ἕωλος

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕωλος Medium diacritics: ἕωλος Low diacritics: έωλος Capitals: ΕΩΛΟΣ
Transliteration A: héōlos Transliteration B: heōlos Transliteration C: eolos Beta Code: e(/wlos

English (LSJ)

ον (prob. from ἕως (A), ἠώς),

   A a day old, kept till the morrow, stale, of bread, Hp.Aff.52, Antyll. ap. Orib.4.11.2; of meat and fish, ἕωλοι κείμενοι δύ' ἡμέρας ἢ τρεῖς Antiph.161.6; αὔριον ἕωλον τοῦτ' ἔχων [τὸ τέμαχος] Axionic.6.15; πρόσφατον καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕ. δὲ καὶ παλαιὸντὸ λιμναῖον Arist.Fr.215; ἕ. νεκρός Luc.Cat.18; ἕ. ἡμέρα the day after a feast, esp. after a wedding, when the scraps were eaten, Axionic.8.6; ἕ. θρυαλλίς a stinking wick (after the lamp has been blown out), Luc.Tim.2.    2 of actions, etc., stale, out of date, τἀδικήμαθ' ἕ. . . ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ' ἀφικνεῖται D.21.112; ῥαψῳδίαι, πράγματα, Plu.2.514c, 674 f; ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν ib. 777b, cf.Luc.Pseudol.5; δόξα J.BJ4.6.2 (Comp.); σοφισμάτια Porph.Abst.1.3; old-fashioned, φιλοτιμία prob. in Phld.D.1.1; later, of legal instruments, out-ofdate, expired, γράμμα PSI5.452.22 (iv A. D.), cf. PLond.1.77.60 (vi A. D.); of payments, in arrear, Sammelb.1093.3, 1090.5 (ii A. D.).    3 of money, lying without use, hoarded, Philetaer.7.7.    4 of persons, coming a day too late, Plu.Nic.21<*>; of things, belated, προθυμία Procop.Goth.4.23.    5 on the day after a debauch, i. e. suffering from its effects, Plu.2.128d; ἕ. ταῖς μνήμαις ib.611f.

German (Pape)

[Seite 1133] ον (ἕως), vom vorigen Tage, von gestern; νεκρός Luc. Catap. 18; bes. von Speisen u. Getränken, die vom vorigen Tage übrig sind, dah. abgestanden, schaal, kraftlos, von den alten Erkl. durch μάταιον, ἀνωφελές, ἀνίσχυρον wiedergegeben, τέμαχος βεβρωκὼς ἑφθὸν τήμερον, αὔριον ἕωλον τοῦτ' ἔχων οὐκ ἄχθομαι Axionic. com. bei Ath. VI, 240 b, vgl. XIV, 663 b; von Fischen, ἕωλοι κείμενοι δύ' ἡμέρας ἢ τρεῖς Antiphan. bei Ath. VI, 225 d; komisch vom Gelde, περίεργόν ἐστιν ἀποκεῖσθαι ἕωλον ἔνδον ἀργύριον Philetaer. bei Ath. VII, 280 d. Von anderen Dingen, μύρτον Ep. ad. 13 (XII, 107), wie στέφανος, verwelkt, Plut. Pyrrh. 13; θρυαλλίς, halb erloschen, Luc. Tim. 2. Oft übertr., τἀδικήματα ἕωλα τὰ τούτων ὡς ὑμᾶς καὶ ψυχρὰ ἀφικνεῖται, da ihnen Zeit gelassen wird zur Vertheidigung, Dem. 21, 22, der Ggstz ist τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος πρόσφατος κρίνεται, wie auch Plut. de san. tuend. p. 387 es von einem durch den Rausch vom vorigen Tage angegriffenen Menschen mit ναυτιώδης, θολερός, τεταραγμένος vrbdt u. dem πρόσφατος entgegenstzt, auch adv. Stoic. 3 sagt ταυτὶ μὲν εἰς τὴν τῶν ἑώλων καὶ ψυχρῶν ἀγορὰν παρῶμεν, im Ggstz von ἐν δὲ τοῖς μετὰ σπουδῆς λεγομένοις ποιησώμεθα τοῦ λόγου τὸν ἐξετασμόν. So vrbdt Themist. παραδείγματα ἕωλα καὶ λίαν ἀρχαῖα, Philostrat. ἕωλα καὶ πολλάκις εἰρημένα, Porphyr. ψυχρὰ καὶ ἄγαν ἕωλα σοφισμάτια, wie ψυχρολογία Luc. somn. 17; Aristaen. 2, 7 φιλήματα τῶν γυναικῶν ἕωλα; – ἡ ἕωλος ἡμέρα, der Tag nach der Hochzeit, Axionic. bei Ath. III, 95 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἕωλος: -ον, (πιθ. ἐκ τοῦ ἕως, ἠώς) μιᾶς ἡμέρας, παλαιός, ὁ μείνας μέχρι τῆς αὔριον, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύων, παλαιός, ἀντίθετον τῷ πρόσφατος, σήπονθ’ ἕωλοι κείμενοι δύ’ ἡμέρας ἢ τρεῖς Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1. 6· αὔριον ἕωλον τοῦτ’ ἔχων τὸ τέμαχος οὐκ ἄχθομαι Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 15· οὕτω, πρόσφατόν ἐστι καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῖον Ἀριστ. Ἀποσπ. 207· ἀδικεῖς, ὦ Χάρων, ἕωλον ἤδη νεκρὸν ἀπολιμπάνων Λουκ. Κατάπλ. 18· - ἡ ἕωλος ἡμέρα, ἡ μετὰ τὴν εὐωχίαν ἡμέρα, ἰδίως ἡ μετὰ τοὺς γάμους, ὁπότε τὰ λείψανα τοῦ τῆς προτεραίας συμποσίου ἐτρώγοντο, Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· ἕωλος θρυαλλίς, ἡ πλησιάζουσα νὰ σβεσθῇ ἐκ τῆς παλαιότητος, θᾶττον γοῦν τῶν ἐπιορκεὶν τις ἐπιχειρούντων ἕωλον θρυαλλίδα φοβηθείη ἂν ἢ τὴν τοῦ πανδαμάτορος κεραυνοῦ φλόγα Λουκ. Τίμ. 2. 2) ἐπὶ πράξεων, παλαιός, ἀπηρχαιωμένος, «σκωριασμένος», τἀδικήματα ἕωλα... εἰς ἡμᾶς καὶ ψυχρὰ ἀφικνεῖται Δημ. 551. 13· ῥαψῳδίαι, πράγματα Πλούτ. 2. 514C, 674F· ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν 777Β, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογιστ. 5. 3) ἐπὶ χρημάτων, ὁ κείμενος ἄχρηστος, ἐπισεσωρευμένος, περίεργόν ἐστιν ἀποκεῖσθαι πάνυ ἕωλον ἔνδον ἀργύριον Φιλέταιρος ἐν «Κυναγίδι, 2. 10. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ παραμελῶν τι καὶ ἀναβάλλων ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ, βραδύς, ἄτολμος, Πλουτ. Νικ. 21· ἀλλ ὡσαύτως, ὁ κραιπαλῶν τὴν ὑστεραίαν μέθης, Λατιν. hesternus, εἰ μὴ ναυτιώδης, μηδὲ θολερός, μηδὲ ἕωλος, μηδὲ τεταραγμένος ὁ αὐτ. 2. 128Ε· ἕωλος ταῖς μνήμαις αὐτόθι 611Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de la veille;
2 p. ext. éventé, gâté, flétri, fané : ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν PLUT c’est une vieillerie qui sent l’évent de dire ; en parl. de pers. qui arrive trop tard ; qui se ressent encore de l’ivresse de la veille.
Étymologie: DELG ἕως¹.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἕωλος, -ον)
1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος
2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος
3. (για αβγά) κλούβιος
μσν.
(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε
αρχ.
1. (για πράξεις) παλιός, απηρχαιωμένος
2. συνεκδ. ανούσιος, αηδής
3. (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών
4. (για πληρωμές) καθυστερούμενος, υπόλοιπος
5. (για χρήματα) συσσωρευμένος
6. (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την εκτέλεση ενός έργου από τη μια μέρα στην άλλη, βραδύς, άτολμος, οκνηρός
7. αυτός που υποφέρει από τη μέθη της προηγούμενης ημέρας
8. φρ. α) «ἕωλος θρυαλλίς» — η θρυαλλίδα που έχει ανθρακωθεί και είναι έτοιμη να σβήσει
β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου
γ) «ἕωλος προθυμία» — καθυστερημένη προθυμία
δ) «πρόσφατον καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — φρέσκο και νέο νερό είναι το νερό της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + επίθημα -λος].

Greek Monotonic

ἕωλος: -ον (πιθ. από τα ἕως, ἠώς), αυτός που είναι μιας ημέρας παλιός, αυτός που παραμένει μέχρι αύριο, χθεσινός, μπαγιάτικος, σε Κωμ.· ἕωλος θρυαλλίς, αποδυναμωμένη λάμπα, έτοιμη να σβήσει (αφού έχει φυσηχθεί), σε Λουκ.
2. λέγεται για ενέργειες και καταστάσεις, παλιός, απαρχαιωμένος, σκουριασμένος, σε Δημ.
3. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έρχεται μια μέρα πιο αργά, βραδύς, άτολμος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἕωλος: 2 ἕως
1) (о кушаньях) вчерашний, т. е. несвежий, черствый (ἄρτοι Arst.);
2) перестоявшийся, загнивающий (τὸ λιμναῖον ὕδωρ Arst.);
3) обнаруживающий признаки разложения (νεκρός Luc.);
4) чадящий, зловонный (θρυαλλίς Luc.);
5) увядающий, блеклый (στέφανος Plut.; μύρτον Anth.);
6) устаревший, несовременный, стародавний (ἀδικήματα Dem.; σοφισμάτια Luc.; ῥαψῳδίαι, πράγματα Plut.);
7) (о человеке) сильно запоздавший Plut.;
8) страдающий похмельем (со вчерашней попойки) (ἕ. καὶ τεταραγμένος Plut.).

Middle Liddell

ἕωλος, ον [prob. from ἕως, ἠώς]
1. a day old, kept till the morrow, stale, Comici; ἕωλος θρυαλλίς a stinking wick (after the lamp has been blown out), Luc.
2. of actions or events, stale, out of date, Dem.
3. of men, coming a day too late, Plut.