κρύβω
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
late form of κρύπτω, Conon 50.2, Phlp.in APr. 448.17, PMag.Par.1.385, PMag.Leid.V.10.10, Gp.2.24.2, Sch.E.Hec. 739:—Pass., LXX 4 Ki.11.3, al. (also v.l. in Hp.Mul.2.154); mostly found in compds.
Greek (Liddell-Scott)
κρύβω: μεταγεν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐγ-κρύβω. ― Πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας κρύβω ἢ κρύβγω = κρύπτω.
French (Bailly abrégé)
c. κρύπτω.
Spanish
Greek Monolingual
και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω)
1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ.
γ. «ὑφ' εἵματος κρύπτοντα χεῑρα καὶ πρόσωπον ἔμπαλιν», Ευρ.)
2. καθιστώ κάτι αφανές, τοποθετώ κάτι σε μέρος μυστικό, για να μην το δουν άλλοι, αφανίζω (α. «όλο τά κρύβει τα κλειδιά, για να μην του πάρουν τα έγγραφα» β. «ἔκρυψα ἀπὸ τῶν προφητῶν κυρίου ἑκατὸν ἄνδρας», ΠΔ)
3. κρατώ κάτι μυστικό, αποκρύπτω, αποσιωπώ (α. «μάς κρύβει την αλήθεια» β. «τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω», Ομ. Οδ.
γ. «πᾶν σοι φράσω τἀληθές, οὐδὲ κρύψομαι», Σοφ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του» — λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να καλύψει και να αποσιωπήσει με αδέξιο τρόπο κάτι που είναι εμφανές
β) «κρύβε λόγια
να είσαι επιφυλακτικός, να αποφεύγεις να εκφραστείς για κάτι
2. παροιμ. «ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται» — αυτός που αγαπά δεν μπορεί εύκολα να καλύψει τα αισθήματά του
νεοελλ.-μσν.
1. προσπαθώ να μη γίνει φανερό κάτι επίψογο και ελαττωματικό ή και θλιβερό ή δυσάρεστο (α. «κρύβει τα χρόνια του» β. «κρύβει τους βαθμούς του, γιατί είναι όλοι κάτω απ' τη βάση»)
2. κρατώ κάτι στην αφάνεια, είμαι επιφυλακτικός, προσπαθώ να μην εκδηλώσω κάτι (α. «κρύβει την αγάπη του» β. «κρύβει τις προθέσεις του» γ. «μην κρύβεσαι από μένα»)
μσν.
(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) κρυπτόμενος, -ένη, -ον
(για αρρώστια) αυτός που δεν μπορεί να διαγνωστεί εύκολα
μσν.-αρχ.
1. θάβω («τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος», Ησίοδ.)
2. προφυλάσσω
3. παραβλέπω («ποῡ ποτε κεραυνοὶ Διός... εἰ ταῡτ' ἐφορῶντες κρύπτουσιν ἕκηλοι;», Σοφ.)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κεκρυμμένος, -η, -ον- κρυφός, μυστικός
αρχ.
1. (ρητ.) εκφράζω συλλογισμό με τέτοιο τρόπο ώστε ο αντίπαλός μου να οδηγηθεί ανεπιφύλακτα στο αντίθετο συμπέρασμα («κρύπτοντα δὲ δὴ προσυλλογίζεσθαι δι' ὧν ὁ συλλογισμὸς τοῡ ἐξ ἀρχῆς μέλλει γίνεσθαι», Αριστοτ.)
2. μέσ. κρύπτομαι
(σχετικά με τα έμμηνα και τη λοχεία) διακόπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύπτω < θ. κρυφ-, με αφομοιωτική τροπή του διαρκούς χειλικού (-φ-) σε κλειστό (-π-) προ του κλειστού (-τ-) του επιθήματος -τω
το θ. κρυφ-, που απαντά σε αρκετά παρ. (πρβλ. κρυφ-ός, κρύφ-α), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα kru-bh- < IE kra(u)-bh-, που αποτελεί παρεκτεταμένη με χειλικό (-bh- > φ) της ΙΕ ρίζας kra(u)- «ρίχνω στον σωρό, καλύπτω, κρύβω». Ο τ. συνδέεται με το καλύπτω, καθώς και με αρχ. σλαβ. kryjo, kryti «κρύβω», βαλτ. krάuju, krάuti «συσσωρεύω, στοιβάζω». Στους μτγν. χρόνους απαντά θ. κρυβ- (πρβλ. κρύβη) αναλογικά προς το επίρρ. κρύβ-δην. Ο τ. κρύβω απαντά για πρώτη φορά στην Παλαιά Διαθήκη και σχηματίστηκε υποχωρητικώς από τον αόρ. ἔκρυψα κατά το σχήμα θλίβω: ἔθλιψα (πρβλ. και θάπτω: θάβω, κόπτω: κόβω)
ο μσν. τ. κρύβγω < κρύβω, με ανάπτυξη του λεγόμενου «αλόγου ερρίνου». Το ρ. κρύπτω απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές κρυπτ(ο)- και κρυψι- (βλ. κρυπτο-).
ΠΑΡ. κρύπτη, κρυπτικός, κρύφιος
αρχ.
κρύβδην, κρύβες, κρυβή, κρύβηλος, κρυβήτης, κρυπτάδιος, κρυπτάζω, κρυπτήρ, κρυφή, κρύφιμος, κρύψις
αρχ.-μσν.
κρύφα
μσν.
κρυμμός, κρυπτίνδα
μσν.- νεοελλ.
κρυφή
νεοελλ.
κρυφτός, κρυψάνα, κρυψιά, κρύψιμο, κρυψώνας.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκρύπτω, εγκρύπτω, κατακρύπτω, υποκρύπτω
αρχ.
αμφικρύπτω, ανακρύπτω, διακρύπτω, εγκατακρύπτω, εναποκρύπτω, επικρύπτω, παρακρύπτω, περικρύπτω, συγκρύπτω, συναποκρύπτω, συνεπικρύπτω, υπαποκρύπτω
νεοελλ.
αποκρύβω, μισοκρύβω].