Ἐρινύς

From LSJ
Revision as of 12:34, 10 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐρῑνύς Medium diacritics: Ἐρινύς Low diacritics: Ερινύς Capitals: ΕΡΙΝΥΣ
Transliteration A: Erinýs Transliteration B: Erinys Transliteration C: Erinys Beta Code: *)erinu/s

English (LSJ)

(so, not Ἐριννύς, in best codd. and Inscrr., cf. Tab.Defix.108 (iii/ii B. C.), IG12(3).367 (Thera); later Ἐρεινύας ib.12(9).1179.34 (Euboea, ii A. D.)), gen. ύος, ἡ: pl. Ἐρινύες, acc.

   A Ἐρινῦς Od.2.135, etc.; gen. pl. Ἐρινύων trisyll., E.IT931,970. [ῡ in trisyll. cases (nom. sg. -ῡς E.Med.1389 (anap.), but acc. sg. -ῠν ib.1260 (lyr., s.v.l.)), ῠ in quadrisyll.]:—the Erinys, an avenging deity, ἠεροφοῖτις Ἐρινύς Il.9.571, 19.87; δασπλῆτις Ἐρινύς Od.15.234 : more freq. in pl., μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ' Ἐρινῦς 2.135, etc.; Γαῖα..γείνατ' Ἐρινῦς Hes.Th.185 ; later three in number, μίαν τριῶν Ἐ. E.Tr.457(troch.), cf. Apollod.1.1.4, etc.; avengers of perjury, homicide, unfilial conduct, etc., Il.19.259, 9.454 ; upholders of the natural and moral order, ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν Heraclit. 94 ; Ἐρινύες ἔσχεθον αὐδήν (sc. of the horse of Achilles, as rebuking presumption), Il.19.418: com., Ἐρινύων ἀπορρώξ, of Timon, Ar.Lys.811 (lyr.).    II in less personal sense, guilt, punishment invoked upon the guilty, freq. c. gen., μητρὸς Ἐρινύες = curses from one's mother, Il.21.412, Od.11.280 ; τείσαιτο ἐρινῦς πατρὸς παίδων τε Hes. Th.472 ; ἱδρύσαντο Ἐρινύων τῶν Λαΐου τε καὶ Οἰδιπόδεω ἱρόν Hdt.4.149 ; Ἀρά τ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής A.Th.70, cf. S.OC1434, etc.; later in Prose, ξενικαὶ Ἐ. Pl.Ep.357a ; ἐρινῦς καὶ ποινὰς τῶν δι' ἐκεῖνον ἠτυχηκότων Plb.23.10.2 ; of persons in whom such powers are embodied, νυμφόκλαυτος Ἐ. A.Ag.749 (lyr.); ἔτεκε νύμφα δόμοις Ἐ. S.Tr.895 (lyr.), cf. E.Med.1260 (lyr.), etc.; φρενῶν Ἐρινύς = frenzy of the soul, S.Ant.603 (lyr.); Ἐρινὺν ἐπορθιάζειν = raise a Fury-song, A.Ag.1119.    III epith. of Demeter in Arcadia, Antim.28, Call. Fr.207, Paus.8.25.6.    IV = Ἀφροδίτης εἴδωλον, Hsch. (Derived from Arc. ἐρινύειν, = θυμῷ χρῆσθαι, by Paus. l.c.)

German (Pape)

[Seite 1029] ύος, ἡ, oft Ἐριννύς geschrieben, plur. Ἐρινύες, zsgzgn Ἀρινῦς, die Erinyen, Rachegöttinnen, s. nom. pr. Bei Hom. strafen sie Meineid, Il. 19, 259, vgl. Hes. O. 801; Mord, Il. 9, 571; Verletzung der Kindespflicht gegen die Eltern, 9, 454 Od. 2, 135; μητρὸς Ἐρινύες, die für die Mutter Rache nehmen, 11, 280; Verletzung der Gastfreundschaft, 17, 475. Die Erinyen sind bei Homer Dienerinnen des Hades und der Persephone, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 9, 569. 571, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 184. – Als Appellat. Fluch u. Verwünschung, μητρός, die von der Mutter ausgestoßen sind, Il. 21, 412; Λαΐου, die an dem Laios haftet, Her. 4, 149; schwere Blutschuld, Hes. Th. 472; τἡν σὴν Ἐρινὺν αἰτίαν λέγω Soph. O. C. 130; Unheil, Verderben übh., ἔτεκε μεγάλαν ἅδε νύμφα δόμοισι τοῖσδ' Ἐρινύν Soph. Tr. 891; λόγο υ τ' ἄνοια καὶ φρενῶν Ἐρ. Ant. 599, Schol. ᾶμαρτία, Wahnsinn; sogar von Menschen, διδύμαν ἑλοῦσ' 'Ερινύν Soph. El. 1069, die beiden grausamen Menschen, Klytämnestra u. Aegisthus, wie die Helena auch genannt wird, Eur. Or. 1374. [υ in den dreisylbigen Casus lang, in den viersylbigen kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

Ἐρῑνύς: (οὕτω δι’ ἑνὸς ν γραφόμενον ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις καὶ ἐν ταῖς ἐπιγραφ., οὐχὶ δὲ Ἐριννύς, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφ.): γενικ. ύος, ἡ: πληθ., ὀνομ. Ἐρινύες, αἰτ. παρ’ Ὁμήρῳ Ἐρινύας καὶ Ἐρινῦς· παρὰ δὲ Ἀττ. μόνον Ἐρινῦς· Ἀττ. γεν. πληθ. συνῃρ. Ἐρινῦν ἀντὶ Ἐρινύων, ὡς τὸ γενῦν ἀντὶ γενύων, Δινδ. ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 931 καὶ 970. Θεότης τιμωρὸς κακῶν πράξεων, παρ’ Ὁμ. (ὡς αἱ παρὰ Ρωμ. Furiae) ἀείποτε κατὰ πληθ. πλὴν ἐν Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87, Ὀδ. Ο. 234· ἀλλ’ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τὸ ἑν. ἐπ’ ἴσης συχνῶς ὅσον καὶ τὸ πληθ., οὕτω δὲ δύναται νὰ ἐκληφθῇ ὡς προσωποποίησις τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Περὶ τριῶν Ἐρινυῶν πρῶτον γίνεται λόγος ἐν Εὐρ. Τρῳ. 457, Ὀρ. 1650· ἀλλὰ τὰ ὀνόματα Τισιφόνη, Μέγαιρα, Ἀληκτὼ ἀπαντῶσι μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, οἷον Ἀπολλοδ. 1. 1, 4, κλ.: παρ’ Ὁμ. οὐδεὶς ἀριθμὸς ἀναφέρεται· ὁ δὲ Αἰσχύλ. εἰσάγει πλήρη χορὸν ἐξ αὐτῶν, καὶ ὁ Εὐρ. δὲν περιορίζει τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ἐν Ι. Τ. 961 κ. ἑξ. Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις Ἐπικοῖς τιμωροῦσι τὴν ἐπιορκίαν, Ἰλ. Τ. 259, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 801· τὴν ἀνθρωποκτονίαν, Ἰλ. Ι. 571· ἀγνώμονα διαγωγὴν πρὸς τοὺς γονεῖς, αὐτόθι 454, Ὀδ. Β. 135 (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· κακομεταχείρισιν ἱκετῶν, Ρ. 475· ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, Ἰλ. Ο. 204· καὶ πᾶσαν ἀλαζονικὴν καὶ αὐθάδη διαγωγήν: - ἐπιβάλλουσι σιγὴν εἰς τὸν ἵππον τοῦ Ἀχιλλέως Ξάνθον μέλλοντα νὰ ἀποκαλύψῃ πλείονα τοῦ δέοντος, Τ. 418· ἀποπλανῶσι τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἐκλάβωσι τὸ κακὸν ἀντὶ ἀγαθοῦ, ὡς ἡ Ἅτη, Τ. 87, Ὀδ. Ο. 234. - Οἰκητήριον αὐτῶν ἦτο τὸ Ἔρεβος, ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ... ἠεροφοῖτις, Ἰλ. Ι. 571 (567), καὶ τὸ ὅτι ἐδύναντο νὰ καταδιώκωσί τινα καὶ πέραν τοῦ τάφου, Τ. 260, Ὀδ. Υ.78. - Κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 185, ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς Γῆς διὰ σταγόνων τινῶν ἐκ τοῦ αἵματος τοῦ Οὐρανοῦ (ἴδε Γλάδστωνος Hom. Stud. 2. 302. κ. ἑξ.)· ὁ Αἰσχύλ. θεωρεῖ αὐτὰς θυγατέρας τῆς Νυκτός. Περὶ τῆς ἐν Ἀθήναις λατρείας αὐτῶν καὶ τῆς ἰδέας ἣν εἶχον περὶ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι ὅρα Müller ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. § 77 κ.ἑξ., - καὶ πρβλ. Εὐμενίδες, Σεμναί. ΙΙ. ὡς προσηγ., μητρὸς ἐρινύες, κατάραι τῆς μητρός, Ἰλ. Φ. 412, Ὀδ. Λ. 280· Ἀρά τ’ ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενὴς Αἰσχύλ.Θήβ. 70, πρβλ. 724 καὶ 886, Σοφ. Ο. Κ. 1434· ἀλλά, τίσαιτο... ἐρινῦς πατρός, τὴν φονικὴν ἐνοχὴν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Ἡσ. Θ. 472· οὕτω, ἐρινύες Λαΐου, αἱ παρὰ τοῦ Λαΐου κληροδοτηθεῖσαι κατάραι, παρ’ Ἡροδ. 4. 149· φρενῶν ἐρινύς, διατάραξις αὐτῶν, μανία. Σοφ. Ἀντ. 603· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν, ποία εἶναι αὕτη ἡ Ἐρινὺς ἥν κελεύεις νὰ ἐκπέμψῃ ὀξείαν κραυγὴν ἐπὶ τῆς οἰκίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120: - παρὰ Τραγ., ἐπὶ προσώπων ἀποστελλομένων ὑπὸ τῶν θεῶν ὅπως ἐπενέγκωσιν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα συμφοράς, πομπᾷ Διὸς ξενίου, νυμφόκλαυτος Ἐρινύς, περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 749, Σοφ. Ἠλ. 1080, Τραχ. 891, Εὐρ. Ὀρ. 1390· ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται παρὰ πεζογράφοις, εἰ μὴ ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 357Α, Πολυβ. 24. 8, 2, κλ. Πρβλ. ἀλάστωρ. ΙΙΙ. ἐπώνυμ. τῆς Δήμητρος ἐν Ὄγκαις πόλει τῆς Ἀρκαδίας, Καλλ. Ἀποσπ. 207 (Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 153), Παυσ. 8, 25, 4 κἑξ. ῡ ἐν πάσαις ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι. πρβλ. τὸ Σανσκρ. Saran-yû, μυθικόν τι πρόσωπον ἐν τῇ Βέδᾳ, (πρβλ. τὸ παρ’ Ἡσύχ.: Ἀράντισιν· Ἐρινύσι)· περὶ τῆς συγγενείας τῶν δύο ἴδε Μ. Müller Sc. of L. 2. 484).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
plur. Ἐρινύες, ύων, acc. ύας-ῦς :
I. Érinys, déesse de la vengeance ; il y a, dans Homère, tantôt une Érinys, tantôt plusieurs Érinyes ; dans Eschyle trois, Tisiphone, Megæra (Mégère) et Alektô;
II. p. ext. 1 malédiction vengeresse : μητρός IL, πατρός ESCHL d’une mère, d’un père ; ἐρινύες Λάϊου HDT effet des malédictions de Laïos;
2 fléau vengeur en parl. de pers. envoyées parmi les hommes pour l’accomplissement des vengeances divines;
3 égarement de la raison par suite de la vengeance des dieux.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Slater)

Ἐρῑνύς (ἡ)
   1 Fury ἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον i. e. the family of Oidipous (O. 2.42)

Greek Monolingual

και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ)
καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο
νεοελλ.
1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική («ξανοίγει Ερινύαν φαρμακερή, οπού αγιάτρευτην ανοίγει της Ελλάδας μίαν πληγή», Σολωμ.)
2. κακότροπη γυναίκα, μέγαιρα
αρχ.
1. θεότητα που βάζει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου τη διάθεση προς το κακό, προς την καταστροφή, όπως η Άτη («τὴν oἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, δασπλῆτις Ἐρινύς», Ομ. Οδ.)
2. στον Ηράκλειτο οι θεότητες που διαφυλάσσουν και συντηρούν την ηθική τάξη
3. ως προσηγ. αρά, κατάρα («μητρὸς ἐρινύες» — οι κατάρες της μητέρας, Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «ἐρινὺς φρενῶν» — μανία, τρέλα, διατάραξη τών φρενών (Σοφ.)
5. μτφ. για πρόσ. αυτός που φέρνει συμφορές σε πολλούς («νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» — για την Ελένη, Αισχύλ.)
6. επίθ. της θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία
7. κατά τον Ησύχιο, «Ἀφροδίτης εἴδωλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία θεάς που εκδικείται, η οποία αρχικά δήλωνε πιθ. την οργισμένη ψυχή του σκοτωμένου πολεμιστή που ζητά εκδίκηση. Η λέξη απαντά συχνότερα στον πληθυντικό Ερινύες και θεωρείται ορθότερη η γραφή της με ένα -ν-. Ήδη από την Ιλιάδα χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Η ετυμολογία της λέξεως είναι άγνωστη και οι υποθέσεις ότι συνδέεται με τα έρις, ορίνω, αρχ. ινδ. risyati «παθαίνω ζημιά», αρχ. ινδ. rosati, rusyati «είμαι βλοσυρός, οργίζομαι» παραμένουν αμφίβολες].

Russian (Dvoretsky)

Ἐρῑνύς: ύος (ῡ) ἡ (pl. Ἐρινύες, ύων, acc. ύας и ῦς; ῠ только в четырехсложных формах) Эриния (богиня возмездия, преимущ. за преступления против святости родственных уз, клятвы и т. п.: у Hom. то одна, то несколько Эриний, у Hes. - несколько, у Eur. - три, по поздним авторам - Тисифона, Мегера и Алекто; по Soph. они - Γῆς τε καὶ Σκότου κόραι).

Middle Liddell

[Ἐρίνῡς not Ἐριννύς]
I. the Erinys or Fury, an avenging deity, in sg. and pl., Hom., Trag.:—the number Three first in Eur.; the names Tisiphone, Megaera, Alecto only in late writers. At Athens they were called Εὐμενίδες, Σεμναί.
II. as appellat., μητρὸς Ἐρινύες curses from one's mother, Hom.; but Ἐρινῦς πατρός the blood-guiltiness of his sire, Hes.; φρενῶν Ἐρινύς distraction, Soph.:—in Trag. persons sent to be curses to men are called Ἐρινύες.

Frisk Etymology German

Ἐρινύς: -ύος
{Erīnú̄s}
Grammar: f.
Meaning: N. einer rächenden Gottheit, urspr. die zürnende und rächende Seele des Ermordeten; appellativisch Rache, Fluch (seit Il.), Benennung der Demeter in Arkadien (Antim., Kall., Paus. 8, 25, 6).
Derivative: Davon ἐρινυώδης ‘ähnlich der E.’ (Plu.); ἐρινύω = θυμῳ̃ χρῆσθαι (ark., Paus. a. a. O., EM), vgl. Bechtel Dial. 1, 390.
Etymology : Nicht überzeugend erklärt. Mehrere Vorschläge: zu ἔρις, ὀρίνω (Solmsen KZ 42, 230 A. 2), zu aind. ríṣyati Schaden nehmen (Ehrlich Sprachgesch. 35, Prellwitz KZ 47, 187); zu aind. roṣati, ruṣyati unwirsch sein, zürnen mit Dissimilation υυ zu ιυ (Froehde BB 20, 187f.); vgl. Kretschmer Glotta 9, 233; WP. 1, 140; 2, 349. — Der behauptete Zusammenhang mit dem Namen des mythischen Hengstes Ἐρίων (Ἀρίων, Ὀρίϝων; Bechtel Dial. 1, 349; s. auch v. Wilamowitz Glaube 1, 399f.) bedarf einer näheren sprachlichen Begründung. — Über die Erinyen Nilsson Gr. Rel. 1, 100f. m. Lit.
Page 1,559