ἐπιπίπτω: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιπίπτω:''' (fut. [[ἐπιπεσοῦμαι]])<br /><b class="num">1)</b> (на что-л.) падать, спадать (ἐπί τι Xen. etc.): ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος NT броситься кому-л. на шею;<br /><b class="num">2)</b> врываться, вторгаться (ἐπὶ τῷ νότῳ ὁ [[βορέας]] ἐπιπίπτει Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нападать (ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὶ [[ἐξόπισθεν]] Plut.): ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. столкнуться друг с другом; οὐ προσδεχομένῳ τινὶ ἐ. Plut. напасть на кого-л. врасплох;<br /><b class="num">4)</b> перен. налетать, обрушиваться (λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα [[δίκη]] τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὶ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> приходить в голову, осенять (λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> попадать, встречаться: ἐπὶ ταύτην ἐπιπεσεῖν τὴν παράκλησιν Isocr. прийти к следующему утверждению;<br /><b class="num">7)</b> нисходить, проникать (τὸ [[πνεῦμα]] τὸ [[ἅγιον]] ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT). | |elrutext='''ἐπιπίπτω:''' (fut. [[ἐπιπεσοῦμαι]])<br /><b class="num">1)</b> (на что-л.) падать, спадать (ἐπί τι Xen. etc.): ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος NT броситься кому-л. на шею;<br /><b class="num">2)</b> врываться, вторгаться (ἐπὶ τῷ νότῳ ὁ [[βορέας]] ἐπιπίπτει Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нападать (ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὶ [[ἐξόπισθεν]] Plut.): ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. столкнуться друг с другом; οὐ προσδεχομένῳ τινὶ ἐ. Plut. напасть на кого-л. врасплох;<br /><b class="num">4)</b> перен. налетать, обрушиваться (λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα [[δίκη]] τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὶ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> приходить в голову, осенять (λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> попадать, встречаться: ἐπὶ ταύτην ἐπιπεσεῖν τὴν παράκλησιν Isocr. прийти к следующему утверждению;<br /><b class="num">7)</b> нисходить, проникать (τὸ [[πνεῦμα]] τὸ [[ἅγιον]] ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[fall]] [[upon]] or [[over]] [[another]], c. dat., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[fall]] [[upon]], [[attack]], [[assail]], τινί Hdt., Thuc., etc.; of storms, Hdt., Plat.: of [[disease]] and accidents, Thuc., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A fall upon or over, ἐπέπιπτον ἀλλήλοις Th.7.84; ἐπί τι X.Oec.18.7, cf. Thphr.CP5.4.5: metaph., ἐπέπεσε μοῖρα Pi.Pae.2.64; ἐπί τι Isoc.5.89; διαλογισμοὶ ἐπιπίπτουσί τινι Plu.Oth.9. 2. of money, accrue, τὸ μέρος ὃ εὑρίσκομες ἐπιπῖπτον ἐπὶ τὸ χρέος τὸ ὀφειλόμενον SIG953.66 (Cnidus, ii B.C.). II. fall upon in hostile sense, attack, assail, τινί Hdt.4.105, Th.3.112; ἀφυλάκτῳ αὐτῷ ἐ. Hdt.9.116; ἀφάρκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Th.1.117; ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις X.Cyr.7.4.3; also ἐς τοὺς Ἕλληνας, v.l. for ἐσ-, Hdt.7.210; of storms, τοῖσι βαρβάροισι ὁ βορῆς ἐπέπεσε ib.189; χειμὼν ἐπιπεσών Pl.Prt. 344d; of winds meeting one another, Arist.Mete.364b3; of diseases, Hp.Aër.3; ἡ νόσος ἐ. τοῖς Ἀθηναίοις Th.3.87; so of grief, misfortunes, etc., οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λῦπαι E.Andr.1043 (lyr.), etc.; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Th.3.82, etc. 2. come on after, ἐ. ῥῖγος πυρετῷ Hp.Aph.4.46. 3. accumulate, πλήθη σίτου ἐπιπεπτωκέναι PPetr.2p.62 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίπτω), darauffallen; εἰκὸς ἐπιπίπτειν τὰ ἄχυρα ἐπὶ τὸν σῖτον Xen. Oec. 18, 7; τὰ ἐπιπίπτοντα ἐκ τοῦ τείχους, das von der Mauer auf sie Fallende oder Herabgeworfene, App. B. C. 4, 111; bes. feindlich anfallen, angreifen, τινί, Her. 9, 116; Thuc. 3, 112; ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Xen. Cyr. 7, 4, 3; Folgde; εἴς τινα, Her. 7, 207. So auch von unangenehmen Dingen, die eintreten, Einen befallen, πόνων ἐπιπιπτόντων Plat. Legg. V, 732 c; χειμὼν ἐπιπεσών Prot. 344 d, wie Her. ὁ βορῆς 7, 189; σήματα Plat. Rep. III, 405 c; ἀνάγκη Legg. VI, 762 c; vgl. Eur. οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λύπαι Andr. 1044; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Thuc. 3, 82; νόσος 87; – ἐπὶ ταύτην τὴν παράκλησιν, darauf kommen, verfallen, Isocr. 5, 89; wie unser »einfallen«, ἐπιπίπτειν τοιούτους λογισμοὺς τοῖς γνησίοις τῶν στρατιωτῶν Plut. Oth. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἐπάνω εἴς τινα ἢ εἴς τι, ἐπέπιπτον ἀλλήλοις Θουκ. 7. 84· ἐπί τι Ξεν. Οἰκ. 18, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 5: - μεταφ. ὡς τὸ Λατ. incidere, ἐπί τι Ἰσοκρ. 100Α· λογισμὸς ἐπιπίπτει τινὶ Πλουτ. Ὄθων. 9. ΙΙ. ἐπιπίπτω, ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐφορμῶ, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, τινὶ Ἡρόδ. 4. 105, Θουκ. 3. 112· ἀφυλάκτῳ αὐτῷ ἐπ. Ἡρόδ. 9. 116· ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Θουκ. 1. 117· ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 3· ὡσαύτως, ἐς τοὺς Ἕλληνας Ἡρόδ. 7. 10: - ἐπὶ θυέλλης, τοῖσι βαρβάροισι ὁ Βορέης ἐπέπεσε ὁ αὐτ. 7. 189· χειμὼν ἐπιπεσὼν Πλάτ. Πρωτ. 344D· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, ἐπιπίπτουσι δὲ τοῖς ἄλλοις μάλιστα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 17· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἡ νόσος ἐπ. τοῖς Ἀθηναίοις Θουκ. 3. 87, πρβλ. 2. 48· οὕτως ἐπὶ λύπης, δυστυχημάτων, κτλ., οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1042, κτλ.· ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ ταῖς πόλεσι Θουκ. 3. 82, κτλ. 2) ἐπακολουθῶ, ἐπ. ῥῖγος πυρετῷ Ἱππ. Ἀφ. 1251.
French (Bailly abrégé)
1 tomber sur, τινι;
2 avec idée d’hostilité tomber sur, fondre sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, πίπτω.
English (Strong)
from ἐπί and πίπτω; to embrace (with affection) or seize (with more or less violence; literally or figuratively): fall into (on, upon) lie on, press upon.
English (Thayer)
2nd aorist ἐπέπεσον, 3rd person plural ἐπέπεσαν, L T Tr WH (cf. ἀπέρχομαι at the beginning); perfect participle ἐπιπεπτωκως; (see πίπτω); the Sept. for נָפַל; to fall upon; to rush or press upon;
a. properly: τίνι, upon one, to lie upon one, ἐπί τόν τράχηλον τίνος, to fall into one's embrace, to fall back upon, ἐπί τό στῆθος τίνος, R G T.
b. metaphorically, ἐπί τινα, to fall upon one, i. e. to seize, take possession of him: φόβος, L Tr ἔπεσεν); L T Tr WH; ἔκστασις, ἀχλύς, R G). used also of the Holy Spirit, in its inspiration and impulse: ἐπί τίνι, ἐπί τινα, ἔπεσε); WH marginal reading ἐπέπεσεν (others, ἐγένετο) στάσις. (From Herodotus down.))
Greek Monolingual
(Α ἐπιπίπτω) πίπτω
πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.)
αρχ.
1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.)
2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.)
3. (για χρέος) προσαυξάνω
4. (για θύελλα) ενσκήπτω
5. (για δυστύχημα κ.λπ.) επέρχομαι, συμβαίνω («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», Ευρ.)
6. συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω.
Greek Monotonic
ἐπιπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
I. πέφτω επάνω ή ορμώ εναντίον κάποιου, με δοτ., σε Θουκ.
II. πέφτω επάνω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θύελλες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για ασθένειες και δυστυχήματα, σε Θουκ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπίπτω: (fut. ἐπιπεσοῦμαι)
1) (на что-л.) падать, спадать (ἐπί τι Xen. etc.): ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος NT броситься кому-л. на шею;
2) врываться, вторгаться (ἐπὶ τῷ νότῳ ὁ βορέας ἐπιπίπτει Arst.);
3) нападать (ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὶ ἐξόπισθεν Plut.): ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. столкнуться друг с другом; οὐ προσδεχομένῳ τινὶ ἐ. Plut. напасть на кого-л. врасплох;
4) перен. налетать, обрушиваться (λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα δίκη τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὶ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.);
5) приходить в голову, осенять (λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.);
6) попадать, встречаться: ἐπὶ ταύτην ἐπιπεσεῖν τὴν παράκλησιν Isocr. прийти к следующему утверждению;
7) нисходить, проникать (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT).
Middle Liddell
fut. -πεσοῦμαι
I. to fall upon or over another, c. dat., Thuc.
II. to fall upon, attack, assail, τινί Hdt., Thuc., etc.; of storms, Hdt., Plat.: of disease and accidents, Thuc., Eur.