θρῆνος
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English (LSJ)
ὁ, (θρέομαι)
A dirge, lament, Il.24.721, Sapph.136, Pi.I.8(7).64, Hdt.2.79,85, etc.; θ. οὑμός for me, A.Pr.390; εἰπεῖν . . θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς Id.Ag.1322. 2 complaint, sad strain, h.Pan.18; Τοργόνων οὔλιον θ. Pi.P.12.8; θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί Pl.R.398d, etc.: pl., lamentations, θρήνων ᾠδάς S.El.88 (lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. ἐπικήδειον by Trypho ap.Ammon. Diff.p.54 V. (cf. Ptol.Asc.p.404H.), ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ.)
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ (vgl. θρέομαι), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων οὔλιος θρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = θρηνῳδός.
Greek (Liddell-Scott)
θρῆνος: ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος θρηνῳδία, θρῆνος, ὀδυρμός, ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· θρῆνος οὑμός, δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
thrène :
1 lamentation sur un mort, chant funèbre;
2 p. ext. chant de deuil, chant plaintif ; deuil.
Étymologie: θρέω.
English (Autenrieth)
dirge, Il. 24.721.
English (Slater)
1 dirge θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν (sc. Μοῖσαι) (I. 8.58)
English (Strong)
from the base of θροέω; wailing: lamentation.
English (Thayer)
θρήνου, ὁ (θρέομαι to cry aloud, to lament; cf. German Thräne (?), rather drönen; Curtius, § 317)), a lamentation: (Sept; for קִינָה, also נְהִי; O. T. Apocrypha; Homer, Pindar, Tragg., Xenophon, Ages. 10,3; Plato, others.)
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ θρῆνος)
1. κλάμα, οδυρμός, μοιρολόγι
2. ποίημα θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — τίτλος ποιήματος που αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως)
νεοελλ.
φρ. «έγινε θρήνος» — έγινε μεγάλη καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρήνος, όπως και τα θρέομαι, θόρυβος, θρύλος, παρουσιάζουν σημασιολογική συνάφεια εκφράζοντας την έννοια της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. θρήνος συνδέθηκε η γλώσσα του Ησυχίου θρώναξ
κηφήν (Λάκωνες) και τενθρήνη «κηφήνας», καθώς επίσης και τα αρχ. ινδ. dhranati «αντηχώ», αρχ. σαξ. dreno, γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Αρχαία συνών. της λ. είναι τα: οδυρμός, ολοφυρμός, οιμωγή.
ΠΑΡ. θρηνώ, θρηνώδης
αρχ.
θρήνωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θρηνολογώ, θρηνῳδός
αρχ.
θρήνερως, θρηνολάλος, θρηνοποιός
μσν.
θρηνόφθογγος
νεοελλ.
θρηνολόγος, θρηνοτράγουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. αξιόθρηνος, δύσθρηνος, ένθρηνος, πολύθρηνος, φιλόθρηνος.———————— (II)
θρῆνος, τὸ (ΑΜ)
ο θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος (ο) με αλλαγή γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. έδαφος, μήκος)].
Greek Monotonic
θρῆνος: ὁ (θρέομαι),
1. επικήδειο άσμα, θρήνος, οδυρμός, Λατ. naenia, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· θρῆνος οὑμός, για μένα, σε Αισχύλ.
2. παράπονο, θλιμμένη μελωδία, σε Πίνδ., κ.λπ.