πλούσιος

From LSJ
Revision as of 12:10, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλούσιος Medium diacritics: πλούσιος Low diacritics: πλούσιος Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: ploúsios Transliteration B: plousios Transliteration C: ploysios Beta Code: plou/sios

English (LSJ)

Lacon. πλούτιος EM156.20: α, ον: (πλοῦτος):—

   A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc.171, Thgn. 621, etc.; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT455; ἐμοὶ πένης… πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El.395; μέγα π. Hdt.1.32; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT1070: prov., οὐδ' εἰ Μίδου -ώτεροι εἶεν Pl.R. 408b.    2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν E.Or.394; π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R.521a; -ώτερος εἰς τὸ γῆρας… φρονήσεως Id.Plt.261e.    3 c. dat., π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18; εἴκοσι μύξαις π… λύχνος Call.Epigr.56; π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4.    II of things, σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω richly furnished, S.El.361; ample, abundant, κτερίσματα E.Tr.1249; ὕδωρ Id.Fr.316.3: Sup., θησαυρὸς ἀνάκειται ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57. Adv. -ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44; π. ταφήσεται E.Alc.56; κοίτας… π. σεσαγμένας Eup.76, cf. Ph.2.400, etc.; νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1.

German (Pape)

[Seite 638] reich, begütert; Hes. op. 22; Ggstz πτωχός, Soph. O. R. 455, wie Plat. Theaet. 175 a; πένης, Eur. El. 395, wie Plat. prot. 319 d; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 37 ff.; reich an Etwas, τινός, wie dives opum, κακῶν, Eur. Or. 394; πλουσιώτερος ἀναφανήσει φρονήσεως, Plat. Polit. 261 e; Xen. auch = vornehm. Uebh. reichlich, überflüssig, Sp. – Adv.; πλουσίως θάπτειν, Eur. Alc. 57; Her. 2, 44.

Greek (Liddell-Scott)

πλούσιος: -α, -ον, (πλοῦτος) ὡς καὶ νῦν, ὁ κεκτημένος πολλά, ὁ ἔχων πλοῦτον, ἀντίθετον τῷ πένης, πενιχρός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 22, Θέογν. 621, κτλ., καὶ Ἀττ.· πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Σοφ. Ο. Τ. 455· ἐμοὶ πένης... πλουσίου μᾶλλον ξένος Εὐρ. Ἠλ. 394· μέγα πλ. Ἡρόδ. 1. 32· πλουσίῳ χαίρειν γένει, ἐπὶ τῇ πλουσίᾳ γενεᾷ του, Σοφ. Ο. Τ. 1070· παροιμ., οὐ δ’ εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν Πλάτ. Πολ. 408Β. 2) μετὰ γεν. πράγμ., πλούσιος εἴς τι πρᾶγμα, Λατ. dives opum, ὁ δαίμων δ’ ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν Εὐρ. Ὀρ. 394· πλ. οὐ χρυσίου, ἀλλ’ οὖ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Πλάτ. Πολ. 521Α· πλουσιώτερος εἰς τὸ γῆρας... φρονήσεως ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 261Ε. 3) ὡσαύτως μετὰ δοτ., πλ. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 10· λύχνος... εἴκοσι μύξαις πλ. Ἀνθ. Π. 6. 148· πλ. ἐν ἐλέει Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σοὶ δὲ πλουσία κείσθω τράπεζα, πολυτελής, Σοφ. Ἠλ. 361, 192· ἄφθονος, κτερίσματα Εὐρ. Τρῳ. 1249· ὕδωρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 318. Ἐπίρρ. -ίως, Ἡρόδ. 2. 44· πλ. τραφήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 56· τὰς κοίτας γ’ ἔχουσι πλουσίως σεσαγμένας Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 riche, opulent ; τινος, τινι riche de qch;
2 p. ext. copieux, abondant;
Cp. πλουσιώτερος.
Étymologie: πλοῦτος.

English (Strong)

from πλοῦτος; wealthy; figuratively, abounding with: rich.

English (Thayer)

πλουσία, πλούσιον (πλοῦτος), from Hesiod, Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, rich;
a. properly, wealthy, abounding in material resources: ὁ πλούσιος, substantively, οἱ πλούσιοι, πλούσιος, without the article, a rich Prayer of Manasseh , abounding, abundantly supplied: followed by ἐν with a dative of the thing in which one abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. note), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, of Christ, 'although as the ἄσαρκος λόγος he formerly abounded in the riches of a heavenly condition, by assuming human nature he entered into a state of (earthly) poverty,' 2 Corinthians 8:9.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλούσιος, -ία, -ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α
1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος
2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» Ερωτόκρ.
β. «χώρα πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ δαίμων δ' εἴς με πλούσιος κακῶν», Ευρ.)
3. πολυπληθής, άφθονος (α. «πλούσια συγκομιδή» β. «πλούσιον ὕδωρ», Ευρ.)
4. ο πλούσια παρασκευασμένος, πολυτελής (α. «πλούσιος διάκοσμος» β. «σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω», Σοφ.)
νεοελλ.
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος
2. φρ. α) «πλούσια γλώσσα» — γλώσσα που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο
β) «πλούσια ρίμα» — ρίμα που συνηχεί πριν από το τονιζόμενο φωνήεν
3. παροιμ. φρ. «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με γενναιοδωρία ή αφθονία πραγμάτων
αρχ.
1. φρ. «χαίρω πλουσίῳ γένει» — χαίρομαι, είμαι ευτυχής για την πλούσια και αγέρωχη γενιά μου
2. παροιμ. φρ. «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν» — ούτε και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (Πλάτ.).
επίρρ...
πλουσίως ΝΜΑ και πλούσια Ν
με τρόπο πλούσιο, με αφθονία (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῑν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)
αρχ.
1. πολυτελώς («εἶδον ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», Ηρόδ.)
2. μεγαλοπρεπώς («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλούσιος (< πλουτ-ιος) παράγεται από τη λ. πλοῦτος με κατάλ. -ιος και συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. δημόσιος < δημότιος< δημότης)].

Greek Monotonic

πλούσιος: -α, -ον (πλοῦτος),·
I. 1. πλούσιος, αυτός που έχει άφθονα αγαθά, εύπορος, πολυτελής, σε Ησίοδ., Θέογν., Αττ.
2. με γεν. πράγμ., πλούσιος σε κάτι, Λατ. dives opus, σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., σε Πλούτ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυτελής, άφθονος, πλούσιος, σε Σοφ., Ευρ.
III. επίρρ. -ίως, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πλούσιος:
1) богатый: πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Soph. (он станет) нищим из богатого; Μίδου πλουσιώτερος Plat. богаче (самого) Мидаса;
2) перен. богатый, обильный, пышный (τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.): π. τινος Eur., Plat., τινι Plut., Anth. и ἔν τινι NT богатый (изобилующий) чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλούσιος -α -ον [πλοῦτος] van pers. rijk (aan); met gen..; πλούσιος κακῶν rijk aan rampen Eur. Or. 394; met dat..; π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς rijk aan nutteloze en overbodige zaken Plut. CMa 18; met ἐν + dat..; π. ἐν ἐλέει rijk aan erbarming NT Eph. 2.4; adv. πλουσίως zoals de rijken doen. Aristoph. Ve. 1168. van zaken rijk, goed gevuld, overvloedig:. π. τράπεζα een rijke tafel Soph. El. 361.

Middle Liddell

πλούσιος, η, ον πλοῦτος
I. rich, wealthy, opulent, Hes., Theogn., attic
2. c. gen. rei, rich in a thing, Lat. dives opum, Eur., Plat.:—also c. dat., Plut.
II. of things, richly furnished, ample, abundant, Soph., Eur.
III. adv. -ίως, Hdt., Eur.