ἐναλλάσσω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic [[ἐναλλάττω]] fut. ξω perf. -ήλλᾰχα [[pass]]. -ήλλαγμαι aor2 -ηλλάγην<br /><b class="num">I.</b> to [[exchange]], φόνον θανάτῳ ἐν., i. e. to pay for [[murder]] by [[death]], Eur.; ἐνήλλαξεν τὴν ὕβριν [[diverted]] his [[assault]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be changed, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ ἥδε [[βάρος]]; [[what]] [[heavy]] [[change]] from the day hath [[this]] [[night]] suffered? Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[have]] [[dealings]] with, τινι Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 21 September 2023
English (LSJ)
Att. ἐναλλάττω, pf.
A ἐνήλλαχα Plb.6.43.2, Phld.Mus.p.73K.:—exchange, φόνον θανάτῳ ἐναλλάσσω., i.e. pay for murder by death, E.Andr.1028 (lyr.); μεταβολὰς ἐναλλάσσω = undergo changes, Plb. l.c.; παντοίας μορφὰς ἐναλλάσσω to assume... Apollod.2.5.11: c. inf., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ' ὕβριν πρὸς μῆλα . . πεσεῖν turned aside, diverted his fury so as to fall upon the sheep, S.Aj.1060.
2 cross, τὼ πόδε Philostr.Im.2.7; also intr., cross one another, of veins and arteries, Arist.PA668b21.
3 Astrol., exchange domicile, of planets, Vett.Val.73.15.
4 ἐχρῆν ἐνηλλαχέναι one should have reversed the statement, Phld. l.c.
II give in exchange, τιἀντί τινος App.BC3.27,5.12:—Med., receive in exchange, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ ἥδε βάρος; what heavy change from the day hath this night received? S.Aj.208, cf. Ph.2.638.
III Pass., ἐναλλάσσομαι = to be interarticulated, ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Hp.Art.46; also τὸ μέτρον τοῖς δισυλλάβοις ἐναλλάσσεται the metre employs the various disyllabic feet interchangeably, Anon.Metr.Oxy.220 iii 13.
2 have commercial relations with, ὅσοι Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Th.1.120.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἐναλλάττω
• Morfología: [perf. inf. ἐνηλλαχέναι Plb.6.43.2, Phld.Mus.4.9.25]
A tr.
I c. idea de intercambio
1 intercambiar, cambiar una cosa por otra c. ac. y gen. ἐναλλάξασα φόνον θανάτου πρὸς τέκνων ἐπηῦρεν a cambio de su crimen, obtuvo la muerte a manos de sus hijos ref. a Clitemnestra, E.Andr.1029, tb. en v. med. τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἠρεμίας νὺξ ἥδε βάρος; ¿qué pesadumbre ha traído esta noche a cambio de la tranquilidad? S.Ai.208
•c. dat. de pers. cambiar con alguien una cosa por otra, entregar a cambio de Λεπίδῳ Λιβύην ἀντὶ τῶν προτέρων ἐθνῶν (César) entregó Libia a Lépido a cambio de las provincias anteriores (e.d. que ya tenía) App.BC 5.12, cf. 3.27.
2 intercambiar, invertir, trastocar πληθυντικῶν τε καὶ ἑνικῶν ἐναλλάττων τὰς φύσεις invirtiendo las cualidades naturales de singulares y plurales e.d. utilizándolos de forma inversa D.H.Th.24.5, ἐναλλάττουσι τὼ πόδε invirtiendo la postura de los pies e.e. cruzando las piernas una por detrás de la otra, Philostr.Im.2.7
•v. pas. ἐναλλαγείσης πτώσεως cambiado el caso, e.d. un caso por otro Demetr.Eloc.60, cf. D.H.Dem.9.8, τῶν ὀνομάτων μόνων ἐνηλλαγμένων de Deméter e Isis, siendo sus mitos muy similares, D.S.1.96, cf. Phld.Piet.2500, τὸ μέτρον τοῖς δισυλλάβοις ἐναλλάσσεται el metro puede ser intercambiado en los pies disilábicos e.d. puede utilizar los pies disilábicos de forma intercambiable anón. métr. en POxy.220.3.13.
II c. idea de cambio o alteración
1 cambiar, alterar, modificar τὴν εἰσαγωγὴν ἐναλλάττοντες ταύτῃ τῇ διδαχῇ Demetr.Lac.Herc.1012.51.7, Σόδομα, ἥτις ἐνήλλαξε τάξιν φύσεως Sodoma, que alteró el orden de la naturaleza, T.Nephth.3.4, cf. 5, καινότερον ἐναλλάσσει τὴν σύνταξιν altera extrañamente la sintaxis Eust.1036.41, c. inf. exeg. ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ' ὕβριν πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν la divinidad dio un giro a su insolencia para que recayese en carneros y rebaños ref. a Áyax, S.Ai.1060.
2 c. ac. que indican cualidades o situación del sujeto cambiar algo propio, e.d. cambiar de, experimentar cambios en, pasar por
a) de cualidades, estado o situación, παντοδαπὰς χρόας ἐνήλλαττεν pasó por todos los colores Ph.2.585, παντοίας ἐναλλάσσοντα μορφάς adoptando todo tipo de formas de Nereo, Apollod.2.5.11, ἐπὶ σκηνῆς ἐναλλάτων πολυειδῆ προσωπεῖα (como un actor) que cambia máscaras variadas sobre la escena Ph.2.561
•c. ac. int. experimentar cambios διὰ τὸ μήτε τὰς μεταβολὰς ἐνηλλαχέναι μετρίως porque no han sufrido cambios graduales ref. a los regímenes democráticos de Tebas y Atenas, Plb.l.c., fig. ἕκαστος εἴδη διάφορα βασάνων ἐνήλλαττεν cada uno soportó formas diversas de tortura Eus.HE 8.3.1, v. med. mismo sent. Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.23
•c. ac. sg. cambiar de τὴν πολιτείαν βιασθεὶς ἐναλλάξαι obligado a cambiar de entorno al pasar de monje a obispo, Thdt.H.Rel.17.1, τὴν δίαιταν ἐναλλάξαντες Agath.5.5.5
•tb. en v. med. cambiarse de αὐτῇ δὶς ἐναλλαξαμένῃ τὸ ὄνομα Aesop.182.1;
b) de lugar (τὰ μέρη) ... τοὺς τόπους οὐκ ἐναλλάττοντα no cambiando de lugar o posición las partes del cosmos, Ph.2.509, κἢν ἐναλλάξῃ τὴν κατάκλισιν y si cambia la posición inclinada de un enfermo, Aret.SD 1.16.4, ἐ. τὸ σχῆμα cambiar de postura Clem.Al.Paed.2.7.55;
c) astrol., c. ac. del lugar o «casa» ἐνηλλαχότες τὰ οἰκητήρια los astros, Vett.Val.74.27, τοὺς τόπους Vett.Val.84.8, Ptol.Tetr.4.7.2, Paul.Al.74.16
•abs., Vett.Val.70.30.
B intr.
I c. idea de intercambio
1 c. suj. de pers., en v. med.-pas. c. dat. tener intercambios con, tener tratos con ἡμῶν δὲ ὅσοι μὲν Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Th.1.120.
2 anat. superponerese, cruzarse la vena cava y la aorta (φλέβες) διεστῶσαι δ' ἄνωθεν ... κάτω δ' ἐναλλάσσουσαι Arist.PA 668b21
•mismo sent. en v. med.-pas. τὰ ἄρθρα τὰ ἐνηλλαγμένα las articulaciones entrecruzadas Hp.Art.46.
II c. idea de cambio o alteración cambiar, mudar, transformarse
a) en v. med.-pas. τὸ μέλαν τῶν τριχῶν ἐνηλλάττετο por una maldición, Thdt.H.Rel.1.4, ἀπέβλεπον δὲ καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἐναλλαγέν en la transfiguración A.Thom.A 8;
b) c. εἰς y ac. cambiar a, transformarse en τὰ μὲν (μέλη) ἀκολούθως ἔχει ταῖς πρώταις ἐπιβολαῖς, τὰ δὲ ἐναλλάττει κατὰ τὸ ἑξῆς εἰς ἑτερότητα unos cantos son consecuentes con sus inicios, otros mudan a un ritmo diferente Aristid.Quint.130.27, cf. 87.26, en v. med.-pas. ἐνήλ<λ>ακται γὰρ ἡ δοτικὴ εἰς αἰτιατικήν Lesb.Gramm.7;
c) en perf. med.-pas. ser diferente καὶ πάντα αὐτοῖς ἐνήλλακται πρὸς ἡμᾶς, καὶ ἐνδύματα, καὶ τροφὴ, καὶ οἰκία Chrys.M.58.654, οὐδὲν ἐνήλλακτο en nada era diferente Cristo con respecto al Padre, Chrys.M.62.505;
d) part. pres. act. cambiante, variado ποικίλαις καὶ ἐναλλαττούσαις τιμωρίαις καταδικαζόμενοι condenados a castigos variados y cambiantes los mártires, Eus.HE 8.9.3, καρπῶν ἐναλλαττούσαις διαφοραῖς con variados tipos de frutos Eus.LC 11 (p.229).
German (Pape)
[Seite 826] verwechseln, tauschen; φόνον θανάτῳ, mit dem Tode büßen, Eur. Andr. 1028; νῦν δ' ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν ὕβριν πρὸς μῆλα πεσεῖν, hat eine andere Richtung gegeben, es so gewandt, daß, Soph. Ai. 1039; pass., τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε βάρος 207. Sp. in Prosa, μεταβολὰς ἐν. Pol. 6, 43, 2. Bei Arist. part. anim. 3, 5, dem διεστάναι entgeggstzt, sich kreuzen; – ἐναλλαγῆναί τινι, mit Jem. Verkehr haben, Thuc. 1, 120.
French (Bailly abrégé)
1 échanger : τί τινι une chose contre une autre ; avec une prop. inf. : ἐν. τὴν ὕβριν πρὸς μῆλα πεσεῖν SOPH détourner la fureur (d'Ajax) sur des troupeaux ; Pass. être échangé, subir un changement à la place de, gén.;
2 Pass. avoir des relations de commerce avec, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναλλάσσω: атт. ἐναλλάττω
1 изменять (νῦν δ᾽ ἐνήλλαξεν θεός Soph.): τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Arst. растения изменяются в зависимости от особенностей мест; τὰς μεταβολὰς ἐνηλλαγέναι Polyb. испытать изменения;
2 заменять, сменять: τί δ᾽ ἐνήλλακται τῆς εὐμαρίας βάρος! Soph. какая скорбь сменила (прежнее) благополучие!;
3 обменивать: ἐναλλάξαι φόνον θανάτῳ Eur. заплатить (своей) смертью за убийство;
4 заменять, подменивать (τὰ βιβλία μηδὲν διαφέροντα τῇ ὄψει Plut.);
5 pass. находиться в торговых связях, торговать (ἐναλλαγῆναί τινι Thuc.);
6 перекрещиваться (αἱ φλέβες ἐναλλάσσουσαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναλλάσσω: Ἀττ. ἐναλλάττω: μέλλ. -ξω. Ἀνταλλάσσω, φόνον θανάτῳ ἐναλλάσσω, πληρώνω διὰ θανάτου τὸν φόνον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1028˙ μεταβολὴν ἐν., ὑφίστασθαι μεταβολήν, Πολύβ. 6. 43, 2˙ παντοίας μορφὰς ἐναλλάσσειν Ἀπολλόδ. 2. 5, 11˙ μετ’ ἀπαρ., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ’ ὕβριν πρὸς μῆλα... πεσεῖν, ὁ θεὸς μετέτρεψε τὴν μανίαν τούτου καὶ ἔκαμεν αὐτὸν νὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τῶν προβάτων, Σοφ. Αἴ. 1060. ΙΙ. Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ’ ἐνήλλακται τῆς ἡμέρας νὺξ ἥδε βάρος; «κατὰ τί βάρος ἐνήλλακται ἥδε νὺξ τῆς ἡμέρας;» (Σχόλ.), αὐτόθι 208˙ τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 17. 2) ἀνταλλάσσομαι, ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., διασταυροῦμαι, διεστῶσαι δ’ ἄνωθεν ἥ τε μεγάλη φλὲψ καὶ ἡ ἀορτή, κάτω δ’ ἐναλλάσσουσαι συνέχουσι τὸ σῶμα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 16. 3) ἔχω ἐμπορικὰς σχέσεις μετά τινος, συναλλάσσομαι, ὅσοι Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Θουκ. 1. 120.
Greek Monolingual
(AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω)
νεοελλ.
1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά
2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής
3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά
4. (αμτβ.) αντικαθιστώ
5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, -η, -ο
1. αυτός που κάθε φορά αντικαθίσταται από άλλον
2. (ηλεκτρ.) «εναλλασσόμενο ρεύμα» — το ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η ένταση και η φορά εναλλάσσονται περιοδικά
μσν.
1. μέσ. αλλάζω (ρούχα)
2. «εναλλάσσω τον βαθμόν» — καθαιρούμαι από το αξίωμα μου
αρχ.
1. ανταλλάσσω («ἐναλλάξασα φόνον θανάτῳ» — πλήρωσε τον φόνο με θάνατο, Ευριπ.)
2. αλλάζω την κατεύθυνση κάποιου, τον στρέφω αλλού
3. μέσ. συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές σχέσεις
4. διασταυρώνω, βάζω σταυρωτά
5. (αμτβ.) διασταυρώνομαι αμοιβαία
6. ανατρέπω, μετατρέπω, αντιστρέφω
7. δίνω ως αντάλλαγμα
8. μέσ. συναρθρώνομαι εναλλάξ («ἄρθρα ἐνηλλαγμένα», Ιπποκρ.)
9. μέσ. υφίσταμαι διαδοχικά ποικίλες μορφές
10. αστρολ. (για πλανήτες) αλλάζω θέση.
Greek Monotonic
ἐναλλάσσω: Αττ. ἐναλλάττω, μέλ. -ξω, παρακ. -ήλλᾰχα, Παθ. -ήλλαγμαι, αόρ. βʹ -ηλλάγην [ᾰ]·
I. ανταλλάσσω, φόνον θανάτῳ ἐν., δηλ. πληρώνω για το φόνο με θάνατο, σε Ευρ.· ἐνήλλαξεν τὴνὕβριν, ανταπέδωσε την προσβολή, σε Σοφ.
II. 1. Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ ἥδε βάρος· ποια δραματική αλλαγή από την ημέρα έχει υποστεί αυτή η νύχτα; σε Σοφ.
2. έχω εμπορικές σχέσεις με κάποιον, συναλλάσσομαι με κάποιον, τινί, σε Θουκ.
Middle Liddell
Attic ἐναλλάττω fut. ξω perf. -ήλλᾰχα pass. -ήλλαγμαι aor2 -ηλλάγην
I. to exchange, φόνον θανάτῳ ἐν., i. e. to pay for murder by death, Eur.; ἐνήλλαξεν τὴν ὕβριν diverted his assault, Soph.
II. Pass. to be changed, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ ἥδε βάρος; what heavy change from the day hath this night suffered? Soph.
2. to have dealings with, τινι Thuc.