μέτωπον

From LSJ
Revision as of 10:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτωπον Medium diacritics: μέτωπον Low diacritics: μέτωπον Capitals: ΜΕΤΩΠΟΝ
Transliteration A: métōpon Transliteration B: metōpon Transliteration C: metopon Beta Code: me/twpon

English (LSJ)

τό, also μέτωπος, ὴ, Glossaria (s.v.l.): (μετά, ὤψ):—prop.
A the space between the eyes (Arist.HA491b12), brow, forehead, ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης Il.13. 615, etc.; στίγματα ἔχων ἐν τῷ μετώπῳ IG42(1).121.48 (Epid., iv B.C.); χαλάσας τὸ μέτωπον Ar.V.655; mostly of men, but of a horse in Il.23.454, cf. S.El.727; of a boar, X.Cyr.1.4.8; of a dog, Id.Cyn.4.1: in plural, of a single person, Od.6.107, E.Hel.1568, etc.; τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν Ar.Eq.631.
2 metaph., γαίας μέτωπον, of Etna, Pi.P.1.30.
II front, face of anything, as a wall or building, Hdt.1.178, 2.124; τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους… μ. ἕκαστον measuring 10 stades on each face, Id.9.15, cf. IG22.463.66, 7.4255.19, BCH20.324.65 (Lebad.); τὰ μέτωπα τῶν κλιμακτήρων vertical faces of the steps, IG22.244.80; wall extending inwards between two doors, ib.1657.3, 1668.23,59 (dub. sens. in 12.372.30); front or front-line of an army, fleet, etc., A.Pers. 720, etc.; εἰς μέτωπον στῆναι to stand in line, X.Cyr.2.4.2; ἐπὶ μετώπου διιέναι, opp. ἐπὶ κέρως or ἐπὶ κέρας (in column), ib.2.4.3; ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι, ib.2.4.4, HG2.1.23.
2 margin of a book, Gal.15.624, 17(1).80, Marin.Procl.25.
III = χαλβάνη, or the reed or wood which yields it, Dsc.1.59,3.83.
2 v.l. for νέτωπον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 164] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die Stirn; ἤλασε μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας μέτωπον, die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; ἱδρώς, ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ μέτωπον, wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst κῶλον sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
front ; p. anal. en parl. d'un casque ; fig.
1 front, partie proéminente d'une pyramide;
2 front d'une armée, d'une troupe.
Étymologie: μετά, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

μέτωπον: τό
1 чело, лоб Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;
2 (лицевая), сторона, фасад, грань (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);
3 фронт (sc. τοῦ στρκτεύματος Aesch.): εἰς μ. στῆναι Xen. стоять фронтом, т. е. в одну линию; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом.

Greek (Liddell-Scott)

μέτωπον: τό, (μετά, ὤψ), κυρίως τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν διάστημα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ μέτωπον, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. ἀνασπάω 6 χαλάω Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. ἀνασπάω ΙΙ, χαλάω Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ μέτωπον τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ πρόσωπον, ἡ ὄψις παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, πρόσοψις, Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ δέκα σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον μέτωπον δέκα σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ μέτωπον γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς μέτωπον στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ κέρας (ἴδε κέρας), αὐτόθι 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι αὐτόθι 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε μετώπιον 3.

English (Autenrieth)

(ὤψ): forehead, also front of a helmet, Il. 16.70.

English (Slater)

μέτωπον forefront Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30)

English (Strong)

from μετά and ops (the face); the forehead (as opposite the countenance): forehead.

English (Thayer)

μετώπου, τό (μετά, ὤψ 'eye'), from Homer down; the Sept. for מֵצַח (literally, the space between the eyes) the forehead: Revelation 22:4.

Greek Monotonic

μέτωπον: τό (μετά, ὤψ),·
I. το διάστημα ανάμεσα στα μάτια, κούτελο, μέτωπο, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το μέτωπο (η πρώτη γραμμή) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· ἐπὶ μετώπου ή ἐν μετώπῳ, σε παράταξη γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ κέρως ή κέρας (κατά στήλες, σε στοίχιση), σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: the space between the eyes, forehead, brow, metaph. front, front of an army (Il.); also plantname = χαλβάνη (Dsc.).
Compounds: Compp., e.g. εὑρυ-μέτωπος with broad forehead (Hom.).
Derivatives: μετώπιος on the forehead (L 95, P 739; can also be subst. = forehead; s. below), -ιον n. front (Priene IVa), fore-head-bandage etc. (Gal.), name of a salve prepared from the plant μ. etc. (Dsc., Gal.); μετωπ-ίδιος of the forehead (Hp., A P), but προ-, περιμετωπ-ίδιος on the forehead (Hdt., X.), resp. covering the forehead (Hp.) from the corresponding prepositional terms; -ιαῖος id. (medic.; Chantraine Form. 49); -ίας m. with a typical forehead (pap.); μετωπίς ἱατρικὸς ἐπίδεσμος H.; μετωπ-ηδόν (Hdt., Th.), -αδόν (Opp.) forming a front. -- To the PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 n. 2.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: After Arist. HA 49 1b 12 prop. = μεταξὺ τῶν ὀμμάτων, space between the eyes, so hypostasis from μετά and (ὤψ), ὦπ-α eye, face with themat. vowel. μετώπ-ιον forehead (?), front may be a parallel formation with ιο-suffix. The expression becomes esp. clear, if one starts from the head of an animal with his eyes on the sides (Sommer 115 n. 1).

Middle Liddell

μέτ-ωπον, ου, τό, μετά, ὤψ]
I. the space between the eyes, the brow, forehead, Hom., etc.
II. the front or face of a wall or building, Hdt.: the front of an army or fleet, Aesch., Xen.; ἐπὶ μετώπου or ἐν μετώπῳ in line, opp. to ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), Xen.

Frisk Etymology German

μέτωπον: {métōpon}
Grammar: n.
Meaning: Stirn, übertr. Vorderseite, Front des Heeres (seit Il.); auch Pflanzenname = χαλβάνη (Dsk.).
Composita: Kompp., z.B. εὐρυμέτωπος mit breiter Stirn (Hom. u. a.).
Derivative: Davon μετώπιος an der Stirn (L 95, P 739; kann auch Subst. = Stirn sein; vgl. unten), -ιον n. Vorderseite (Priene IVa), Stirnverband (Gal.), N. einer aus der Pflanze μ. breiteten Salbe usw. (Dsk., Gal. u.a.); μετωπίδιος zur Stirn gehörig (Hp., A P), aber προ-, περιμετωπίδιος vorn an der Stirn befindlich (Hdt., X. u. a.), bzw. die Stirn bedeckend (Hp.) aus den entsprechenden Präpositionsausdrücken; -ιαῖος ib. (Mediz.; Chantraine Form. 49); -ίας m. mit einer charakteristischen Stirn (Pap. u. a.); μετωπίς· ἱατρικὸς ἐπίδεσμος H.; μετωπηδόν (Hdt., Th. u.a.), -αδόν (Opp.) eine Front bildend. — Zum PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 A. 2.
Etymology: Nach Arist. HA 49 1b 12 eig. = μεταξὺ τῶν ὀμμάτων, Raum zwischen den Augen, somit Hypostase aus μετά und (ὤψ), ὦπα Auge, Gesicht mit themat. Vokal. In μετώπιον ‘Stirn (?), Vorderseite’ kann eine parallele Bildung mit ιο-Suffix vorliegen. Der Ausdruck wird besonders verständlich, wenn man vom Kopf des Tieres mit seinen seitlich stehenden Augen ausgeht (Sommer 115 A. 1).
Page 2,221-222

Chinese

原文音譯:mštwpon 姆特-哦胖
詞類次數:名詞(8)
原文字根:同著-觀看
字義溯源:額;由(μετά)*=同)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;而 (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。這字八次都用在啓示錄,那些額上的記號,表示其所歸屬
出現次數:總共(8);啓(8)
譯字彙編
1) 額(8) 啓7:3; 啓9:4; 啓13:16; 啓14:1; 啓14:9; 啓17:5; 啓20:4; 啓22:4

English (Woodhouse)

forehead, face, front of an army, of an army

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό διάστημα ἀνάμεσα στά μάτια, πρόσοψη). Ἀπ το μετά + ὤψ (=ὄψη) τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ μέτωπον: μετωπηδόν, μετωπιαῖος, μετωπίας, μετώπιον.