ὑάκινθος
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, auch ἡ, 1) die Hyacinthe, eine Blume, die aus dem Blute des getödteten Hyakinthos, nach Andern aus dem des Telamoniden Aias entsprossen sein soll; man wollte auf ihren Blättern die Anfangsbuchstaben υα oder αι erkennen; dah. γραπτὰ ὑάκινθος, Theocr. 10, 28; αἰαστή, Nic. bei Ath. XV, 683; auch von αι als Klageruf, πολύθρηνος, Th. 9021 als masc. kommt die Blume zuerst vor Il. 14, 348, dann h. Cer. 7. 426; scheint aber einen größern Umfang gehabt und das Geschlecht der Iris und den Rittersporn umfaßt zu haben; schwarz ist sie Theocr. 10, 28 u. Virg. Ecl. 2, 18; dah. Od. 6, 231. 23, 158 Einige den Vergleich ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας auf die Schwärze der Haare beziehen, Eust. ὅ ἐστι μελαίνας κατὰ τὸν ὑάκινθον τὸ ἄνθος (vgl. Theocr. 10, 28); da aber der Vergleich auf das voranstehende κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας geht, und Odysseus gewöhnlich mit starken Locken abgebildet ist – solche dicke Locken galten als Zeichen der Schlauheit –, so ist es wahrscheinlicher, daß nur die Lockenfülle des dichten Haares geschildert werden soll, wofür grade die kraus in einander gerollten Blüthen der Hyacinthe kein unpassendes Bild geben; oder, da diese unsere Hyacinthe eine von der alten Hyacinthe ganz verschiedene Blume sein soll, vgl. Voß Virg. Ecl. 2, 18. 50. 3, 106. 10, 39 Schweigh. Ath. XV, 683 e, die blaue Schwertlilie, iris foetidissima Linn.? Nach Andern ist es delphium Aiacis, Gartenrittersporn. – Purpurfarben, dunkel- oder braunroth ist die Hyacinthe bei Mel. 105 (V, 147); Euphor. 38 p. 89 Mein.; vgl. Ovid. Metam. 10, 211; rostfarbig, auch himmelblau und schneeweiß bei Colum., was auf Rittersporn, wie auf unsere Hyacinthe paßt. – Nach Hom. scheint die Blume häufiger fem. gewesen zu sein. – 2) ἡ ὑάκινθος, der Edelstein Hyacinth, von der Farbe der Hyacinthblume, vielleicht unser Sapphir, Sp., wie Heliod. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ ἡ)
jacinthe, fleur violette ou bleue, qu’on croyait née du sang d’Hyakinthos ou, sel. d’autres, du sang d’Ajax, fils de Télamon.
Étymologie: DELG pê emprunt.
English (Autenrieth)
hyacinth, Il. 14.348†. An entirely different flower from our hyacinth, perhaps the larkspur.
English (Strong)
of uncertain derivation; the "hyacinth" or "jacinth", i.e. some gem of a deep blue color, probably the zirkon: jacinth.
English (Thayer)
ὑακίνθου, ὁ, hyacinth, the name of a flower (Homer and other poets; Theophrastus), also of a precious stone of the same color, i. e. dark-blue verging toward black (A. V. jacinth (so R. V. with marginal reading sapphire); cf. B. D., under the word <TOPIC:Jacinth>; Riehm, under the word Edelsteine 9) (Philo, Joseph, Galen, Heliodorus, others; Pliny, h. n. 37,9, 41): Revelation 21:20.
Greek Monolingual
ο / ὑάκινθος, ΝΜΑ, και ως θηλ. ὑάκινθος, ἡ, Α
1. βολβόρριζο φυτό με ωραίο άρωμα και όμορφα άνθη, γένος, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, με 30 περίπου είδη, κυριότερο από τα οποία είναι ο ανατολικός υάκινθος, από τον οποίο προέρχονται όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες, κν. γνωστές σήμερα ως ζουμπούλια ή γιούλια
2. ως κύριο όν. ο Υάκινθος
μυθ. i) προελληνικός θεός της γονιμότητας, της βλάστησης και του κάτω κόσμου, που αργότερα ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα
ii) ήρωας που αναγεννιόταν μετά από τον θάνατό του, όπως ακριβώς και η φύση, και που αργότερα η παράδοση τον παρουσιάζει ως ωραιότατο νεανία, χάριν του οποίου ο Θάμυρυς εφεύρε την παιδεραστία και τον οποίο ερωτεύθηκαν επίσης ο Ζέφυρος και ο Απόλλων
νεοελλ.
(ορυκτ.) α) ορυκτό, παραλλαγή του ζιρκονίου, που είναι πολύτιμος λίθος
β) ποικιλία του κρυσταλλικού χαλαζία
2. φρ. «υάκινθος του νερού»
βοτ. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων καλλωπιστικών φυτών του γένους εϊχόρνια
αρχ.
1. το φυτό δελφίνιο το αιάντιο, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, φύτρωσε από το αίμα του νεαρού Υακίνθου, τον οποίο άθελά του σκότωσε ο Απόλλων με τον δίσκο του που ο Ζέφυρος εξέτρεψε από την κανονική του πορεία, λόγω αντιζηλίας, ή από το αίμα του Αίαντος του Τελαμωνίου
2. (κυρίως στον θηλ. τ.) είδος πολύτιμου λίθου με κυανό χρώμα, πιθ. το ζαφείρι («λήψονται τὸ χρυσίον καὶ τὴν ὑάκινθον», ΠΔ)
3. ονομασία μιας απόχρωσης του κυανού χρώματος
4. φρ. «ὑάκινθος πορφυρέη»
πιθ. είδος κρίνου, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Lilium martagon.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑάκινθος (από αρχικό τ. Fάκινθος με αντιπροσώπευση του -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-) είναι πιθ. δάνεια από κάποια γλώσσα, πιθ. μεσογειακή, όπως και το συγγενές λατ. vaccinium, είδος θαμνοειδούς φυτού].
Greek Monotonic
ὑάκινθος: ὁ και ἡ, το άνθος υάκινθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· άνθος που ξεφύτρωσε από το αίμα του Υάκινθου ή του Αίαντα (του Τελαμώνιου)· πιστεύονταν ότι τα πέταλα έφεραν τα πρώτα γράμματα του ονόματος Αίας, ΑΙ ή το επιφώνημα ΑΙΑΙ-, σε Μόσχ.· απ' όπου το επίθετο γραπτά, σε Θεόκρ. Ο υάκινθος φαίνεται να απαρτίζεται από πολλά άνθη χρώματος σκούρου μπλε· ο Όμηρ. μιλώντας για σκουρόχρωμες τρίχες κεφαλιού αναφέρει ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοῖαι, και ο Θεόκρ. τις αναφέρει μαύρες.
II. πολύτιμος λίθος, κυανού χρώματος, (πιθ.) όχι ο γνωστός υάκινθος, αλλά το ζαφείρι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑάκινθος: (ῠᾰ) ὁ и ἡ
1) гиацинт, по по друг. - ирис, шпажник или дельфиниум Hom., HH: ἁ γραπτὰ ὑ. Theocr. испещренный письменами гиацинт (по преданию, этот цветок вырос из крови убитого Гиакинта, а на его лепестках сохранилось предсмертное восклицание юноши в виде букв A I);
2) гиацинт (драгоценный камень) NT.