᾶς, πρβλ. παλίντονος· ἦτο ὀλίγον καμπύλον (καμπύλα τόξα) καὶ ὅτε ἐνετείνετο ἰσχυρῶς ἐγίνετο κυκλοτερές, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1066· ἐφυλάσσετο δὲ ἐντὸς τοξοθήκης (γωρυτός), πρβλ. γυμνός, γυμνόω. Τὸ τόξον ἦτο κυρίως τὸ ὅπλον τῶν Ἀνατολιτῶν, ὅθεν τόξου ῥῦμα (δηλ. οἱ Πέρσαι), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λόγχης ἰσχὺς (δηλ. οἱ Ἕλληνες), Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, πρβλ. τόξαρχος, τοξόδαμνος, τοξουλκός, τοξοφόρος, τοξότης Ι. Περὶ τοῦ σχήματος τοῦ Σκυθικοῦ τόξου ἴδε ἐν Σσ Α. 2) τόξῳ κατ’ εἰκασίαν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033. 3) ἐνίοτελέξις τόξον κεῖται ἀντὶ τῆς τοξικῆς τέχνης, οἷον τόξων εὖ εἰδὼς Ἰλ. Β. 718, κλπ.· τόξοισιν πίσυνος Ε. 205, Ν. 716· ἡ τέχνη τῶν τόξων Ἡρόδ. 1. 73· πρὸς τόξου κρίσιν Σοφ. Τρ. 266. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τόξον καὶ βέλη, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Σοφοκλ. Φιλ. 68, 75, 113, κτλ.· καὶ ἐνίοτε ἴσως τὰ τόξα ἀντὶ βέλη, αὐτόθι 652, Πλάτ. Νόμ. 815Α, πρβλ. 795Β. ΙΙΙ. μεταφορ., τόξα ἡλίου, αἱ ἀκτῖνες αὐτοῦ, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1090· ἀμπέλινα τ., ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Πινδ. Ἀποσπ. 239· τόξον μερίμνης Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 33Ε. IV. πᾶν πρᾶγμα ἔχον σχῆμα τοξοειδὲς ἢ καμπύλον, τὸ οὐράνιον τόξον, ἡ ἶρις, Λατ. arcus caeli, Αἰσχρίων ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 651 σημ., Ἑβδ. (Γεν. Θ΄, 13), Ἡσύχ. ἐν λέξ. εἶρις: «εἶρις· ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου γενομένη ταῖς νεφέλαις χρόα, τὸ καλούμενον τόξον»: 2) τόξα λατάγων, ἡ καμπύλη ἣν διαγράφει ὑγρὸν ῥιπτόμενον ἐκ ποτηρίου, Κριτίας 1. 2. 3) καμάρα, Ἀνθ. Π. 9. 694. (Ἐκ τῆς √ΤΟΚ, συγγεν. τῆς ῥίζ. ΤΕΚ ἐν τῷ τέκμαρ, ΤΥΧ ἐν τῷ τυχεῖν, τυγχάνω, πρβλ. τόσσαις· καὶ ἰδὲ ἐν λ. τίκτω).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
arc ; τὰ τόξα :
1 l’arc et les flèches;
2 l’arc (seul);
3 les flèches (seules);
4 le tir de l’arc : τόξων εὖ εἰδώς IL habile à tirer de l’arc ; ἡ τέχνη τῶν τόξων HDT l’art de tirer de l’arc ; qqf en ce sens au sg. : πρὸς τόξου κρίσιν SOPH pour juger le tir de l’arc.
Étymologie: R. Τεκ, fabriquer ; cf. τέκτων.

English (Autenrieth)

(root τυκ, τυχεῖν), pl. τόξα: bow, freq. the pl. for the sing., as the weapon was made of two horns joined by a centre-piece, see Il. 4.105-111. The bow was strung by slipping the loop at one end of the string (νευρή) over the curved tip (κορώνη) at the end of the bow, see cut No. 34. For the way of shooting, see cuts Nos. 63, 89, 90, 104; and for the bow-case, Nos. 24, 124. The archer was regarded as an inferior sort of warrior, Il. 11.385.—For the art, archery, Il. 2.718, cf. 827.

English (Slater)

τόξον (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις(ι), -οισιν.) s.,
   1 bow : pl., arrows ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.32) χρυσέοις τόξοισιν ὑπ' Ἀρτέμιδος (P. 3.10) ἐν πολέμῳ τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (P. 3.101) δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (P. 8.18) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (N. 6.28) and so met. of the arrows of song, ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ (O. 2.89) ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων (O. 9.5) of wine, ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.

Spanish

arco

English (Strong)

from the base of τίκτω; a bow (apparently as the simplest fabric): bow.

English (Thayer)

τόξου, τό, from Homer down, the Sept. often for קֶשֶׁת, a bow: Revelation 6:2.

Greek Monotonic

τόξον: τό (τυγ-χάνω)·
I. τόξο, σε Όμηρ.· συχνά στον πληθ. γιατί το αρχαίο τόξο αποτελούνταν από δύο τμήματα από κέρατο, ενωμένα στη μέση με τον πήχυν· τόξα τιταίνειν ή ἕλκειν, σύρω το τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.· καθώς το τόξο ήταν το κυρίως όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου ῥῦμα, σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., τόξῳ, από εικασία, στον ίδ.
II. στον πληθ. επίσης, τόξο και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
III. μεταφ., τόξα ἡλίου, οι ακτίνες του, σε Ευρ.