ασπίδα

From LSJ
Revision as of 11:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀσπίς, -ίδος)
1. αρχαιότατο αμυντικό όπλο, κατασκευασμένο από δέρμα βοδιού στερεωμένο πάνω σε ξύλινο σκελετό, ο οποίος περιβάλλεται από μετάλλινη άντυγα
το σχήμα του είναι συνήθως κυκλικό
στο κέντρο της εξωτερικής του επιφάνειας υπάρχει προεξοχήομφαλός») που περιβάλλεται από μετάλλινες πλάκες
κρατιέται κυρίως με το αριστερό χέρι από λουρί τοποθετημένο στην εσωτερική του επιφάνεια
2. προστασία, μέσο προστατευτικό, βοήθεια
3. φαρμακερό φίδι της τάξης των εχιιδών
μσν.- νεοελλ.
ο μυθικός δράκος που εξοντώθηκε από τον άγιο Γεώργιο
αρχ.
Ι. 1. στράτευμα, στρατός
2. μάχη
3. στρογγυλό ρηχό κύπελλο
4. κόσμημα σε σχήμα φιδιού
II. φρ.
1. «ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι... ἐτάξαντο» — παρατάχθηκαν σε βάθος είκοσι πέντε ανδρών (Θουκ.)
2. «τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἄν» — θα προτιμούσα τρεις φορές να μπώ στη μάχη (παρά να γεννήσω μια φορά) (Ευρ.)
3. «ασπίδα τίθεμαι»
α) υπηρετώ στον στρατό (Πλάτ.)
β) καταθέτω τα όπλα (Ξεν.)
4) «ἀσπίδα ἀναδέχομαι» ή «... αἴρω» — υψώνω την ασπίδα δίνοντας το σήμα για τη μάχη (Ηρόδ., Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ασπίς χρησιμοποιήθηκε ήδη από την ομηρική εποχή για να δηλώσει κυρίως τη στρογγυλή ασπίδα, σε αντίθεση με τη μεγάλη, μακριά ασπίδα, που κάλυπτε όλο το σώμα του πολεμιστή και έφερε το όνομα σάκος. Επίθετα που χαρακτηρίζουν την ασπίδα στον Όμηρο είναι εύκυκλος, ομφαλόεσσα, στον δε Ηρόδοτο κυκλοτερής. Πρόκειται για τ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολογίας, για την ερμηνεία του οποίου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η ετυμολόγηση του ασπίς από το αν-σπίς (πρβλ. σπίδιον «μακρόν», σπιδής, -έος κ.λπ.) με τη σημασία «επιφάνεια που εκτείνεται κατά μήκος του πολεμιστή» δεν ικανοποιεί, αφού οι τύποι με τους οποίους συσχετίζεται είναι αμφίβολης σημασίας και ετυμολογίας. Μη ικανοποητική θεωρείται και η σύνδεση με το λιθ. skỹdas. Εξάλλου η προσπάθεια συσχετισμού του τ. ασπίς με το αρχ. άνω γερμ. aspa «το δέντρο κερκίς» (λόγω του ότι η πιο αρχαία ασπίδα πριν από τον Όμηρο ήταν ξύλινη) προσκρούει στο γεγονός ότι αρχικά ο γερμ. τ. είχε -ps- και όχι -sp-, πράγμα που ενισχύεται και από παρεμφερείς τύπους της ΙΕ. (πρβλ. λετ. apse, αρχ. πρωσ. abse, ρωσ. osina < ospina) Ενδιαφέρουσα είναι η συσχέτιση του τ. με ονομασία δέντρου. Τέλος είναι πιθανή η άποψη σύμφωνα με την οποία ο τ. ασπίς αποτελεί δάνεια λ. που παρελήφθη από τους Έλληνες μαζί με το αντικείμενο που δήλωνε. Όσον αφορά στον τ. ασπίς «φαρμακερό φίδι της τάξεως των εχιιδών», πιθανότερη θεωρείται η ερμηνεία ότι η ονομασία του οφείλεται στο ασπίς (λόγω του κυκλικού, όμοιου με ασπίδα ή δίσκο, σχήματος του εξογκωμένου λαιμού του ερπετού τη στιγμή της επιθέσεως) έναντι της υποθέσεως ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική.
ΠΑΡ. ασπιδίσκη
αρχ.
ασπίδιον, ασπιδιώτης και ασπιδίτης, ασπιδόεις, ασπιστήρ και ασπίστωρ και ασπιστής
αρχ.-μσν.
ασπίζω
μσν.
ασπιδίσκος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. ασπιδαποβλής, ασπιδηστρόφος, ασπιδηφόρος, ασπιδογοργών, ασπιδόδηκτος, ασπιδόδουπος, ασπιδοειδής, ασπιδοπηγός, ασπιδοποιός, ασπιδούχος, ασπιδοφέρμων
μσν.
ασπιδόγονος, ασπιδοχελώνη
νεοελλ.
ασπιδογαστήρ, ασπιδόκερας, ασπιδόσπερμα κ.ά.
(β' συνθετικό, -ασπις) ρίψασπις
αρχ.
άνασπις, γλώσσασπις, λεύκασπις, μίκρασπις, όμασπις, πολύασπις, σμίκρασπις, χάλκασπις
αρχ.-μσν.
χρύσασπις.