ἔμπειρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπειρος Medium diacritics: ἔμπειρος Low diacritics: έμπειρος Capitals: ΕΜΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: émpeiros Transliteration B: empeiros Transliteration C: empeiros Beta Code: e)/mpeiros

English (LSJ)

ἔμπειρον, (πεῖρα)
A experienced or practised in a thing, acquainted with it, c. gen., τῆς θυσίης Hdt.2.49; τῶν χώρων Id.8.132; Βοιωτῶν Id.9.46; τῆς ἐκείνου διανοίης Id.8.97; κακῶν A.Pers.598; γάμων S. OC752; θαλάσσης Th.1.80 (Sup.); τοῦ ἀγωνίζεσθαι Antipho 5.7; ὁ περὶ τῶν νόμων ἔμπειρος Pl.Lg.632d; οἱ μάλιστα περὶ ταῦτα τῶν ἱερέων ἔμπειροι Id.Ti.22a: abs., οἱ ἔμπειροι = the experienced, S.OT44, OC1135; experts, Pl.Lg. 765b; ναυσὶν ἐμπείροις for ships skilfully handled, Th.2.89; τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν = their greater experience, ib.87.
II Adv. ἐμπείρως, τινὸς ἔχειν to know a person or thing by experience, by its issue, X.An.2.6.1, Antiph.3, etc.; παιδεῦσαι D.59.18; διώκειν Aen.Tact.2.6; πόλεμον διενεγκεῖν Jul.Or.2.95a: Comp. ἐμπειροτέρως Aeschin.1.82.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. pap. ἐμπιρ-
• Morfología: [plu. dat. -οισι S.OT 44, Hdt.8.132]
I de pers.
1 que tiene experiencia, experimentado, experto, conocedor esp. ref. la guerra ἢν ὀλίγοι στρατηγοὶ γένωνται ἔμπειροι Th.6.72, ἐμπείρων ἀνδρῶν παράδοσις necesaria para acceder al generalato, Plb.11.8.2, ὁ ἐμπειρότατος τῶν στρατηγῶν Th.6.34, c. gen. obj. πολλῶν πολέμων Th.1.80, 7.61, cf. X.Hier.6.7, D.2.18, Aen.Tact.6.1, Paus.1.25.5, I.BI 3.15, τοξικῆς Aesop.281, τῶν κατὰ θάλατταν ἀγώνων X.HG 7.1.4
c. gen. de pers. experto en la lucha contra ἡμεῖς δὲ Βοιωτῶν ... ἔμπειροί εἰμεν tenemos experiencia de la lucha con los beocios Hdt.9.46
subst. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν, ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ dulce es la guerra para los inexpertos, pero cualquiera de los que la han experimentado tiembla en su corazón ante su proximidad Pi.Fr.110, μήτε πιστεύοντες ἐμπείροις y no haciendo caso a los expertos Plb.5.20.7, neutr. subst. πρὸς τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν τὸ τολμηρότερον ἀντιτάξασθε Th.2.87, cf. D.H.3.42, Ach.Tat.3.13.5
gener. οὔτε τῶν χώρων ἐοῦσι ἐμπείροισι a ellos que tampoco eran conocedores del terreno Hdt.8.132, cf. Th.2.4, X.An.5.6.1, Pl.Lg.760c, Aeschin.1.82, LXX To.5.5, Str.13.1.43, D.C.41.22.2, τόπων τε ... καὶ φωνῶν Hld.2.17.1, τῆς οἰκίας Lys.12.15, θαλάσσης Th.1.80
por meton., de objetos que son manejados por pers. ναυσὶν ἐμπείροις con naves conducidas de forma experta Th.2.89, de partes del cuerpo χεῖρες ἔμπειροι manos expertas de los carniceros, Babr.21.6.
2 que ha tenido la experiencia de, que ha pasado por circunstancias o vicisitudes vitales, c. gen. αὐτοῦ la tiranía, Hdt.5.92α, κακῶν μὲν ὅστις ἔ. κυρεῖ cualquiera que ha experimentado desgracias A.Pers.598, οὐ γάμων ἔ. S.OC 752, (γυνή) λοχίων ἔ. (mujer) que ha tenido la experiencia del parto Hp.Mul.1.1, cf. 1.72, νούσων Hp.Mul.1.62, τίς ἐμπειρότατος πασῶν ... ἡδονῶν; Pl.R.582a, πολλῶν ἔ. ῥευμάτων el que ha tenido la experiencia de haber cruzado muchos torrentes Pl.Lg.892d
sin gen. que tiene experiencia de la vida en sent. neg., que ha sufrido τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε S.OC 1135, cf. OT 44, ἔ.· ὑπομονητικός Hsch.ε 2439.
3 conocedor, sabedor, enterado de tradiciones, frec. relig., c. gen. obj. o giro prep. τῆς θυσίης ταύτης οὐκ εἶναι ἀδαὴς ἀλλ' ἔ. no ignoraba este rito sino que lo conocía Hdt.2.49, οἱ μάλιστα περὶ ταῦτα τῶν ἱερέων ἔμπειροι Pl.Ti.22a, cf. X.Eph.5.1.10, τῆς ἐκείνου διανοίης Hdt.8.97, cf. Pl.Ep.339a.
4 ref. todo tipo de artes, profesiones o actividades concretas experto, versado, perito
a) c. gen. de la actividad o de un abstr. o cosa τῆς τέχνης de la poesía, Ar.Ra.811, cf. Hyp.Ath.26, ταύτης τῆς δημιουργίης Hp.de Arte 8, τῆς ἄλλης ἰατρικῆς ἔ. Thphr.HP 9.16.8, μουσικῆς Aristox.Harm.42.6, γεωμετρίας Pl.R.529e, τοῦ ἀγωνίζεσθαι Antipho 5.7, ῥητορικῆς Aesop.306, γραμμάτων Ἑλληνικῶν Peripl.M.Rubri 5, cf. Pl.Tht.206b, λογικῆς ἐπιστήμης S.E.M.1.79, τῆς μαντικῆς D.C.55.11.1, ἑκάστης καπηλείας Pl.Lg.920b, ἀστρολογικῆς ... καὶ μαγικῆς τέχνης Iren.Lugd.Haer.1.8.17, πολλῆς ἱστορίας ἔ. ref. Heródoto, D.S.1.37, πολλῶν ἔμπειρον δεῖ εἶναι τὸν ἰητρόν Hp.Art.9, cf. VM 18, φαρμάκων I.BI 1.583, ἐμπειρότατοι δὲ λόγων καὶ πραγμάτων ὄντες Isoc.8.52, λογισμῶν καὶ λογιστικῆς Pl.Hp.Mi.366c, cf. Grg.465d, κυνηγεσίων X.Cyn.6.4, τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων οὐ παντελῶς ἐ. Men.Georg.fr.5.3, cf. Dysc.184, γεωργικῆς TAM 4(1).211 (I/II d.C.), ἄνδρας ἔμπείρους τῶν κατὰ τὸν νόμον de la ley mosaica, Aristeas 32
subst. ὁ ἔ. el experto, el hombre de experiencia en una materia ὁ τῶν σημείων ἔ. el experto en (reconocer) los signos Hp.Medic.14, en leyes, trad. de lat. peritus, SIG 881.4 (Paros III d.C.);
b) c. constr. prep., op. al que tiene dotes naturales πρὸς ἃ εὐφυεῖς εἰσιν καὶ ἔμπειροι (cosas) para las que están naturalmente predispuestos y para las que han adquirido experiencia Arist.Rh.1363a36
subst. ὁ περὶ νόμων ἔ. el jurisperito Pl.Lg.632d;
c) c. ac. int. ἔ. τὰ οὐράνια I.AI 1.158;
d) c. inf. ἔ. ἐστι διαγνῶναι τοὺς ἀγαθοὺς καὶ κακούς Diog.470;
e) abs. γεωμέτρης PFreib.7.8 (III a.C.), δικαστὴς I.BI 1.452, como atributo δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναι Hp.Art.76, νέος δ' ἔ. οὐκ ἔστιν Arist.EN 1142a15
subst. οἱ ἔμπειροι los expertos τὴν προβολὴν δὴ τὸν αἱρούμενον ἐκ τῶν ἐμπείρων ποιητέον Pl.Lg.765b, παρὰ τῶν ἐμπείρων ἱστορήσας habiéndose informado por los expertos Plb.9.19.3, cf. Vett.Val.229.17, οἱ ἔμπειροι παραγγέλλωσι ταῖς ῥίζαις ἐπιχέειν τῶν δένδρων Gp.2.10.8
neutr. plu. sup. como adv. διὰ τὸ τοὺς ἐμπειρότατα δοκοῦντας γραφεῖν dicho de los historiadores, Plb.1.14.1.
5 en un sent. más abstr. el experto, el que tiene un conocimiento empírico οἱ μὲν γὰρ ἔμπειροι τὸ «ὅτι» μὲν ἴσασι, «διότι» δ' οὐκ ἴσασιν los que saben por experiencia conocen el «qué», pero no el «por qué» Arist.Metaph.981a29, cf. b30, EN 1141b18, ἔμπειροι op. ἰδιῶται los que tienen conocimientos técnicos o especializados op. ‘el ignorante’ o ‘lego’ como Ἕλληνες op. a βάρβαροι S.E.M.1.147, cf. Ph.1.300.
II de cosas accesible a la experiencia, que puede ser tratado o detectado empírica o experimentalmente τὸ γὰρ καθ' ἓν κατ' ἐπακολούθησιν εὐθετώτερον καὶ ἐμπειρότερον lo que se controla uno por uno es más fácil de localizar y de tratar gracias a la experiencia Hp.Decent.13.
III adv. ἐμπείρως
1 con conocimiento, sabiendo bien c. ἔχω y gen. estar en situación de saber ἐκ πάντων τῶν ἐμπείρως αὐτοῦ ἐχόντων por todos los que le conocían bien X.An.2.6.1, Τίμαρχος ἐμπειροτέρως ἔχει τῆς βουλῆς Aeschin.1.82, cf. Aen.Tact.2.6, τῆς ... γλώττης εἶχεν ἐμπείρως I.BI 10.8, cf. Iambl.Fr.5.
2 de acuerdo con la práctica, de manera competente εἰ τὸ δικαίως ἐπιστημονικῶς καὶ ἐμπείρως, τὸ ἀδίκως ἀγνοούντως καὶ ἀπείρως Arist.Top.114b10, παιδεῦσαι D.59.18, en la guerra συννοήσαντες ... ἐ. dicho de los mandos romanos, Plb.1.30.9, τὸν πόλεμον διενεγκεῖν Iul.Or.3.95a
de manera experta ref. oficios ἐ. καὶ φρονίμως ἐκλογιζόμενος Plb.3.33.8, τὰ πρὸς τὸν καιρὸν ἐ. ... παρεσκεύασεν de un arquitecto, Maier, GMBI 86.15 (III a.C.), ἐ. ἁρμοῖσι ... ἁρμοσθέντα del arca de Noé Orac.Sib.1.234, ἐμπείρως κόπτειν = talar (árboles) de manera experta, PFay.114.15 (II d.C.).
3 de acuerdo con el empirismo βιοῦν S.E.P.2.246.

German (Pape)

[Seite 811] der Etwas durch Versuche, durch Erfahrung kennt, erfahren, kundig, τινός, worin; κακῶν Aesch. Pers. 590; γάμων Soph. O. C. 756; absol., der Erfahrene, O. R. 44 O. C. 1137, wie Plat. Legg. VI, 772 b; Xen. An. 4, 5, 8; διανοίης Her. 8, 97; τῶν χώρων 8, 132; πολέμου Thuc. 1, 80; γεωμετρίας Plat. Rep. VII, 529 e u. sonst; ὁ περὶ νόμων ἐμπ. Legg. I, 632 d; περὶ ταῦτα Tim. 22 a, wie Xen. Hell. 1, 6, 5. Auch von Thieren, κύνες ἔμπ. τῶν κυνηγεσιῶν Xen. Cyn. 6, 4; von Schiffen, erprobte, Thuc. 2, 89; – τὸ ἔμπειρον = ἐμπειρία, D. Hal. 3, 42; τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ihre größere Erfahrung, Thuc. 2, 87. – Adv. ἐμπείρως, kundig, ἔχειν τινός, kundig sein, Dem. 59, 15; Antiphan. Ath. X, 445 f; Einen durch den Umgang kennen, Xen. An. 2, 6, 1; ἐμπειροτέρως ἔχει τῆς βουλῆς περί τινος, er kennt es besser als der Rath, Aesch. 1, 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'expérience de : τινος de qch ; qui a expérimenté qch ; abs. expérimenté, prudent, habile ; en parl. de choses ναῦς ἔμπειρος THC navire qui a l'usage (de la mer) ; τὸ ἐμπειρότερον THC plus grande expérience;
Cp. ἐμπειρότερος, Sp. ἐμπειρότατος.
Étymologie: ἐν, πεῖρα.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπειρος:
1 имеющий опыт, опытный, сведущий (τινος Aesch., Soph., Her. etc.; περί τι и περί τινος Plat.): πρὸς τὸ ἐμπειρότερόν τινος τὸ τολμηρότερον ἀντιτάξασθαι Thuc. чьему-л. большему опыту противопоставить большую отвагу;
2 испытавший, изведавший (κακῶν Aesch.; γάμων Soph.);
3 знающий, знакомый (τῶν χώρων Her.);
4 испробованный, испытанный (ναῦς Thuc.): ἐμπειρότατος ἀρετῆς Plut. человек испытанной доблести.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπειρος: -ον, (πεῖρα) πεπειραμένος ἢ ἐξησκημένος εἴς τι, γινώσκων τι, κάτοχός τινος, μετὰ γεν., τῆς θυσίης Ἡρόδ, 2. 49· τῶν χώρων 8. 132· Βοιωτῶν 9. 46· τῆς ἐκείνου διανοίης 8. 97· κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 598· γάμων Σοφ. Ο. Κ. 752· τοῦ ἀγωνίζεσθαι Ἀντιφῶν 130. 6· περί τινος, περί τι Πλάτ. Νόμ. 632D, Τίμ 22Α: - ἀπολ., οἱ ἔμπειροι, οἱ πεπειραμένοι, οἱ ἔχοντες πεῖραν, Σοφ. Ο. Τ. 44, Ο. Κ. 1135, Πλάτ., κτλ.· ναυσὶν ἐμπείροις, διὰ πλοίων δεδοκιμασμένων διὰ τῆς χρήσεως, Θουκ. 2. 8: - τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ἡ μεγαλειτέρα αὐτῶν πεῖρα, αὐτόθι 87. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπείρως τινὸς ἔχειν. ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1, Δημ. 1351. 7· ἐμπειροτέρως ἔχειν περί τινος Αἰσχίν. 12. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμπειρος, -ον)
αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.)
αρχ.-μσν.
(το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον
η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί
αρχ.
1. ο ειδικός, ο εμπειρογνώμονας
2. (για πράγματα) δοκιμασμένος στη χρήση («ναυσὶν ἐμπείροις»).

Greek Monotonic

ἔμπειρος: -ον (ἐν, πεῖρα),·
I. πεπειραμένος ή εξασκημένος σε κάτι, αυτός που γνωρίζει, που κατέχει κάτι, γνώστης, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., οἱ ἔμπειροι, οι πεπειραμένοι, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ναυσὶν ἐμπείροις, με πλοία δοκιμασμένα από τη χρήση τους, σε Θουκ.· τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, η μεγαλύτερή τους εμπειρία, στον ίδ.
II. επίρρ. ἐμπείρως τινὸς ἔχειν, γνώση ενός πράγματος από την εμπειρία, από την έκβαση ή το αποτέλεσμά του, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

See also: s. πεῖρα

Middle Liddell

ἔμ-πειρος, ον adj [ἐν, πεῖρα
I. experienced or practised in a thing, acquainted with it, c. gen., Hdt., Attic:—absol., οἱ ἔμπειροι the experienced, Soph., Plat., etc.; ϝαυσὶν ἐμπείροις with ships proved by use, Thuc.:— τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν their greater experience, Thuc.
II. adv., ἐμπείρως τινὸς ἔχειν to know a thing by experience, by its issue, Xen.

Frisk Etymology German

ἔμπειρος: {émpeiros}
Meaning: erfahren, kundig (ion. att.)
Derivative: mit ἐμπειρία, ἐμπειρικός und dem seltenen Denominativum ἐμπειρέω erfahren sein (hell.); ἐμπειράομαι erproben (Hp., Form und Bedeutung nach πειράομαι). Poetische Erweiterung ἐμπείραμος = ἔμπειρος (Lyk., AP u. a.; Vorbild?) mit der metrischen Variante ἐμπέραμος (Kall., poet. Inschr. u. a.). — Auch ἐμπερής (S. Fr.; nach ἐντελής usw.).
Etymology: Bahuvrihikompositum von πεῖρα (s. d.) mit besitzanzeigendem ἐν-: [[mit πεῖρα ausgerüstet]]; Gegensatz ἄπειρος. Vgl. Strömberg Prefix Studies 115.
Page 1,506

English (Woodhouse)

acquainted with, experienced, skilled, versed in, a good judge of, adroit in, an authority on, experienced in, expert in, familiar with, learned in, master of, mistress of, practised in, proficient in, skilled in, well up in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

prudent

Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı