προλέγω

From LSJ
Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλέγω Medium diacritics: προλέγω Low diacritics: προλέγω Capitals: ΠΡΟΛΕΓΩ
Transliteration A: prolégō Transliteration B: prolegō Transliteration C: prolego Beta Code: prole/gw

English (LSJ)

   A pick out, choose, prefer, Ἀθηναίων προλελεγμένοι Il.13.689; ἐξοχώτατοι προλέγονται Pi.N.2.18; ἀριστῆες πασᾶν ἐκ πολίων προλελεγμένοι Theoc.13.18.    II foretell, Aeol. aor. part. προλέξαις Alc.Supp.22.7; predict, of an oracle, Hdt.1.53, 8.136; μέμνησθ' ἁγὼ προλέγω A.Pr.1071 (anap.), cf. S.OT973; π. πρόρρησιν, of a physician, v.l. in Hp.Prog.15; τὰ μέλλοντα Pl.Euthphr.3c, cf. D. 19.298.    b say beforehand, ταῦτα, ὅτι . . Pl.R.337a, cf. Euthd. 275e, Hyp.Lyc.7; ὡς προλέλεκται as was said above, Demetr.Eloc. 89; ὁ προλεχθείς the aforesaid,PMasp.32.63 (vi A. D.), al.    c προλεγόμεναι (sc. θέσεις) first principles, Cic.Fam.9.18.3.    d μακρὰ προλεγομένγ a long syllable placed, uttered first, Demetr.Eloc.39.    2 state publicly, proclaim, προὔλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον Th.1.139; προλεγέτω ἁ ἀρχά Foed.Delph.Pell.1A5, cf. OGI437.76 (Pergam., i B.C.): c. acc. et inf., A.Th.336(lyr.), etc.: c. acc., ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ἃ μὴ δεῖ πράττειν Lycurg.4; πολέμους ἀλλήλοις Plb.13.3.5.    3 π. τινὶ ἀπιέναι order him to... X.An. 7.7.3, cf. Din.1.71; caution, warn, π. τινὶ μὴ φεύγειν E.Fr.897.9 (anap.); π. τινί, εἰ θεραπεύσοιτο, ὅτι διαφθαρήσοιτο Antipho 4.2.4; ὡς οὐ . . Plb.5.57.2.    4 denounce punishment, π. δεσμόν τινι D. 24.60.

German (Pape)

[Seite 732] (s. λέγω), 1) vor Andern auslesen, auswählen, vorziehen, Ἀθηναίων προλελεγμένοι, Il. 13, 689; vor Andern mit Ruhm, Auszeichnung nennen, ἐξοχώτατοι προλέγονται, Pind. N. 2, 18. – 2) vorher-, voraussagen, vom Orakel, Her. 1, 53. 8, 136; Soph. O. R. 973; περὶ τῶν θείων προλέγων αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, Plat. Euthyphr. 3 c; – auch vorher bekannt machen, τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω βέλτερα τῶνδε πράσσειν, ich sage es laut und rühmend, Aesch. Spt. 318; befehlen, Prom. 1073; so vom Gesetz, ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ὃ μὴ δεῖ πράττειν, Lycurg. 4; Din. 1, 71; auch νόμοι δεσμὸν προλέγουσιν, Dem. 24, 60; τοὺς πολέμο υς, Pol. 13, 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προλέγω: μέλλ.: -ξω, ἐκλέγω κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ, Ἀθηναίων προλελεγμένοι Ἰλ. Ν. 689· ἐξοχώτατοι προλέγονται Πινδ. Ν. 2. 28· ἀριστῆες πασᾶν ἐκ πολίων πρ. Θεόκρ. 13. 18. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ χρησμοῦ, Ἡρόδ. 1. 53., 8. 136· μέμνησθ’ ἁγὼ προλέγω Αἰσχύλ. Προμηθ. 1071, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 973· πρ. πρόρρησιν, ἐπὶ ἰατροῦ, Ἱππ. Προγν. 42· περὶ τῶν θείων τὰ μέλλοντα Πλάτ. Εὐθύφρων 3C, πρβλ. Δημ. 436. 25. β) λέγω ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι..., Πλάτ. Πολ. 337Α, Εὐθύδ. 275Ε, κτλ. 2) δημοσίᾳ λέγω, δηλῶ, διακηρύσσω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 336, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὁ νόμος πρ. ἃ μὴ δεῖ πράττειν Λυκοῦργ. 148. 16· πολέμους Πολύβ. 13. 3, 5. 3) προλέγω τινὶ ποιεῖν τι, διατάττω τινὰ νά…, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 3, Δείναρχ. 99. 14· προὔλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον Θουκ. 1. 139· ― κάμνω προσεκτικόν, προλέγω, πρ. τινὶ μὴ φεύγειν Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. δράμ. 113. 10· πρ. τινὶ ὅτι... Ἀντιφῶν 126. 17· ὡς οὐ…, Πολύβ. 5. 57, 2. 4) λέγω τι ἐκ τῶν προτέρων, οἷς ἅπασιν οἱ νόμοι δεσμὸν προλέγουσι Δημ. 719. 25.

French (Bailly abrégé)

1choisir de préférence à d’autres.
Étymologie: πρό devant, λέγω².
21 prédire, acc.;
2 annoncer, déclarer d’avance, acc. : τινι ὅτι ordonner à qqn de, etc.
Étymologie: πρό auparavant, λέγω³.

English (Autenrieth)

only pass. perf. part., προλελεγμένοι, chosen, picked, Il. 13.689†.

English (Slater)

προλέγω
   1 proclaim ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται (N. 2.18)

Spanish

recitar anteriormente

English (Strong)

from πρό and λέγω; to say beforehand, i.e. predict, forewarn: foretell, tell before.

English (Thayer)

imperfect προελεγον; to say beforehand, to predict, (so from Aeschylus and Herodotus down): R. V. marginal reading) would give προ(the sense of plainly in all these examples; cf. Liddell and Scott, under the word II:2, and see πρό, d. ἆ. at the end).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β' προεῑπον Α
1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ' ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.)
2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις»)
3. προφητεύω, προμαντεύω (α. «προλέγει τα μέλλοντα» β. «το τε προειπεῑν ὑπὲρ τοῡ μέλλοντος στοχαζόμενον, ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων εὐμαρές», Πολ.)
4. κάνω εισαγωγή, προλογίζω
νεοελλ.
1. (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προλεγόμενα
πρόλογος, προκαταρκτικές παρατηρήσεις, ιδίως σε βιβλίο («προλεγόμενα στη φιλοσοφία»)
2. (η μτχ. παθ. αορ. και παρακμ. επίθ. και ως ουσ.) προρρηθείς, -εῑσα, -έν και προειρημένος, -η, -ο
αυτός που έχει λεχθεί προηγουμένως ή πιο πάνω, αυτός που προαναφέρθηκε (α. «η προρρηθείσα περίπτωση...» β. «σύμφωνα με τα προειρημένα» — σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, σύμφωνα με τα προλεχθέντα
αρχ.
1. εκλέγω κατά προτίμηση, προκρίνω, προτιμώ («ἐξοχώτατοι προλέγονται», Πίνδ.)
2. λέω κάτι δημόσια, διακηρύσσω («προύλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῡσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον», Θουκ.)
3. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («προλέγομεν οὖν ὑμῑν... ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας», Ξεν.)
4. εφιστώ την προσοχή, προειδοποιώ («τὸ δ' ἐρᾱν προλέγω τοῑσι νέοισιν μήποτε φεύγειν», Ευρ.)
5. ορίζω κάτι εκ τών προτέρων («οἷς ἅπασιν οἱ... νόμοι δεσμὸν προλέγουσι», Δημοσθ.)
6. μηνύω, καταγγέλλω («προεῑπον αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου», Δημοσθ.)
7. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ προλεγόμεναι
(ενν. θέσεις) οι πρώτες αρχές
8. φρ. «μακρὰ προλεγομένη» — μακρά συλλαβή η οποία τοποθετείται πρώτη.

Greek Monotonic

προλέγω: μέλ. -ξω·
I. 1. επιλέγω, διαλέγω πριν από τους άλλους, προτιμώ — Παθ., Ἀθηναίων προλελεγμένοι, σε Ομήρ. Ιλ.· πασᾶν ἐκ πολίων προλέγω, σε Θεόκρ.
II. 1. λέω, μαντεύω από πριν, ανακοινώνω εκ των προτέρων, λέγεται για χρησμό, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέω δημόσια, διακηρύσσω, με αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. προλέγω τινὶ ποιεῖν τι, διατάζω αυτόν να κάνει κάτι, σε Ξεν.· καθιστώ κάποιον προσεκτικό, προειδοποιώ, σε Θουκ.
4. απαγγέλλω τιμωρία, προλέγω δεσμόν τινι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προλέγω: I λέγω II] выбирать, отбирать Pind., Theocr.: Ἀθηναίων προλελεγμένοι Hom. отборные (воины) из числа афинян.
II λέγω III]
1) предсказывать, прорицать (τὰ μέλλοντα Plat., Arst.): (αἱ γνῶμαι), προλέγουσαι Κροίσῳ, μεγάλην ἀρχήν μιν καταλῦσαι Her. ответы (двух оракулов), предсказывающие Крезу, что он разрушит великое царство;
2) заранее говорить, предупреждать Plat.: οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προὔλεγον πάλαι; Soph. разве я не предупреждал тебя об этом раньше?; προείρηκα καὶ προλέγω NT я предупреждал и предупреждаю;
3) объявлять (πολέμους Polyb.);
4) заявлять, предлагать, приказывать (τινὶ ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας Xen.);
5) рит. делать вступление (ἕνεκα τοῦ ἀποδεῖξαι Arst.).