κανών: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(Autenrieth)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=όνος: (1) [[shuttle]] or spool, by [[which]] the [[thread]] of the [[woof]] [[was]] [[drawn]] [[through]] the [[thread]] of the [[warp]], Il. 23.761.—(2) [[handle]] on the [[interior]] of a [[shield]], grasped by the [[left]] [[hand]], Il. 8.193, Il. 13.407. (Il.) (See cuts Nos. 12, 16, 79; [[rudely]] represented in the [[adjacent]] [[cut]].)
|auten=όνος: (1) [[shuttle]] or spool, by [[which]] the [[thread]] of the [[woof]] [[was]] [[drawn]] [[through]] the [[thread]] of the [[warp]], Il. 23.761.—(2) [[handle]] on the [[interior]] of a [[shield]], grasped by the [[left]] [[hand]], Il. 8.193, Il. 13.407. (Il.) (See cuts Nos. 12, 16, 79; [[rudely]] represented in the [[adjacent]] [[cut]].)
}}
{{StrongGR
|strgr=from kane (a [[straight]] [[reed]], i.e. [[rod]]); a [[rule]] ("[[canon]]"), i.e. ([[figuratively]]) a [[standard]] (of [[faith]] and [[practice]]); by [[implication]], a [[boundary]], i.e. ([[figuratively]]) a [[sphere]] (of [[activity]]): [[line]], [[rule]].
}}
}}

Revision as of 17:45, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνών Medium diacritics: κανών Low diacritics: κανών Capitals: ΚΑΝΩΝ
Transliteration A: kanṓn Transliteration B: kanōn Transliteration C: kanon Beta Code: kanw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ,

   A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:    1 in pl., staves which preserved the shape of the shield, ἀσπίδα δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407, cf. 8.193, Them.Or.21.257a.    2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th.822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn.D.37.631.    3 ruddled line used by masons or carpenters, πύργους . . ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6; βάθρα φοίνικι κανόνι . . ἡρμοσμένα Id.HF945; also κ. λίθινος rule, straight-edge, IG12.313.113, 373.217, al., cf. Pl.Phlb.56b, X.Ages.10.2, AP11.120 (Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5; κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199; ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); κανόνεσσι . . μετρήσασθαι A.R.1.724, cf. Ar.Av.1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN1137b31 (unless = κῦμα) ; κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh.1354a26.    b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).    c metaph., κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra.799; λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp.650.    4 beam or tongue of the balance, στῆσαι ἐκ κανόνος AP11.334, cf. Sch.Ar.Ra.811.    5 curtain-rod, CharesFr. 4J.    6 in pl., reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).    7 bed-post, LXXJu.13.6.    8 in pl., poles from which the ancilia were suspended when carried, D.H.2.71.    9 pl., bars of a window, PSI5.547.9(iii B. C.).    10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κ., ib.2.2, 3.1 tit.    11 cross-bar of κιθάρα, Porph.inHarm.p.207.    II metaph., rule, standard, κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec.602; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον Id.El.52; κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος . . ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων) ὤν Arist.EN1113a33, cf. Arr.Epict.3.4.5; τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296; ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.; ὁ Ἐπικούρου κ. his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κ. LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr.312.    2 in Art, model, standard, ὁ κ., a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature, Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κ., Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3.    c of a person, severe critic, κ. scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.    3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm, οἱ κ. τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25.    b metrical scheme showing all possible forms of a verse, Heph.14.1, al.    4 in Astronomy and Chronology, table of dates, κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27; sg., κανών, ὁ, system of chronology, D.H.1.74.    b astrological table, κανόνων καὶ εἰσόδων πήξεις Vett.Val.108.19.    5 limit, boundary, expl. as τὸ μέτρον τοῦ πηδήματος, Poll.3.151.    b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.    6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κ. the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κ. POxy.2124.10 (iv A. D.).    7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1321] όνος, ὁ (verwandt scheint κάννα), jede gerade Stange, gerader Stab, um Etwas gerade, aufrecht od. aus einander zu halten; – 1) bei Hom. sind κανόνες die beiden überkreuz gelegten Hölzer, die zur Ausspannung des Schildrandes dienen, über welche das Leder gespannt ist, welches die Fläche des Schildes bildet, oder zwei Querhölzer oben u. unten auf der inneren Seite des Schildes, an denen der Schildhalter, τελαμών, befestigt war, ehe die Handgriffe, ὄχανα, in Gebrauch kamen; Iliad. 8, 193. 13, 407. Vgl. D. Hal. 2, 71 ἃς (πέλτας) ὑπηρέται τινὲς αὐτῶν ἠρτημένας ἀπὸ κανόνων κομίζουσι. – 2) Il. 23, 760 von der webenden Frau κανών, ὅντ' εὖ μάλα χειρὶ τανύσσῃ πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόθι δ' ἴσχει στήθεος, entweder der Garn- oder Weberbaum, od. die Spule zum Aufwickeln des Garnes, was Nonn. D. 47, 631 nachahmt, wie auch Ar. Th. 822 als Geräthe der Frauen neben einander nennt τἀντίον, ὁ κανών, οἱ καλαθίσκοι, τὸ σκιάδειον; nachher auf die Männer übertr. τοῖς ἀνδράσι ἀπόλωλεν ὁ κανὼν ἐκ τῶν οἴκων αὐτῇ λόγχῃ, wo entweder an den Schild mit dem Schol. zu denken, od. an den Schaft der Lanze, κάμακα erkl. der Schol. Auch Plut. sept. sap. conv. 13 erwähnt als Vorbereitung zum Weben κανόνων διάθεσις καὶ ἀνέγερσις ἀγνύθων; vgl. noch Poll. 7, 36. Aber κανόνες αὐλαιῶν sind Gardinenstangen, Chares Ath. XII, 538 d. – 3) der Wageballen u. die Wage selbst, Poll.; vgl. Ar. Ran. 798 u. Ep. ad. 85 (XI, 334), ἔστησ' ἀμφοτέρων τὸν τρόπον ἐκ κανόνος· εἰς τὸ μέρος δὲ καθείλκετο τὸ τάλαντον; eigtl. nach Schol. Ar. Ran. 798 die Zunge am Wagebalken, τὸ ἐπάνω τῆς τρυτάνης ὃν καὶ εἰς ἰσότητα ταύτην ἄγον. – 4) die Ruthe, als Meßwerkzeug, die Meßruthe, Sp. Am Gewöhnlichsten jedes Instrument, das dazu dient, eine gerade Richtung hervorzubringen, Loth od. Setzwage, Richtscheid; ὥςτε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών Soph. frg. 421; πύργους ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν Eur. Troad. 6; κανόνι καὶ τόρνῳ χρῆται ἡ τεκτονική Plat. Phil. 56 b; ἐν τῇ τεκτονικῇ, ὅταν εἰδέναι βουλώμεθα τὸ ὀρθὸν ἢ τὸ μή, τὸν κανόνα προσφέρομεν Aesch. 3, 199; μολίβδινος Arist. Eth. 5, 14; Lineal, ταμίης γραμμῆς ἰθυπόρος Paul. Sil. 50 (VI, 64), u. öfter in der Anth. Uebertr. heißt der Glück verheißende Sonnenstrahl κανὼν σαφής. Uebh. Richtschnur, Regel, Vorschrift; κανόνι τοῦ καλοῦ μετρῶν Eur. Hec. 602; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον El. 52; ὅσα γὰρ ἀδικημάτων νόμος τις διώρικε, ῥᾴδιον τούτῳ κανόνι χρωμένους κολάζειν τοὺς παρανομοῦντας Lycurg. 9; ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες Dem. 18, 296; καὶ μέτρον Arist. Eth. 3, 6. – So hieß eine Statue des Polykleitos κανών, die als Regel für die Schönheitsverhältnisse der menschlichen Gestalt anerkannt wurde; in der Musik das Monochord, nach dem alle übrigen Tonverhältnisse bestimmt wurden, Nicom. arithm.; so hießen auch bei den alexandrinischen Grammatikern die Sammlungen der griechischen Schriftsteller, welche sie als mustergültig anerkannten, Quint. inst. rhet. 10, 1, 54. 59; Ruhnken histor. oratt. p. XCIV; bei den K. S. diejenigen heiligen Bücher, welche die Kirche als Richtschnur u. Glaubensregel angenommen hatte, die kanonischen Bücher. – Bei den Gramm. sind κανόνες Regeln, bes. der Declination u. Conjugation, u. Regeln über die Construction, vgl. z. B. Choerobosc. in B. A. 1180. – Κανόνες χρονικοί, chronologische Hauptmomente, welche man als ausgemacht annahm, u. nach denen man die dazwischen liegenden Zeiträume berechnete, Plut. Sol. 27; vgl. D. Hal. 1, 74; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κανών: -όνος, ὁ, (κάννα) πᾶσα εὐθεῖα ῥάβδος, ἰδίως χρησιμεύουσα ὅπως τηρῇ τι εὐθές. 1) ἐν Ιλ. Ν. 407 λέγεται ὅτι ὁ Ἰδομενεὺς εἶχεν ἀσπίδα δύω κανόνεσσ’ ἀραρυῖαν· ἐν Ιλ. Θ. 103 περὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Νέστορος ὁ Ὅμηρος λέγει: πᾶσαν χρυσείην ἔμεναι, κανόνας τε καὶ αὐτήν· καὶ περὶ τῶν πελτῶν (ancilia) ἃς ἔφερον οἱ ἱερεῖς Σάλιοι, λέγεται ὅτι εἶχον κανόνας, Διον. Ἁλ. 2. 71. Φαίνεται δὲ ὅτι οὗτοι ἦσαν δύο ξύλιναι ῥάβδοι ἐκτεινόμεναι ἐγκαρσίως κατὰ τὸ κοῖλον μέρος τῆς ἀσπίδος, δι’ ὧν διήρχετο ὁ πῆχυς τῆς χειρὸς καὶ οὕτω συνεκρατεῖτο ὑπὸ τοῦ φέροντος αὐτὴν. Εἰς μεταγεν. χρόνους τὸν ἕτερον τῶν κανόνων ἀντικατέστησε λαβίς τις, (ὄχανον, πόρπαξ). 2) ἐργαλεῖον ὑφαντικόν, πιθ. ἡ κερκὶς («σαγίττα»), δι’ ἧς ἡ κλωστὴ τοῦ ὑφαδίου (πηνίου) εἰσήρχετο μεταξὺ τῶν κλωστῶν τοῦ στήμονος (μίτου), Ιλ. Ψ. 761 (ἔνθα ἰδὲ τὸν Heyne), Ἀριστοφ. Θεσμ. 822, Πλούτ. 2. 156Β, Νόνν. Δ. 37. 631. 3) κανών, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις ἢ τοῖς τέκτοσι (διαφέρων τῆς στάθμης), πύργους... ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν Εὐρ. Τρῳ. 6· βάθρα φοίνικι.. ἡρμοσμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 945· πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 56Β, Ξεν. Ἀγησ. 10. 2, Ἀνθ. Π. 11. 120· ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών, Σοφ. Ἀποσπ. 421· κανόνα προσφέρειν Αἰσχίν. 82, 26· προσάγειν Λουκ. Πῶς δεῖ ἱστ. Συγγρ. 5· κανόνεσσι.. μετρήσασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 724· ὅρα τὴν κωμικὴν περιγραφὴν τοῦ Μέτωνος μετροῦντος τὸν οὐρανὸν διὰ τοῦ κανόνος καὶ τοῦ διαβήτου, Ἀριστ. Ὄρν. 999 κἑξ.· μολίβδινος κανών, δηλ. εὔκαμπτος, εἰς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ δώσῃ πίστιν περὶ ἀκριβοῦς καταμετρήσεως, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 7, πρβλ. Ρητ. 1. 1. 5. β) «χαράκι, ρῆγα», Ἀνθ. Π. 6. 63. γ) μεταφ., κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κανὼν σαφής Εὐρ. Ἱκέτ. 650. 4) «τὸ ἐπάνω τῆς τρυτάνης ὂν καὶ εἰς ἰσότητα ταύτην ἄγον», δηλ. ἡ γλῶσσα τῆς «ζυγαριᾶς»Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 799, Ἀνθ. Π. 11. 334. 5) ῥάβδος παραπετάσματος, πολυτελεῖς αὐλαῖαι.. κανόνας ἔχουσαι περιχρύσους Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D. 6) κανόνες ἐκαλοῦντο καὶ αἱ ὀπαὶ ἢ τὰ «κλειδιὰ» τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 365. 7) αἱ ῥάβδοι κλωβίου, Ἰω. Χρυσ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. regula, norma, πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς διακανόνισιν ἢ καθορισμὸν ἄλλων πραγμάτων, κανόνι τοῦ καλοῦ μαθὼν Εὐρ. Ἑκ. 602· γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἰλ. 52· οὕτωςνόμος εἶναι κανών ἀδικημάτων Λυκοῦργ. 149. 4· ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος εἶναι κανὼν καὶ μέτρον τῆς ἀληθείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 4, 5· ἡ ἐλευθερία καὶ τὸ μηδένα δεσπότην ἔχειν αὑτῶν ἦσαν τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῷν ἀγαθῶν καὶ κανόνες Δημ. 324. 28· οὕτω καὶ, ὁ Ἐπικούρου κανών, ἦτο ὁ κανὼν αὐτοῦ περὶ φιλοσοφίας, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 15· καὶ ὁ Δορυφόρος τοῦ Πολυκλείτου ἐκαλεῖτο κανών, ἤτοι ὑπόδειγμα καλῆς ἀναλογίας, ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 120. 4· - ἐν τῇ μουσικῇ τὸ μονόχορδον ἦτο ὁ κανών, ἤτοι ἡ βάσις πάντων τῶν μουσικῶν διαστημάτων, Ast. Νικομ. Θεολ. Ἀρ. σ. 318· τὸν κανόνα ἐκ μιᾶς χορδῆς εὑρεῖν Διογ. Λ. 8. 12. - παρὰ τοῖς Γραμμ. καὶ ἐν τῇ Ρητ. ὁ κανὼν ἦτο γενικός τις νόμος βασιζόμενος ἐπὶ τῶν πλειόνων πρὸς ἔλεγχον τῶν ἡμαρτημένων, Α. Β. 1180· - ἐν τῆ χρονολογίᾳ, κανόνες χρονικοὶ ἦσαν κύριαι ἐποχαί, αἵτινες ἐχρησίμευον ὅπως ὁρίζωσι πάσας τὰς ἐν τῷ μεταξὺ χρονολογίας, Πλουτ. Σόλων 27· καὶ κανών ἦτο χρονολογικὸν σύστημα, Διον. Ἁλ. 1. 74. β) ὡσαύτως, κανὼν ἦτο «τὸ μέτρον τοῦ πηδήματος» Πολυδ. Γ΄, 151· μεταφ. κατὰ τὸν κανόνα «ἡμῶν, κατὰ τὰ ὅρια τῆς ἐνεργείας ἡμῶν, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 15 2) παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. Γραμμ., συλλογαὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ἐκαλοῦντο κανόνες, ὡς ἄριστα ὑποδείγματα δοκίμου συγγραφῆς, Ruhnk. Hist. Crit. Orat. Graec. σ. xeiv, πρβλ. Quintil. Inst. 10. 1. 54 καὶ 59. 3) παρ’ Ἐκκλησιαστ., κανόνες ἐκαλοῦντο τὰ βιβλία ὅσα ἡ Ἐκκλησία ἀπεδέξατο ὡς τὸν κανόνα πίστεως, τὰ ὡς θεόπνευστα ἀποδεκτὰ γενόμενα μέρη τῆς ἁγίας Γραφῆς· τὰ λεγόμενα κανονικά βιβλία Ἀθαν. Ι. 456 Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1598Α· πρβλ. κανονίζω. β) οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἄθροισμα αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8800. γ) οἱ κανονικοὶ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας. δ) κανὼν συνόδου, ἢ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. δ) κανὼν συνόδου, ἢ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, Βασίλ. ΙV. 400Β, Σωκράτ. 108Β, Σωζ. 925Β. ε) = ὁ ἰερατικὸς κατάλογος, οἱ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι Σύνοδ. Νικ. Ι. 16, 17, Ἐπιφάν. ΙΙ. 340Β, 196Α· τὰς παρθένους τὰς ἀναγεγραμμένας ἐν τῷ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνι = τὰς κανονικὰς Σωκράτ. 613Α, 121Α. ζ) = ἀκολουθία Βασίλ. 644C, Παλλάδ. Λαυσ. 1100C· κανὼν ὁ ἑωθινὸς = ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου Ἰω. Μόσχος 2856C, 2870C, 3009C, κλ. η) κανὼν ἐκκλησιαστικὸς ἐπιβαλλόμενος ὡς τιμωρία πρὸς μετάνοιαν, Βίος Βασιλ. 194Β, κλ. θ) ἐν ταῖς ἰεροτελεστίας κανὼν εἶναι σύστημα ᾠδῶν. Κανὼν πλήρης συνίσταται ἐξ’ ἐννέα ᾠδῶν· ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις κανόσιν ἡ δευτέρα ᾠδὴ λείπει· αἱ ᾠδαὶ ἐν τούτοις ἀριθμοῦνται ὡς εἰ ἡ δευτέρα ᾠδὴ κατεῖχε τὴν ἑαυτῆς θέσιν· οὕτως, ἡ τελευταία ᾠδὴ πάντοτε καλεῖται ᾠδὴ ἐνάτη, ἡ πρὸ αὐτῆς ᾠδὴ ὀγδόη καὶ οὕτω καθεξῆς, Στουδ. 1708Β, Βίος Νείλου Νεωτ. 141Α (ἴδε τετραῴδιον, τριῴδιον). - Ὁ μέγας κανών, ὁ μακρότερος ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, ψάλλεται τὴν Πέμπτην μετὰ τὴν τετάρτην Κυριακὴν τῆς Τεσσαρακοστῆς ἐν τῷ ὄρθρῳ, Τριῴδ. οἱ προεξέχοντες τῶν ποιησάντων ᾀσματικοὺς κανόνας εἶναι ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, Κοσμᾶς ὁ ἐξ Ἱεροσολύμων, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Θεόδωρος καὶ Ἰωσὴφ οἱ Στουδῖται, καὶ Θεοφάνης ὁ ἐπονομασθεὶς Γραπτὸς. Ἴδε Fabric Biblioth. Graec. τόμ. Χ. σ. 136, καὶ Κοραῆ Συνέκδ. Ἱερατικ. σ. κδ΄ ἔκδ. Παρισίων.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
I. barre de bois longue et droite, particul. :
1 οἱ κανόνες règles en croix qui maintenaient le derrière du bouclier ; poignée de bouclier;
2 tige d’une quenouille;
3 règle, d’ord. en bois à l’usage des maçons et des charpentiers;
II. fig. règle, type, modèle, principe ; χρονικοὶ κανόνες PLUT époques principales de l’histoire, qui servent comme de points de repère pour les événements moins importants.
Étymologie: cf. κάννα.

English (Autenrieth)

όνος: (1) shuttle or spool, by which the thread of the woof was drawn through the thread of the warp, Il. 23.761.—(2) handle on the interior of a shield, grasped by the left hand, Il. 8.193, Il. 13.407. (Il.) (See cuts Nos. 12, 16, 79; rudely represented in the adjacent cut.)

English (Strong)

from kane (a straight reed, i.e. rod); a rule ("canon"), i.e. (figuratively) a standard (of faith and practice); by implication, a boundary, i.e. (figuratively) a sphere (of activity): line, rule.