κυκλικός

From LSJ
Revision as of 14:41, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλικός Medium diacritics: κυκλικός Low diacritics: κυκλικός Capitals: ΚΥΚΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kyklikós Transliteration B: kyklikos Transliteration C: kyklikos Beta Code: kukliko/s

English (LSJ)

κυκλική, κυκλικόν,
A circular, moving in a circle, σῶμα Arist.Cael.289a30, κίνησις Placit.2.7.5; περίοδος D.S.2.36: metaph., Procl.Inst.33. Adv. κυκλικῶς, κινεῖσθαι Arist.Cael.272b24.
2 of a circle, λόγος Iamb. in Nic.p.61 P.; κυκλικὸς ἀριθμός = a number which ends in the same digit when squared, Nicom.Ar.2.17.
3 Astrol., subordinate, ruling in rotation, Vett.Val.175.17.
b κυκλικὰ ἔτη = the minimum duration of life corresponding to a planet, Balbill. in Cat.Cod.Astr.8(4).236, 237.
4 κυκλικός (sc. πούς), ὁ, a form of anapaest in which the long syllable is shorter than a normal long, D.H.Comp.17.
II κυκλικοί, οἱ, the poets of the Epic cycle (cf. κύκλος), Sch.Il.3.242, al.; also ἡ κυκλικὴ Θηβαΐς Ath.11.465e; but τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν = commonplace, conventional poem (cf.IV), Call.Epigr.30.1.
III f.l. for κύκλιος ΙΙ, χορός Lys.21.2; τῶν κυκλικῶν (v.l. κυκλίων) αὐλητῶν Luc.Salt.2.
IV in common use, ἡ κυκλική (sc. ἔκδοσις) the vulgate, Sch.Od.16.195, 17.25: but Adv. κυκλικῶς = conventionally, οὐ κυκλικῶς τὰ ἐπίθετα προσέρριπται ib.7.115.

German (Pape)

[Seite 1526] kreisförmig, kreisrund, κίνησις Plut. plac. phil. 2, 7, u. a. Sp. – Οἱ κυκλικοί heißen die Mythen vom Ursprunge der Welt bis auf den Telegonus, den Sohn des Odysseus, im Zusammenhange behandelten u. darstellten, Procl. Chrestom. Vgl. κύκλος. Oft in den Schol. Il., z. B. ἱστορία παρὰ τοῖς κυκλικοῖς, 19, 326; κυκλικὴ Θηβαΐς, die zum Cyclus gehörige Thebais, Ath. XI, 465 f. – Aber ἐχθαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν ist ein Gedicht von gewöhnlicher Art, mit einem oft behandelten Stoffe, Callim. 1 (XII, 43). – Ἡ κυκλική, Schol. Od. 16, 195. 17, 25, entweder die in den Cyclus aufgenommene, oder die gewöhnliche Ausgabe, vulgata. – Κυκλικῶς, nach gemeinem, vulgärem Ausdrucke, Schol. Il. 6, 325; κυκλικώτερον δὲ κατακέχρηται τῷ στίχῳ ib. 9, 222; aber bei Arist. coel. 1, 5 = kreisförmig. – Οἱ κυκλικοὶ αὐληταί, = κύκλιοι, Luc. salt. 2; χορός, s. κύκλιος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
circulaire.
Étymologie: κύκλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλικός -ή -όν [κύκλος] cirkelvormig. ‘cyclisch’ (deel uitmakend van de epische cyclus):. ἐχθαίρω τὸ ποίημα τὸ κ. ik verafschuw het cyclische gedicht AP 12.43.1.

Russian (Dvoretsky)

κυκλικός:
1 кругообразный, круговой (κίνησις Plut.);
2 вращающийся (σῶμα Arst.);
3 круговой: κ. χορός Lys. круговой хор (певший во время музыкальных состязаний дифирамб Дионису, стоя вокруг его алтаря; в отличие от τετράγωνος «четырехугольного» в драме);
4 киклический, относящийся к традиционному циклу сказаний (τὸ ποίημα Anth.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυκλικός, -ή, -όν) κύκλος
1. αυτός που έχει σχήμα κύκλου, κυκλοτερής, στρογγυλός ή αυτός που κινείται σαν σε κύκλο («κυκλικός χορός»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επικό ποιητικό κύκλο («κυκλικοί ποιητές»)
νεοελ.
1. φρ. α) χημ. «κυκλικές ενώσεις» — οργανικές χημικές ενώσεις που περιέχουν στα μόριά τους μια ή περισσότερες κλειστές αλυσίδες οι οποίες ονομάζονται δακτύλιοι
β) αστρον. «κυκλική θεωρία» — θεωρία κατά την οποία στο σύμπαν επικρατούν κυκλικές ή περιοδικές κινήσεις
γ) (οικον.) «κυκλική κρίση» — οικονομική κρίση που επαναλαμβάνεται έπειτα από μία, λίγο ώς πολύ ορισμένη, χρονική περίοδο
δ) ιατρ. «κυκλική νόσος
νόσος που περνά από σταθερά διαδοχικά στάδια, τα οποία μπορούν να προβλεφθούν μόλις εμφανιστούν τα συνήθη αρχικά της συμπτώματα
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο («κυκλικός λόγος», Ιάμβλ.)
2. αστρολ. αυτός που περιφέρεται κυκλοειδώς («τοις μὲν ούρανίοις άποδεδόσθαι τήν κυκλική ν κίνησιν», Πλούτ.)
3. αυτός που υπάρχει για κοινή χρήση, κοινός
4. το αρσ. ως ουσ.κυκλικός
είδος αναπαίστου στον οποίο η μακρά συλλαβή είναι βραχύτερη από μία κανονική μακρά συλλαβή
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κυκλικοί
οι ποιητές του επικού κύκλου
6. φρ. α) «κυκλικὸς ἀριθμός» — ο αριθμός ο οποίος καταλήγει στο ίδιο ψηφίο όταν τετραγωνίζεται
β) «κυκλικὰ ἔτη» — η ελάχιστη διάρκεια ζωής τών πλανητών
γ) «κυκλικὸν ποίημα» — ποίημα κοινό, τετριμμένο. Επίρ. κυκλικώς και -ά (AM κυκλικῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλοτερώς («εἰ μηδ' ὁ κύκλος ἄπειρός ἐστιν, οὐκ ἂν κινοῖτο κυκλικῶς ἄπειρον σῶμα», Αριστοτ.)
αρχ.
κοινά, συνηθισμένα.

Greek Monotonic

κυκλικός: -ή, -όν (κύκλος), κυκλικός· οἱ κυκλικοί, οι Επικοί ποιητές των οποίων τα γραπτά σχημάτιζαν κύκλο ή μια σειρά μύθων όπως για το θάνατο του Οδυσσέα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλικός: -ή, -όν, κυκλοτερής, ἐν κύκλῳ κινούμενος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 7, 3· κίνησις Πλούτ. 2. 887D. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 5. 16. ΙΙ. κυκλικοὶ ἐκαλοῦντο οἱ ἐπικοὶ ποιηταὶ, ὧν τὰ ποιήματα ἐν συνόλῳ ἐσχημάτιζον κύκλον ἢ σειρὰν μυθικῆς τινος ἢ ἡρωϊκῆς διηγήσεως μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ὀδυσσέως· ἴδε Welcker’s Epischer Cyclus (Bonn, 1835), Müller Gr. Literat. 1. κεφ. 6, Düntzer Frag. d. Ep. Poësie (Köln, 1840), Mure καὶ Mahaffy Literat. of Gr. ― Ἡ κυρία πηγὴ ὡς πρὸς τοῦτο εἶναι ἡ Χρηστομάθεια τοῦ Πρόκλου· ― ἡ κ. Θηβαῒς Ἀθήν. 465F· τὸ ποίημα τὸ κ. Ἀνθ. Π. 12. 43. ΙΙΙ. = κύκλιος ΙΙ, χορὸς Λυσ. 161. 39. IV. ὁ ἐν κοινῇ χρήσει, ὡς τὸ κοινὸς V, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Π. 195., Ρ. 25. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι Η. 115, ἔνθα ἴδε Heinrich. καὶ Buttm.

Middle Liddell

κυκλικός, ή, όν κύκλος
circular: οἱ κυκλικοί, Epic poets whose writings formed a cycle or series of legends down to the death of Ulysses, Anth.

Translations

circular

Arabic: دَائِرِيّ‎; Armenian: շրջանաձև, բոլորաձև, շրջանագծային; Asturian: circular; Belarusian: кругавы, круглы; Bengali: বৃত্তাকার, গোলাকার; Bulgarian: кръгов, кръ́гъл; Burmese: ဝိုင်း; Catalan: circular; Czech: kulatý; Danish: rund, cirkulær; Dutch: rond; Esperanto: cirkla; Finnish: ympyrä-, ympyrän muotoinen, pyöreä, pyörivä; French: circulaire, rond; Galician: circular; Georgian: წრიული; German: rund, Kreis-, kreisartig, kreisförmig, kreisend; Greek: κυκλικός; Ancient Greek: γύριος, γυροειδής, ἐγκύκλιος, ἔγκυκλος, κυκλικός, κύκλιος, κυκλοτερής, κυκλωτός; Hindi: वृत्तीय, वर्तुल, गोल, वृत्ताकार; Hungarian: körkörös; Ido: cirkla, cirklala, cirklatra; Indonesian: bundar; Irish: ciorclach; Italian: circolare; Japanese: 丸い; Macedonian: кружен; Chinese Mandarin: 圓/圆; Maori: porohita, porowhita; Northern Kurdish: bazineyî, bazinî; Pashto: ګرد‎; Persian: دایره‎; Plautdietsch: runt; Polish: okrągły; Portuguese: circular, redondo, arredondado; Romanian: circular, de cerc; Russian: круглый, округлый, круговой; Sanskrit: मण्डल; Scottish Gaelic: cearcaill, cearclach; Spanish: circular; Sundanese: bunder; Swedish: cirkulär, rund, cirkulär, cirkelformad, ringformad; Turkish: dairesel; Ukrainian: круглий, круговий; Volapük: sirkafomik, klöpik